Πορτογαλικά «μηνύματα» και «ριζοσπαστικά» συμπεράσματα

Του Γιάννη Μουσουλίδη

Με αφορμή τα άρθρα-παρεμβάσεις των κυρίων Μπίστη και Λιάκου σχετικά με τα εκλογικά αποτελέσματα στην Πορτογαλία και σε συνάρτηση με τη γενικότερη συζήτηση για το επικείμενο συνέδριο ΣΥΡΙΖΑ, μπορούν να διατυπωθούν τα παρακάτω συμπεράσματα:

Α. Η χρήση των πολιτικών συσχετισμών άλλων χωρών, για να στοιχειοθετηθεί άποψη περί της εκλογικής στρατηγικής, της πολιτικής τακτικής και κυρίως της ενδεδειγμένης φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ατυχής και κυρίως επικίνδυνη για τον ΣΥΡΙΖΑ για τους παρακάτω λόγους:

1. Οι διαιρετικές τομές που χαρακτηρίζουν κάθε κοινωνία είναι διαφορετικές και εδράζονται σε ιστορικές «μνήμες», διαφορετικό βαθμό ολοκλήρωσης του καπιταλισμού, διαφορετικό βαθμό εξάρτησης από την παγκοσμιοποιημένη οικονομία και αρκετούς ακόμα παράγοντες που δεν είμαι και ο πιο ειδικός να αναλύσω. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι ιδεολογικό-πολιτικές ταυτίσεις με βάση τον αυτό-προσδιορισμό κάθε κόμματος ανά τον κόσμο, δεν προσφέρονται για ασφαλή συμπεράσματα κοινωνικών διεργασιών που δεν επιδρούν σε όλες τις κοινωνίες και σε όλα τα εκλογικά σώματα με τον ίδιο τρόπο. Τα «ριζοσπαστικά» κόμματα της Αριστεράς στην Ελλάδα δεν έχουν και δεν θα μπορούσαν να έχουν τις ίδιες προτεραιότητες με άλλα ριζοσπαστικά κόμματα της Αριστεράς στην Ευρώπη. Άρα η συνεπαγωγή «το Bloco στην Πορτογαλία έπεσε άρα ο ΣΥΡΙΖΑ θα πέσει» είναι επιεικώς ατελής. Στην Ελλάδα το φαινόμενο πτώσης του ΠΑΣΟΚ δεν οδήγησε τη Δεξιά στην εξουσία, αλλά, αντίθετα από ό,τι όλη η Ευρώπη ανέμενε, οδήγησε στην εξουσία τον ΣΥΡΙΖΑ. Έγιναν οι Έλληνες, «αριστεροί ριζοσπάστες» από το 2012 και έως το 2015; Προφανώς και όχι. Μήπως το παράδειγμα της Ελλάδας επαναλήφθηκε από άλλα ριζοσπαστικά κόμματα της Αριστεράς στην Ευρώπη την περίοδο 2012-2015; Όχι ούτε αυτό έγινε. Η πτώχευση του 2010  αποκάλυψε ανάγλυφα την αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να εκφράσει τις προσδοκίες των λαϊκών στρωμάτων, καθώς είχε μετατραπεί ήδη από τη δεκαετία του ’90 σε κόμμα τύπου «καρτέλ». Εάν σήμερα κάποιοι εντός του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, θεωρούν ότι οι επιπτώσεις των μνημονιακών πολιτικών έχουν πλέον παρέλθει και η κοινωνία αναζητά «μεταρρυθμίσεις με σταθερότητα»,  αγνοούν επιδεικτικά την επίδραση της διεύρυνσης των ανισοτήτων στην καθημερινότητα των εργαζομένων. Ο λόγος ύπαρξης της Αριστεράς δεν είναι οι «μεταρρυθμίσεις με σταθερότητα» αλλά η αλλαγή του οικονομικού μοντέλου.

