ΤΟ ΥΠΕΡΛΟΜΠΙ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ
Οι τράπεζες, η Κομισιόν και η ΕΚΤ
Του Γιώργου Βασσάλου,
Διδάσκοντος Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Λιλ
Η δεκαετία που ακολούθησε τη μεγάλη κρίση του 2008 ανέδειξε το εξής: η πολιτική δύναμη που συσσώρευαν από τη δεκαετία του ’70 οι ιδιωτικές τράπεζες και οι υπόλοιποι χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί ήταν τόσο μεγάλη που άντεξε ακόμη και την καταφανή κατάρρευση της βασικής υπόθεσης στην οποία η χρηματοπιστωτική απελευθέρωση στήριζε τη δημόσια δικαιολόγησή της: η ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών αγορών δεν ωφελεί αναγκαστικά την πραγματική ανάπτυξη.
Η οικονομική δύναμη του χρηματοπιστωτικού τομέα σίγουρα αποτελεί σημαντικό κομμάτι της εξήγησης του γιατί έγινε αυτό. Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος στο σύνολό του βγάζει περισσότερα κέρδη από κάθε άλλο κλάδο βιομηχανικό ή υπηρεσιών, ενώ οι υπόλοιποι κλάδοι βασίζονται στον χρηματοπιστωτικό για τη χρηματοδότησή τους. Τα περιουσιακά στοιχεία του τραπεζικού τομέα μόνο είναι τρεις φορές το ΑΕΠ της ΕΕ.
Η οικονομική αυτή δύναμη μπορεί να αγοράζει και λομπίστες. Εξού και ο χρηματοπιστωτικός κλάδος έχει την ισχυρότερη εκπροσώπηση από κάθε άλλον ενώπιον της ΕΕ: περίπου 500 λομπίστες είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Διαφάνειας των ευρωπαϊκών θεσμών ως εκπρόσωποί του. Μαζί με τους μη εγγεγραμμένους υπολογίζονται στους 1.700. Καμία εκ των χημικής, πετρελαϊκής ή στρατιωτικής βιομηχανίας δεν πλησιάζει ένα τέτοιο μερίδιο στους συνολικά 26.000 λομπίστες των Βρυξελλών, ούτε η αυτοκινητοβιομηχανία ούτε τα πληροφορικά συστήματα (Google, Facebook κ.λπ.).
Οι δύο αυτές εξηγήσεις ωστόσο δεν είναι αρκετές για να καταλάβουμε πώς μια κρίση όπως του 2008 που οδήγησε στη λήψη έκτακτων μέτρων, κάποια από τα οποία όπως η ποσοτική χαλάρωση θα λήξουν μόλις φέτος, δεν οδήγησε σε δραστική μείωση της δύναμης των τραπεζών όπως είχε γίνει μετά την κρίση του 1929.
Πολιτικές επιλογές όπως η ανεξαρτητοποίηση των κεντρικών τραπεζών από κυβερνήσεις και κοινοβούλια, η κατάργηση της υποχρεωτικής χρηματοδότησης των κρατών από τις τράπεζες και η δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής «αγοράς των αγορών» είχαν αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της κρατικής οικονομικής πολιτικής να μην ασκείται πλέον μόνο από το κράτος αλλά από κοινού με τις αγορές:
– H νομισματική κυκλοφορία και τα επίπεδα πληθωρισμού. Οπως έχει δημόσια παραδεχτεί ο Μάριο Ντράγκι «η μεγάλη πλειοψηφία του κυκλοφορούντος χρήματος δημιουργείται από τις ιδιωτικές τράπεζες».[1] Η προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να κρατήσει τον πληθωρισμό σε επίπεδο «ελαφρώς χαμηλότερο του 2%» ελάχιστα έχει να κάνει με την κυκλοφορία μετρητών και βασικά έχει να κάνει με τον καθορισμό των συνθηκών μέσα στις οποίες δανείζουν οι τράπεζες. Τα τελευταία χρόνια η ΕΚΤ προσπαθεί να δώσει κίνητρα στις τράπεζες να δανείσουν περισσότερο, χωρίς όμως οι μεγαλύτερες από αυτές να διακινδυνεύσουν τη θέση τους στην αγορά, αλλά αντίθετα προωθώντας παράλληλα τη συγκεντροποίηση του τραπεζικού τομέα.
