Γιατί η απαίτηση για Δημοκρατία χρωματίζει τους λαϊκούς αγώνες

ΓΙΑΤΙ Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΧΡΩΜΑΤΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΛΑΪΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ

Του Τάσου Βαρούνη
Η συντριβή του πολιτικού συστήματος που καταστρέφει τη χώρα, αναγκαίος όρος για οποιαδήποτε θετική αλλαγή.
Η συζήτηση για το πολιτικό σύστημα και τη Δημοκρατία είναι αναγκαία και επείγουσα, μα δυστυχώς σε αναντίστοιχα χαμηλή ιεράρχηση στους χώρους της Αριστεράς.

Σε αντίθεση, δηλαδή, με τα οικονομικά ζητήματα (νόμισμα, χρέος κ.λπ.), το θέμα του πολιτικού συστήματος αλλά και πιο συνολικά της Δημοκρατίας, συχνά υποτιμάται. Παρ’ όλο που το λεγόμενο τέλος της Μεταπολίτευσης -και των κοινωνικών συμβολαίων της- μάς εισάγει σε μια περίοδο συνεχούς πολιτικής αναμόρφωσης, με αναζήτηση νέων ισορροπιών, με νέες σχέσεις όσον αφορά τα κόμματα, το κράτος, την ίδια την πολιτική.
Ο αντίπαλος προχωρά σε «κάψιμο» πολιτικών προσώπων, με άρωμα δήθεν κάθαρσης και η ατζέντα, ακόμα και συνταγματικών αλλαγών, είναι ανοιχτή. Το πολιτικό σύστημα που διαχειρίστηκε τη χώρα, την οδηγεί τώρα στην καταστροφή και η συντριβή του είναι αναγκαίος όρος για οποιαδήποτε θετική αλλαγή. Αν, λοιπόν, αγωνιζόμαστε για τη μετάβαση σε μια άλλη Ελλάδα που δεν θα εξαντλείται σε μια κυβερνητική εναλλαγή -όσο σημαντική κι αν είναι αυτή- οφείλουμε να διδαχτούμε και να ακολουθήσουμε το πραγματικό, λαϊκό κίνημα που εδώ και τρία χρόνια φωνάζει χωρίς καμιά συστολή: «Κλέφτες», «Ουστ», «Στο Γουδί».
Αν θέλουμε να ξεφύγουμε από τη ρητορεία μιας αντικαπιταλιστικής ανατροπής που αδιαφορεί για την κλεπτοκρατία και το σάπιο πολιτικό σύστημα επειδή είναι απλά… «ο καπιταλισμός και η νόμιμη κλοπή» πρέπει να περιγράψουμε με θετικό τρόπο το τι θα μπορούσε να αντικαταστήσει το σημερινό πολιτικό σύστημα στην πορεία και την οικοδόμηση μιας μετατροϊκανής Ελλάδας. Άρα, δεν αναφερόμαστε μόνο σ’ ένα πρόγραμμα κάποιων θεσμικών μέτρων μιας αντιμνημονιακής κυβέρνησης, αλλά σ’ ένα βαθύ κίνημα πραγματικής δημοκρατίας που θα σφραγίζει παντού και με κάθε τρόπο την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Η αποκατάσταση της «κοινοβουλευτικής νομιμότητας» και της «συνταγματικής εκτροπής», θα είναι απλά τα πρώτα βήματα.
Εξάλλου, δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι το αίτημα της Δημοκρατίας χρωμάτισε με διάφορες μορφές όλα τα διεθνή κινήματα των τελευταίων χρόνων, από την Αραβική Άνοιξη και τις πλατείες της Μεσογείου, μέχρι τις φιλολαϊκές κυβερνήσεις της Λατ. Αμερικής. Η ριζική και ολόπλευρη συμμετοχή των πολλών στο «πώς κυβερνιούνται οι κοινωνίες» αλλά και οι κάθε είδους προϋποθέσεις ώστε αυτή να ασκείται διαρκώς, δεν αποτελούν απλά συγκυριακό ζήτημα, μα κι ένα σύγχρονο θεωρητικό και προγραμματικό πρόβλημα για το επαναστατικό κίνημα και την Αριστερά.