2. Κάθε προσπάθεια διαχωρισμού της Αριστεράς σε μεταρρυθμιστική και ριζοσπαστική στερείται ιδεολογικής βάσης και αποτελεί λάθος ακόμα και με όρους πολιτικού marketing. Για αυτούς που θεωρούν την πολιτική ως προϊόν (δεν ανήκω σε αυτούς), βασικός κανόνας είναι η κατοχύρωση ταυτότητας του προϊόντος. Βασικά συστατικά της ταυτότητας του προϊόντος, αποτελούν η ιστορική του διαδρομή (επιδρά στην αξιοπιστία του), και το περιεχόμενο του (επιδρά στην ποιότητα του). Χαρακτηριστικά του προϊόντος όπως η συσκευασία του (επιδρά στην επικοινωνία του με το κοινό), το κόστος αγοράς του συναρτήσει του περιεχομένου του, αποτελούν στοιχεία που επιδέχονται βελτίωσης, αλλά δεν αποτελούν ταυτοτικά στοιχεία. Υπό αυτή την έννοια ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να διαφυλάξει τις ιστορικές του καταβολές και να βελτιώσει το περιεχόμενο του (θέσεις). Όταν η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από αλλαγές που αφορούν την ταυτότητα του κόμματος αντανακλούν μοιραία την επιθυμία δημιουργίας άλλου προϊόντος. Είναι επιθυμητή η δημιουργία άλλου προϊόντος πολιτικής; Ορθολογική απάντηση σε ψευδo-ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί καθώς η πολιτική δεν είναι προϊόν. Η Αριστερά δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε ένα κόμμα καρτέλ, όχι γιατί δεν το θέλουν κάποιοι, αλλά γιατί θα πάψει να είναι Αριστερά.

Β. Η πλειοψηφούσα πεποίθηση των πολιτών, αλλά και μερίδας οργανωμένων μελών του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν περπατάει» παρά την επέλαση της ΝΔ σε θεσμούς οικονομία και δικαιώματα. Η εξήγηση σε αυτή την κοινή διαπίστωση είναι πολύ-παραγοντική.

1. Ο ΣΥΡΙΖΑ το 2012-2015 ιδεολογικοποιούσε την εξήγηση του για τη χρεοκοπία της χώρας και πρότεινε ρήξεις που είχαν ως στόχο την απαλλαγή από τις αιτίες που οδήγησαν  σε αυτήν. Μια αξιολόγηση της κυβερνητικής πορείας γίνεται υπό το πρίσμα του «είπαμε πολλά που δεν μπορούσαμε να κάνουμε» και μία άλλη υπό το πρίσμα «δεν κάναμε όσα έπρεπε και μπορούσαμε». Η αποδοχή της πρώτης εκδοχής αξιολόγησης οδηγεί αναπόδραστα στην παραδοχή ότι οι αριστερές προτάσεις μπορεί να είναι καλές αλλά δεν μπορούν να ευοδωθούν σήμερα κ.λπ. Η αποδοχή της δεύτερης εκδοχής είναι η ορθή στάση  ενός αριστερού κόμματος καθώς με αυτή την εκδοχή αξιολογεί τα λάθη του και τις ολιγωρίες του, χωρίς να θέτει υπό αμφισβήτηση τους στρατηγικούς στόχους του. Δυστυχώς  από το 2019 και μετά, η εκφορά του πολιτικού λόγου του ΣΥΡΙΖΑ είναι από-ιδεολογικοποιημένη σε μεγάλο βαθμό, ωσάν να αμφισβητεί ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ τους στρατηγικούς στόχους του. Οι αιτίες της χρεοκοπίας του 2010, όχι μόνον είναι παρούσες σήμερα, αλλά επιταχύνουν την πορεία προς μια δεύτερη χρεοκοπία ακόμα πιο επώδυνη. Απέναντι σε αυτή τη βεβαιότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ παλινδρομεί μεταξύ της «υπεύθυνης αντιπολίτευσης» και της «συγκρουσιακής αντιπολίτευσης», χάνοντας την ουσία της πολιτικής   που είναι οι καθαρές και αντιστοιχισμένες με τις τάξεις που θες να εκπροσωπήσεις θέσεις.