– Η χρηματοδότηση των κρατών. Η ΕΚΤ και τα κράτη είναι και συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές ως πωλητές ομολόγων και δανειστές repos. H EKT και τα κράτη δανείζουν τις τράπεζες και δανείζονται από αυτές.
– Η κατανομή των επενδυτικών πόρων. Στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο ο ρόλος του στρατηγικού επενδυτή δεν ανήκει στο κράτος. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές θεωρούνται ο πιο αποτελεσματικός μηχανισμός κατανομής επενδύσεων με βάση την υπόθεση πως θεωρείται παραγωγικό και ωφέλιμο για την κοινωνία ό,τι είναι κερδοφόρο. Το κράτος –εδώ και δύο δεκαετίες βασικά η ΕΕ– πρέπει να εξασφαλίσει την ύπαρξη του νομικού πλαισίου που επιτρέπει την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών.
Η ΕΚΤ λοιπόν προσπαθεί να εγγυηθεί τη σταθερότητα των τιμών και την «ομαλή» χρηματοδότηση των κρατών συμμετέχοντας στις αγορές και στηρίζοντάς τες με ρευστότητα όταν χρειάζεται και η Κομισιόν συντάσσει τη νομοθεσία της ΕΕ με γνώμονα πώς θα πετύχει τη «βέλτιστη» λειτουργία των αγορών.
Για την εκτέλεση των καθηκόντων τους ΕΚΤ και Κομισιόν συνεργάζονται σε καθημερινή βάση με τα στελέχη των τραπεζών και των άλλων χρηματοπιστωτικών εταιρειών. Οι σχέσεις τους με άλλου είδους συμφέροντα (συνδικάτα, καταναλωτές, ακαδημαϊκούς κ.λπ.) είναι ανύπαρκτες στην περίπτωση της ΕΚΤ και περιθωριακές στην περίπτωση της Κομισιόν.
Η ΕΚΤ απασχολεί 3.500 υπαλλήλους αλλά κινητοποιεί και 518 εξωτερικούς ειδήμονες που συγκροτούν τις 22 συμβουλευτικές ομάδες της. Το 98% αυτών είναι λομπίστες του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού τομέα (λεπτομέρειες στο Kommon.gr «Η ΕΚΤ παραδομένη στους λομπίστες των ιδιωτικών τραπεζών»).
Η Γενική Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Ρύθμισης της Κομισιόν (DG FISMA) απασχολεί 300 με 350 υπαλλήλους αλλά κινητοποιεί και 145 μη κυβερνητικούς συμβούλους, 83 εκ των οποίων είναι λομπίστες του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού τομέα (57%). Επιπλέον, το 92% των ραντεβού των υπαλλήλων της DG FISMA με ομάδες συμφερόντων είναι με εταιρικά λόμπι.
Δεν είναι όμως μόνο με ποιον διαβουλεύονται οι μη εκλεγμένες αυτές γραφειοκρατίες της ΕΕ που είναι ενδιαφέρον. Οι καριέρες των ίδιων των στελεχών της ΕΕ μας δείχνουν κάτι παραπάνω για τις σχέσεις τους με τις χρηματοπιστωτικές εταιρείες.
Πρόσφατη μελέτη που δημοσίευσα με το Παρατηρητήριο της Ευρώπης των Πολυεθνικών (δείτε «Περιστρεφόμενες πόρτες Τραπεζών-Κομισιόν: ένα δομικό χαρακτηριστικό της λειτουργίας της ΕΕ» στο info-war.gr) δείχνει:
– Τέσσερις από τους πέντε διευθυντές της DG FISMA από την κρίση του 2008 και μετά –όταν έφυγαν από την Κομισιόν– βρήκαν εργασία σε χρηματοπιστωτικές εταιρείες ή εταιρείες λόμπινγκ που τις εκπροσωπούν (μεταξύ τους και δύο στελέχη που πέρασαν από την task force της τρόικας στην Ελλάδα).
– Συνολικά, ένας στους τρεις περίπου (19 στους 61) από τους ανθρώπους που στελέχωσαν τα ανώτερα κλιμάκια της DG FISMA[2] την περίοδο 2008-17 είτε δούλεψαν σε ιδιωτικές χρηματοπιστωτικές εταιρείες προτού μπουν στην Κομισιόν είτε αφού άφησαν την Κομισιόν.
