Όσοι περισσεύουν

ΟΣΟΙ ΠΕΡΙΣΣΕΥΟΥΝ

Του Φώτη Τερζάκη

Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος οικονομολόγος για να καταλαβαίνει την αντίστροφη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο σκληρό νόμισμα και την ανεργία, ή τη συνάρτηση του ελεγχόμενου πληθωρισμού -αυτό που λέμε χαλαρή νομισματική πολιτική- με τον στόχο της πλήρους απασχόλησης· και αν δεν το καταλαβαίνει, εν πάση περιπτώσει, κάθε οικονομολόγος, οιασδήποτε σχολής, θα του το βεβαιώσει ως εμπειρική εξίσωση.

Το κύριο ζήτημα είναι να καταλαβαίνουμε πώς οι τυφλές εξισώσεις της οικονομικής «επιστήμης» μεταφράζονται σε αληθινούς πραξεολογικούς όρους, δηλαδή σε επιλογές ηθικού και πολιτικού χαρακτήρα.

Τi σημαίνει η επιλογή για ισχυρό νόμισμα; Θα το καταλάβει κανείς εάν θέσει το ερώτημα ποιον συμφέρει να διαθέτει ισχυρό νόμισμα. Πρώτον, συμφέρει εκείνον ο οποίος ήδη κατέχει μεγάλες ποσότητες χρήματος, του οποίου η αγοραστική αξία θα μειωθεί ονομαστικά με μια ενδεχόμενη υποτίμησή του· είναι κατ’ αρχήν η απαίτηση του κεφαλαιούχου, σαν να λέμε. Δεύτερον, συμφέρει ιδίως εκείνον του οποίου τα κέρδη βασίζονται όχι τόσο στην απόσπαση υπεραξίας από την εργασία άλλων (δηλαδή τον παραγωγικό επενδυτή) αλλά στη χρηματοοικονομική δραστηριότητα, στον βαθμό που το νόμισμα το οποίο ελέγχει επιβάλλεται ως συναλλαγματικό αποθεματικό. Και αυτό επειδή το συμφέρον του πρώτου (του παραγωγικού επενδυτή) εξαρτάται ταυτόχρονα από τη δυνατότητα να μετατρέπει τα παραγόμενα εμπορεύματα σε χρήμα (δηλαδή: να πουλάει), δυνατότητα η οποία πλήττεται από τη μείωση της γενικής αγοραστικής δύναμης, που είναι μία από τις συνέπειες της αυξανόμενης ανεργίας: άρα, η ανάγκη για ισχυρό νόμισμα μεσολαβείται γι’ αυτόν από την αντίθετη ανάγκη της γενικής απασχόλησης – πράγμα που δεν ισχύει καθόλου για τον δεύτερο. Υπό αυτή την έννοια, μια έμμονη πολιτική ισχυρού νομίσματος είναι πάντα δείκτης κυριαρχίας του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου (ή του χρηματοπιστωτικού τομέα εν γένει) επί του βιομηχανικού κεφαλαίου και των παραγωγικών επενδύσεων.

Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση της Ευρωζώνης. Μια σύγκριση της τρέχουσας οικονομικής της πολιτικής με την αντίστοιχη αμερικανική είναι άκρως αποκαλυπτική. Η χαλαρότερη νομισματική πολιτική που επιδεικνύουν οι ΗΠΑ στη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης δεν σημαίνει, βέβαια, ότι το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο είναι λιγότερο δεσπόζον στην αμερικανική σκηνή· οφείλεται σε δύο άλλους διαφοροποιητικούς όρους. Πρώτον, οι ΗΠΑ διατηρούν οπωσδήποτε αρκετά προστατευμένη την παραγωγική τους βάση, αυτή ακριβώς την οποία επιδιώκουν να καταστρέψουν στις ζώνες επιρροής τους εντάσσοντάς τες σε έναν υπερεθνικό καταμερισμό εργασίας υπό τον δικό τους έλεγχο (πράγμα που εντός Ευρωζώνης κάνει επίσης, σε μικρογραφία, η Γερμανία). Δεύτερον, όμως, οι ΗΠΑ είναι σε θέση να επιβάλουν το νόμισμά τους ως διεθνές συναλλαγματικό αποθεματικό και με άλλους, μη οικονομικούς τρόπους: με τρόπους στρατηγικούς ή στρατιωτικούς, επιβάλλοντας δηλαδή την εξαναγκασμένη συνεργασία με άνισους οικονομικούς όρους σε εκτεταμένες ζώνες του πλανήτη μέσ’ από ωμούς γεωπολιτικούς εκβιασμούς. Αυτό ακριβώς δεν μπορεί να κάνει η Ευρώπη, της οποίας το κύριο μέσο ισχύος παραμένουν οι χρηματοπιστωτικές στρατηγικές.