Το «Παίρνουμε τη ζωή στα χέρια μας» της Πλατείας Συντάγματος εξέφραζε ένα καθολικό αίτημα για ενεργό ρόλο. Και ειδικά για τη νέα γενιά. Μια γενιά που διαρκώς «υφίσταται», μια γενιά αντικείμενο και όχι υποκείμενο, με συνεχείς καταναγκασμούς και ποτέ επιλογές, με ακύρωση κάθε δημιουργικότητας εξαιτίας της μαζικής ανεργίας, σε πλήρη αναντιστοιχία με τις πραγματικές ικανότητες αλλά και τη μόρφωσή της. Ένα φορτίο, αλλά και μια ανάγκη χειραφέτησης, υπευθυνοποίησης, συλλογικότητας, κοινωνικότητας, προσφοράς, συνοδεύει το στόχο της πραγματικής δημοκρατίας και αναζητά πολιτικές για να εκφραστεί. Ένα διαρκές κίνημα που θα οικοδομεί. Δεν θα αναθέτει απλά σε μια καλύτερη διακυβέρνηση. Δεν θα είναι μόνο μοχλός πίεσης ή αντίβαρο για κάποιες θετικές αλλαγές. Και άρα η αυτοοργάνωση, η λαϊκή αυτενέργεια, η άμεση δημοκρατία, οι λαϊκοί θεσμοί, τα δημοψηφίσματα κ.λπ. θα αποτελούν μόνιμα στοιχεία και απαίτηση της πολιτικής ζωής με θεσμίσεις και τρόπους που δεν μπορούν πάντα να προβλεφθούν.
Σε ποιους πυλώνες στήριξης;
Ποιοι θα ήταν, όμως, κάποιοι πυλώνες ενός μεταμνημονιακού πολιτικού συστήματος;
Πρώτον και «εκ των ουκ άνευ». Ανεξαρτησία από το μερκελισμό. Κατάργηση όλων των μνημονιακών τροϊκανών πολιτικών δεσμεύσεων και λειτουργιών. Έξω η τρόικα από θεσμούς, υπουργεία και κράτος. Καμιά επιτροπεία. Δεν θα λειτουργεί μια χώρα για την εξυπηρέτηση των δανειστών. Δεύτερον, ριζικό χτύπημα στην καθεστωτική σαπίλα και διαφθορά. Απεξάρτηση του κράτους και των λειτουργιών του από τα πλοκάμια της. Όλα τα χαρακτηριστικά της «ελληνικής περίπτωσης» πρέπει να ξηλωθούν. Η διαπλοκή πολιτικού και επιχειρηματικού κόσμου με τις πολυεθνικές καθιέρωσαν ως «λογικά» τα απίστευτα ποσοστά κέρδους, τις αποικιοκρατικές συμβάσεις, τα σκάνδαλα, τη διάλυση του δημοσίου υπέρ του ιδιωτικού, το ξεπούλημα, τη φορολογική ασυλία. Όλα αυτά έθρεψαν μια μικρή και μεσαία διαπλοκή και δημιούργησαν -εξαγοράζοντας και δένοντας την κοινωνική συνείδηση- τις πελατειακές σχέσεις, την κομματοκρατία, την αναξιοκρατία, το χυδαίο και παγκάλειο «Μαζί τα φάγαμε».
Τρίτον, τιμωρία όσων οδήγησαν τη χώρα σε αυτή την κατάσταση. Αποκλεισμός από δημόσιες και κρατικές θέσεις. Πραγματική κάθαρση. Καμιά ασυλία και διαρκής απαίτηση για το πώς θα σταματήσει το «ανεξέλεγκτο» του πολιτικού προσωπικού.
Τέταρτον, πληροφόρηση-διαφάνεια-αλήθεια. Τίποτα στο σκοτάδι. Το Διαδίκτυο και οι νέες τεχνολογίες μπορούν να υποστηρίξουν έναν ορισμένο κοινωνικό έλεγχο. Ο περιορισμός των παράνομων ΜΜΕ, ο λόγος απευθείας στο λαό και όχι μόνο στους εκπροσώπους του -πραγματικούς ή δήθεν-, η άμεση εκπροσώπηση των κινημάτων, το σπάσιμο του μονοπώλιου αλλά και η κοινωνικοποίηση της ενημέρωσης.
Πέμπτον, ένα νέο Σύνταγμα, ως προϊόν μιας μεγάλης λαϊκής διαβούλευσης, που θα κατοχυρώνει τη λαϊκή θέληση.