– Τέλος, δύο στους τρεις επιτρόπους που είχαν την αρμοδιότητα της ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών αγορών μετά την κρίση κατέληξαν στα τραπεζικά λόμπι επίσης, συν έξι ακόμη πρώην επίτροποι με άλλα χαρτοφυλάκια (συμπεριλαμβανομένου του Μπαρόζο).
Αντίστοιχη έρευνα για τους διοικητικούς προϊστάμενους της ΕΚΤ δεν έχει γίνει ακόμη, αλλά ο κοινωνιολόγος Φρεντερίκ Λεμπαρόν έχει δείξει ότι το 15,6% των μελών των διοικητικών της συμβουλίων στην πρώτη δεκαετία της ύπαρξής της (1999-2009) προερχόταν από ιδιωτικές τράπεζες (Lebaron 2012, p. 121).
Το πλαίσιο δράσης και η εργασιακή κουλτούρα των στελεχών ΕΚΤ και Κομισιόν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Η ΕΚΤ και η Κομισιόν είναι δύο διοικήσεις εντελώς ανεξάρτητες από εκλογικές διαδικασίες και υπόκεινται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο συμβουλευτικής μόνο φύσης. Σε ακραίες περιπτώσεις το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να διαλύσει το Κολέγιο των Επιτρόπων, όπως έκανε το 1999, κάτι που δεν ισχύει καθόλου για την ΕΚΤ. Οι μόνιμοι υπάλληλοί τους έχουν περισσότερη ανεξαρτησία από τους πολιτικούς απ’ ό,τι στο εθνικό επίπεδο. Κυρίως όμως το πνεύμα δημόσιου λειτουργού στο οποίο γαλουχούνται είναι πολύ ιδιαίτερο. Το «δημόσιο συμφέρον» ή η «κοινωνική πρόοδος» είναι λίγο κινεζικά γι’ αυτούς. Η «αποτελεσματικότητα της αγοράς» είναι η βασική γλώσσα που καταλαβαίνουν. Ως «κατεστημένα συμφέροντα» που πρέπει να πολεμηθούν βλέπουν τα εργατικά συνδικάτα που «νοθεύουν τον ανταγωνισμό» και όχι τις τράπεζες.
Το πώς θα βρουν «δίκαιες λύσεις» ανάμεσα στις διαφορετικές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και υποκλάδους που ανταγωνίζονται είναι το κύριο μέλημά τους. Η υπόλοιπη κοινωνία δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι επιχειρήσεις αυτές όμως δεν είναι μόνο οι βασικοί σύμβουλοι και συνομιλητές τους αλλά και οι πρώην ή/και μέλλοντες εργοδότες τους. Ο βασικός άξονας της καριέρας ενός σημαντικού μέρους των στελεχών της Κομισιόν και της ΕΚΤ δεν είναι η ευρω-υπαλληλία αλλά η χρηματοπιστωτική ρύθμιση. Και μια επιτυχημένη καριέρα στη χρηματοπιστωτική ρύθμιση περιλαμβάνει πόστα τόσο στους «ρυθμιστές» όσο και στους «ρυθμιζόμενους». Ενα ιδιωτικό συμβουλευτικό πόστο παράλληλα με πια παχυλή δημόσια σύνταξη στο τέλος της ζωής είναι το απόλυτο έπαθλο και η έρευνα μας δείχνει ότι η πλειονότητα τόσο της διοικητικής (γενικοί διευθυντές) όσο και της πολιτικής (επίτροποι) ηγεσίας της τελευταίας δεκαετίας δίνουν τον τόνο ως προς αυτό.
Ως αποτέλεσμα, στα μεσαία κλιμάκια έχουμε, για παράδειγμα:
– Πρώην στέλεχος της BNP Paribas να εργάζεται στην ομάδα συντονισμού σε επίπεδο ΕΕ της διάσωσης της ίδιας της BNP και δεκάδων άλλων τραπεζών.
– Πρώην τρέιντερ της Lehman Brothers να δουλεύει πάνω στο κύριο νομοθετικό σχέδιο αναμόρφωσης της δομής των αγορών της ΕΕ και «βελτίωσης της διαφάνειάς» τους.
– Πρώην στέλεχος του γίγαντα διαχείρισης χαρτοφυλακίων State Street να δουλεύει πάνω στην ίδια νομοθεσία ως υπάλληλος της Κομισιόν και στη συνέχεια να πηγαίνει στην τράπεζα Nordea ως υπεύθυνη συμμόρφωσης με τη νομοθεσία αυτή.