Από τη στιγμή που η πολιτική ισχυρού νομίσματος συνδέεται με μια επιλογή περιστολής της διαδικασίας παραγωγής, και άρα της βάσης εργασίας, πρακτικά αυτό σημαίνει ότι στη σημερινή Ευρώπη, περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, περισσεύουν άνθρωποι. Και, σύμφωνα με την παραπάνω εκτίμηση, λιγότερο στην ίδια τη Γερμανία (που διατηρεί για τον εαυτό της το προνόμιο ενός σφριγηλού παραγωγικού τομέα) απ’ όσο στα υπόλοιπα μέρη της ηπείρου, ήδη καταδικασμένα στην παραγωγική συρρίκνωση και κάτω από ασφυκτική χρηματοοικονομική πίεση-εργαλείο της οποίας είναι το «ισχυρό» ευρώ. Και όταν περισσεύουν άνθρωποι, πρέπει να τους αναλώσεις, να τους εξαφανίσεις. Αυτή είναι η δομική αιτία, πιστεύω, των εφιαλτικών μισοξενικών ανακλαστικών μιας Ευρώπης που γίνεται μέρα με την ημέρα -και τόσο περισσότερο όσο αποσυντίθεται οικονομικά και κοινωνικά η ίδια- εκείνο το αόρατο στρατόπεδο συγκεντρώσεως από του οποίου τον εφιάλτη δεν ξύπνησε ποτέ.

Τα όσα ανήκουστα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στα σύνορα της Ευρώπης με τις ανατιναγμένες από τον πόλεμο περιοχές τής Εγγύς Ανατολής -όπου ατυχώς βρίσκεται τοποθετημένη η Ελλάδα- είναι αποτέλεσμα αυτής της βαθύτερης δομής του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, που απαιτεί την κανονική εξόντωση ανθρώπων σε αυξανόμενους αριθμούς, και όχι βέβαια μια συνωμοσία εις βάρος ειδικά της Ελλάδας (κατά την παρανοϊκή εμμονή δεξιών και «αριστερών» εθνοπατριωτών). Το αληθινό πρόβλημα είναι, όμως, ότι η εν λόγω συνθήκη γεννάει de facto κινδύνους για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, ακόμη και αν δεν αποτελούσε αυτό μέρος των αρχικών σχεδιασμών. Υπάρχει βεβαίως ανάγκη για μια διορατική εθνική γεωπολιτική ικανή ν’ αποτρέψει τέτοιους κινδύνους, το κρίσιμο ερώτημα είναι όμως προς ποιου το συμφέρον. Οι εγχώριες δυνάμεις -εξίσου «εθνικές» κατά τη δική τους ερμηνεία- που συνωμότησαν για να εξουδετερώσουν μια ρήξη με τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς κυριαρχίας πριν καν εκδηλωθεί (1) έχουν κάνει προ πολλού τις επιλογές τους: η οικονομική υποτέλεια της χώρας, που είναι εξόχως συμβατή με τα δικά τους συμφέροντα και γι’ αυτό θα την υπερασπιστούν μέχρι θανάτου, έχει ήδη εκμηδενίσει κάθε συμβατική έννοια «εθνικής κυριαρχίας» – και η διαδικασία αυτή είναι αδιαχώριστη όψη εκείνου που αποκαλούμε ακόμα με ανοϊκή έπαρση (που αποκαλούσε ανέκαθεν μια λιμασμένη για συμβιβασμό «ευρωκομμουνιστική» Αριστερά) «ευρωπαϊκή πορεία της χώρας». Υπό αυτές τις συνθήκες, το τι θα συμβεί στα εξωτερικά σύνορα είναι απλώς θέμα τύχης· θα εξαρτηθεί από το παιχνίδι αστάθμητων δυνάμεων απέναντι στις οποίες σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος της χώρας (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) έχει επιλέξει να μην αντισταθεί, ούτε καν συμβολικά.

(1) Αναφέρομαι ειδικά εδώ στην τρομακτική ομολογία τού Γιάννη Στουρνάρα στον Αλέξη Παπαχελά, στις 12 Ιανουαρίου 2016 από το κανάλι τού Σκάι, ότι το καλοκαίρι αυτής της χρονιάς, στην πιο δραματική φάση της διαπραγμάτευσης των κυβερνητικών στελεχών με το ευρωπαϊκό διοικητήριο, συνωμοτούσε με πρώην πρωθυπουργούς και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να ορθώσουν ένα «τείχος προστασίας» απέναντι σε ενδεχόμενη επιλογή της κυβέρνησης να εγκαταλείψει το ευρώ! Η φυσικότητα με την οποία έγινε δεκτή δημοσίως μια τέτοια δήλωση, που ισοδυναμεί με αποκάλυψη πραξικοπήματος, δείχνει σε ποιον βαθμό το «βαθύ κράτος» αυτής της χώρας (στο οποίο μπορούμε να προσθέσουμε, εύκολα, το Συμβούλιο Επικρατείας, ανώτατα διοικητικά στελέχη, επιχειρηματικούς ομίλους και μεγιστάνες των Μέσων Ενημέρωσης) έχει εκμηδενίσει προ πολλού οιαδήποτε έννοια αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και οιαδήποτε έννοια πολιτικής. Μπορεί η «Aριστερά» να έσβησε το έθνος από το λεξιλόγιό της, όπως λένε κάποιοι, αλλά ο εχθρός φοράει τα εθνικά χρώματα – όπως πάντα.