Πίσω απ’ τη «σκόνη» των καταιγιστικών εξελίξεων

Χειρισμοί και αδιέξοδα σε ένα ομιχλώδες πεδίο

Του Κώστα Δημητριάδη

Είναι επιτακτική ανάγκη μέσα στον καταιγιστικό ρυθμό των εξελίξεων, να προσπαθούμε να επανερχόμαστε στη μεγάλη εικόνα, να αντιστεκόμαστε στη συντονισμένη προσπάθεια που κάνουν οι ιθύνοντες κύκλοι να κρύψουν «τι παίζεται» μέσα στη σκόνη που σηκώνουν οι πολιτικοί τους χειρισμοί και πίσω από το σοκ και δέος που προκαλεί ο –σκόπιμα– αδιάλειπτος βομβαρδισμός της κοινωνίας με νέα όλο και πιο επώδυνα μέτρα.
Ένα σημείο αφετηρίας: Όσα επιβάλλονται σε επάλληλους κύκλους από το μνημονιακό καθεστώς τα τελευταία χρόνια, συνιστούν μια ακραία βίαιη καταστροφή του κοινωνικού συμβολαίου με το οποίο συγκροτήθηκε η ελληνική κοινωνία από τη μεταπολίτευση του ’74 μέχρι πρόσφατα. Κατεδαφίζονται με εξαιρετικά οδυνηρό τρόπο για τη μεγάλη πλειοψηφία, όλες οι βασικές παραδοχές, όλοι οι τρόποι οργάνωσης πάνω στους οποίους οικοδομήθηκε η κοινωνική ζωή. Και, βέβαια, αξίζει να λεχθεί στο σημείο αυτό ότι όποιος θελήσει στα σοβαρά να ασχοληθεί με το θέμα της βίας, δεν μπορεί παρά να δει σ’ αυτή την αλυσίδα πράξεων βίας και επιβολής, το πρωταρχικό αίτιο κοινωνικής βίας και έντασης.
Αυτό, λοιπόν, το εντελώς ασυνήθιστης έκτασης και βάθους φαινόμενο χρεοκοπίας και αποδόμησης του κοινωνικού συμβολαίου, έχει ήδη τροφοδοτήσει μια εντυπωσιακή κρίση του πολιτικού συστήματος, οδηγώντας στην απονομιμοποίησή του στη συνείδηση ευρύτατων τμημάτων της κοινωνίας.
Για το καθεστώς των μνημονίων, υπήρξε ευθύς εξαρχής κομβικής σημασίας επιδίωξη (και ιδιαίτερα μετά το κίνημα των πλατειών, πολύ περισσότερο δε μετά την εκλογική εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ το 2012) ο χειρισμός αυτού του άλλοτε υπόγειου και άλλοτε εκρηκτικά εμφανιζόμενου αντισυστημισμού και η αποτροπή του ενδεχομένου αυτός ο αντισυστημισμός να εκφραστεί πολιτικά, συνδεόμενος με την προοπτική μιας οικονομικής και κοινωνικής διεξόδου για τη χώρα.