– Στέλεχος της Κομισιόν να γίνεται αρχιλομπίστας της Deutsche Bank και στη συνέχεια να προσλαμβάνεται ως δεξί χέρι του αρμόδιου επιτρόπου Τζον Χιλ.
– Στέλεχος της Κομισιόν να παίρνει απόσπαση στην τσεχική προεδρία και να αρχίζει να διαπραγματεύεται για λογαριασμό της την πρώτη νομοθεσία μετά την κρίση (2009) που αφορούσε τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου (hedge funds) και στη συνέχεια να γίνεται βασικός λομπίστας των hedge funds.
Μελέτη της ολλανδικής κεντρικής τράπεζας μιλά για ένα φαινόμενο «κοινωνικής ταυτοποίησης» ρυθμιστών και ρυθμιζόμενων που ενισχύεται από τη συχνή αλλαγή ρόλων και «ευνοεί τα κατεστημένα συμφέροντα εμποδίζοντας την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος». Τα περίπου μισά στελέχη των αντίστοιχων ολλανδικών ρυθμιστικών αρχών λένε «εμείς» όταν μιλάνε για τον χρηματοπιστωτικό τομέα και παίρνουν σαν προσωπική προσβολή όταν κάποιος λέει κάτι κακό γι’ αυτόν.[3] Μιλάμε λοιπόν για μια κοινωνική και επαγγελματική ομάδα με συνείδηση της ενότητάς της.
Είναι οι νέοι άριστοι που είναι βέβαιοι για την ανημποριά της υπόλοιπης κοινωνίας να βρει λύσεις. Οι ανησυχίες και τα προβλήματα της υπόλοιπης κοινωνίας δεν είναι παρά μια μακρινή ηχώ γι’ αυτούς. Ετσι δεν έχουν κανένα πρόβλημα που οι τράπεζες παίρνουν τα σπίτια του κόσμου ή συνεχίζουν να επενδύουν σε βρόμικα καύσιμα που τείνουν να κάνουν την κλιματική αλλαγή μη αναστρέψιμη, σε πολεμικούς εξοπλισμούς, σε αιματοβαμμένα καθεστώτα κ.ο.κ. Απ’ ό,τι δείχνουν βέβαια οι κοινωνικές καταστροφές που συνεχίζουν να συσσωρεύονται το μόνο στο οποίο είναι σίγουρα άριστοι είναι το να γεμίζουν τις τσέπες τους.
Η χρηματοπιστωτική ρύθμιση της ΕΕ γίνεται πάντοτε στο όνομα των «επενδυτών». Σύμφωνα με τα στατιστικά της ΕΚΤ, όμως, μόλις 10% των νοικοκυριών της ΕΕ επενδύει σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Και τυχαίνει οι «ευρω-κράτες» να ανήκουν στις εισοδηματικές κατηγορίες που επενδύουν χωρίς να υπάρχει κάποια απαγόρευση επενδύσεων στους εσωτερικούς κανονισμούς των υπηρεσιών τους. Οι ρυθμιστικές πρωτοβουλίες τους λοιπόν δεν θίγουν τους χρηματοπιστωτικούς γίγαντες για να μη βλάψουν όχι μόνο τα εργαλεία πολιτικής τους αλλά και τους μηχανισμούς προσωπικού πλουτισμού τους. Για τις γραφειοκρατίες αυτές είναι ανθρωπολογικά και γνωστικά δυνατό να ακολουθήσουν διαφορετικές πολιτικές.
Είναι επείγουσα μια συζήτηση για τα θεμελιώδη ζητήματα των τραπεζών: πώς είναι προτιμότερο να αποφασίζεται η κατανομή των πόρων; Σε αγορές στις οποίες συμμετέχει μια ισχνή μειοψηφία ή μέσα από ένα συγκροτημένο δημοκρατικό πολιτικό διάλογο σε πλαίσια επανεθνικοποίησης της πίστης; Ποιος πρέπει να δημιουργεί χρήμα; Οι ιδιωτικές τράπεζες ή αποκλειστικά η πολιτεία; Οι Ελβετοί πολίτες θα ψηφίσουν σε δημοψήφισμα πάνω σε αυτό το τελευταίο ερώτημα στις 10 Ιουνίου. Είναι ώρα όμως οι συζητήσεις αυτές να ξεκινήσουν παντού.
(Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 151 του HOT DOC)