2. Για να έχουν επίδραση οι θέσεις ενός κόμματος στη διαμόρφωση του πολιτικού κλίματος, με συνεπαγωγή την επανά-συσπείρωση των δυνητικών ψηφοφόρων του, πρέπει να εδράζονται στις πολιτικές του καταβολές και διακηρύξεις να έχουν δηλαδή «ταυτότητα». Για παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλει την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ αλλά δεν λέει ότι θα την επανά-κρατικοποιήσει. Αντιλαμβάνομαι την τεχνοκρατική θεώρηση του ότι «δεν λέμε κάτι, εάν δεν ξέρουμε ακόμα το πως». Όμως την ίδια στιγμή της καταγγελίας, ο ΣΥΡΙΖΑ με στόμφο αναφέρει ότι σε πολλές χώρες της Ευρώπης επανά-κρατικοποιούνται εταιρείες δημοσίου συμφέροντος, χωρίς όμως να δηλώνει ταυτόχρονα ότι θα κάνει και αυτός το ίδιο. Εάν ο  ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί, ότι αυτό δεν γίνεται αντιληπτό από τους πολίτες, τότε έχει σοβαρότερο πρόβλημα από αυτό που τυχόν εκτιμά. Άλλο παράδειγμα στρουθοκαμηλισμού αποτελεί η  εκφορά του λόγου του σε σχέση με τις ανισότητες. Λέει ότι θα καταπολεμήσουμε τη διεύρυνση των ανισοτήτων χωρίς να λέει όμως τίποτα για την αύξηση της φορολογίας του  Κεφαλαίου. Αντιλαμβάνομαι την πολιτική τακτική να μην φοβίσει τους «αυριανούς επενδυτές», αλλά ο ελληνικός λαός δεν είναι αμβλύνους και διαισθάνεται ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ  μπορεί να υποκύψει, όπως υπέκυψε και το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80. Μιλάει ο ΣΥΡΙΖΑ για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης αλλά δεν έχει διατυπώσει τίποτα ακόμα για μεταρρυθμίσεις στη δομή και λειτουργία αυτής, ωσάν να μην γνωρίζει ότι το πιο «μακρύ»  και επιδραστικό «χέρι» του συστήματος εξουσίας είναι εκεί. Όποιον πολίτη και να ρωτήσει κανείς την ίδια αίσθηση για την Δικαιοσύνη θα εκφράσει. Στον αντίποδα αυτής της εμπεδωμένης σε μεγάλο βαθμό αίσθησης των πολιτών, ο ΣΥΡΙΖΑ ενδύεται με το κοστούμι  «θεσμικό κόμμα»… Συμπερασματικά, δεν πείθει έως τώρα, όχι γιατί δεν τον προβάλλουν θετικά τα ΜΜΕ (ούτε το 2012-2015 τον πρόβαλλαν), αλλά γιατί λέει τη μισή αλήθεια. Τα παραδείγματα της «μισής αλήθειας» είναι πολλά και εύκολα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι  δεν έχει ακόμη μεταφράσει σωστά τις κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται στην ελληνική κοινωνία.

Γ. Εφόσον συμβαίνουν όλα τα παραπάνω, τότε το κάθε απλό μέλος του ΣΥΡΙΖΑ αναρωτιέται «τι κάνουμε στο συνέδριο σύντροφοι;» Αυτό είναι ίσως το πιο εύκολο προς απάντηση ερώτημα. Η ψυχή του ΣΥΡΙΖΑ είναι οι εργαζόμενοι στο εργοστάσιο, στη μικρή  και μεγάλη επιχείρηση, οι νέοι -άνεργοι ως επί το πλείστον-, οι αυτοαπασχολούμενοι. Η πλειοψηφία αυτών, γνωρίζει ποιος πολιτικός χώρος τους εκφράζει. Σήμερα τον χώρο αυτόν τον καλύπτει ο ΣΥΡΙΖΑ, αύριο κάποιος άλλος φορέας, πάντα ο λαός αναδεικνύει αυτόν (τον  φορέα) που θα οδηγεί τον χώρο που τον εκφράζει καλύτερα. Η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας είναι απολύτως σημαντική, αλλά όχι με αντάλλαγμα την  απεμπόληση του στρατηγικού στόχου της Αριστεράς. Η σύνθεση μιας πολιτικής στρατηγικής, που θα εξασφαλίζει και τη δυνατότητα κατάκτησης της κυβέρνησης και της  διατήρησης της ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να αποτελεί τον στόχο του συνεδρίου. Η διατήρηση της ταυτότητας δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά αντίθετα όρο πολιτικής επιβίωσης του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως όρο εξόδου της ελληνικής κοινωνίας από την παρατεταμένη οικονομική και αξιακή κρίση. Η διαμόρφωση 5-6 προτάσεων με αιχμές και  με ισχυρή ιδεολογική βάση, αποτελεί τον βέλτιστο τρόπο για να επικοινωνηθεί το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ στους πολίτες. Είναι εύκολο κάτι τέτοιο; Όχι δεν είναι. Σίγουρα όμως είναι ευκολότερο και αποδοτικότερο πολιτικά από την προσπάθεια να εμπεδωθεί στα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ η αντίληψη ότι όλα τα προβλήματα των πολιτών θα λυθούν αν συμμετέχουν άμεσα τα μέλη στην εκλογή προέδρου και Κ.Ε. Η ελληνική κοινωνία αναζητά  λύσεις για την ακρίβεια, το μέλλον των παιδιών της, το φυσικό, θεσμικό, και εργασιακό περιβάλλον που την καταπιέζει καθημερινά. Αυτές τις λύσεις πρέπει να δώσει το συνέδριο  του ΣΥΡΙΖΑ και όχι υλικό για μια εβδομάδα στα δελτία των 8.