Η εμμονή στα «δύο άκρα»
Με βάση αυτή την επιδίωξη πρέπει να ιδωθούν και οι πρόσφατοι κυβερνητικοί χειρισμοί και συγκεκριμένα το σχήμα ενιαίας λογικής που συνδυάζει την αιφνιδιαστική δίωξη της Χ.Α. με την εμμονή στη θεωρία των δύο άκρων.
Κύριος στόχος αυτής της πολιτικής είναι το στρίμωγμα, στα ασφυκτικά όρια που θέτει το πολιτικό σύστημα, των πολιτικών δυνάμεων (πρώτα από όλα του ΣΥΡΙΖΑ) που τείνουν να εκφράσουν μια πολιτική διεξόδου και η πάση θυσία διαμόρφωση ενός πολιτικού σκηνικού τέτοιου που να ακυρώνει τη συνάντησή τους με τα εκτεταμένα τμήματα της κοινωνίας που τοποθετούνται σήμερα «εκτός πολιτικού συστήματος».
Σε μία πρώτη φάση που δεν έχει οριστικά κλείσει ακόμα, το γενικότερο πρόβλημα της ανάγκης διεξόδου της χώρας εντοπίστηκε κυρίως στην ούτως ή άλλως αναγκαία απαίτηση δραστικής μείωσης του χρέους και στη συνακόλουθη εξίσου αναγκαία εναντίωση στα μνημόνια. Ήδη, όμως, γίνεται ορατό ότι τόσο η περικοπή του χρέους όσο και η μετάβαση σε μια μεταμνημονιακή φάση μπορεί πλέον να γίνει αντικείμενο χειρισμών και μιας σχετικοποιημένης, φαλκιδευτικής αντιμετώπισης τόσο από την κυβέρνηση και την τρόικα όσο και από άλλους παίκτες του κατεστημένου που δρουν στην κατεύθυνση της ενσωμάτωσης / εξημέρωσης του ΣΥΡΙΖΑ. Βέβαια τα περιθώρια που αφήνουν οι πιέσεις των δανειστών και ιδιαίτερα η γερμανική πολιτική, είναι υπερβολικά στενά για να οικοδομηθεί χωρίς ευρύτερες ρήξεις με το τροϊκανό καθεστώς, ένας απεγκλωβισμός με σοβαρό περιεχόμενο που να αντέχει μεσομακροπρόθεσμα. Όμως, δεδομένης της φθοράς που έχουν υποστεί οι μνημονιακές δυνάμεις, αλλά και κυρίως της έλλειψης ενός συνεκτικού διεθνούς κέντρου μέσα σε συνθήκες μιας πρωτοφανούς παγκόσμιας κλίμακας κρίσης με επίκεντρο τη Δύση, ο στόχος φαίνεται όλο και περισσότερο να είναι η βραχυπρόθεσμη παράταση-επιβίωση του μνημονιακού καθεστώτος και η παράλληλη άσκηση συντονισμένης πίεσης στον ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να μπει σε μια διαδικασία ενσωμάτωσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, το κέρδος σε χρόνο έστω και ολιγόμηνο γίνεται καθοριστικής σημασίας για την επιβίωση του τροϊκανού καθεστώτος, καθώς πολλαπλασιάζει την ευχέρεια ελιγμών αναδιάταξης του πολιτικού συστήματος και ταυτόχρονα επενδύει στην κάμψη και τη φθορά της δυνατότητας της κοινωνίας να προβάλει αποτελεσματική αντίσταση.

Αστάθμητος παράγοντας ο «Κανένας»
Οι αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κάθε φορά απάντηση που δίνουν στο ερώτημα ποιος προηγείται με βραχεία κεφαλή. Είναι κυρίως κατατοπιστικές για την αποκάλυψη μιας εικόνας ασταθούς ισορροπίας με εμφανιζόμενη την κόπωση και των δύο αντιμαχόμενων μερών. Είναι, επίσης, αποκαλυπτικές για το βάρος που αποκτά ο «Κανένας», ο όλο και πιο αστάθμητος «χαοτικός» παράγοντας που εκφράζει τη μη εκπροσωπούμενη πολιτικά μερίδα της κοινωνίας.
Σήμερα λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κόσμος του βρίσκεται σε κομβικό σημείο. Δρώντας μέσα σε ένα νέο πολιτικό τοπίο όπου τείνει να κυριαρχήσει το δίλημμα «Υποταγή και ενσωμάτωση ή χάος», είναι εμφανές ότι πρέπει να πάψει να εμφανίζεται στα μάτια της κοινωνίας σαν μια καλύτερη εκδοχή εν αναμονή διαχείρισης μέσα στα όρια, με τις παραδοχές και τη λογική που θέτει το πολιτικό σύστημα που σαπίζει. Η εναντίωση σ’ αυτό το σύστημα γίνεται πρωτεύων όρος για την άσκηση μιας πραγματικής πολιτικής διεξόδου.
Και με αυτή την έννοια, ακριβώς μια τέτοια πολιτική που επιδιώκει να συγκροτήσει ένα πλατύ πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα διεξόδου, είναι που αποτελεί την καλύτερη αποτροπή του χάους, της έντασης και της βίας. Μια πολιτική που δεν σχετίζεται με την εύκολη ρητορική, αλλά με τη σοβαρή προσπάθεια να οργανωθεί μια αδιαμεσολάβητη σχέση με την κοινωνία που ασφυκτιά.