ΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ;
Συντάκτης: Θανάσης Βασιλείου
Η συζήτηση για την Κοινωνιολογία δεν εξαντλείται σε τούτο το αφιέρωμα. Πολλά θέματα, που εκτείνονται από τα σχολικά βιβλία, τη διδασκαλία ή και εξέταση του μαθήματος μέχρι τα ζητήματα του κλάδου στην εκπαίδευση, δεν κουβεντιάζονται εδώ.
Αφορμή στάθηκε ο τρόπος που επιχειρήθηκε η απόρριψη της Κοινωνιολογίας ως «περιττής διαπαιδαγώγησης κομμουνίλας στους νέους μας».
Εκτός από πολιτικά ανόητος, ήταν ολωσδιόλου εκτός κοινωνίας, αφού μιλάμε για τη μεγαλύτερη παράδοση σκέψης που σημάδεψε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και γονιμοποίησε το βάθος και το εύρος της επιστήμης από τη στιγμή που ο άνθρωπος και οι κοινωνίες του άρχισαν να γίνονται επίκεντρα του ενδιαφέροντος ‒ πράγμα που ισχυροποιήθηκε καθόλη τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα, ανακόπηκε με την επικράτηση του ναζισμού και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να συνεχιστεί, κατόπιν, έως τις μέρες μας.
Πράγματι, ο Γάλλος φιλόσοφος Αύγουστος Κοντ ύστερα από πολυετή συνεργασία με τον θεωρητικό της επιστημονικής οργάνωσης της βιομηχανικής κοινωνίας, τον κόμη Σεν-Σιμόν, και χάρη στην επιρροή της φιλοσοφικοπολιτικής σκέψης του τελευταίου, έθεσε τα θεμέλια του θετικισμού και της κοινωνικής επιστήμης.
Ο Ανρί ντε Σεν-Σιμόν υποστήριζε ότι «δεν φτιάχνουν οι νόμοι την κοινωνία αλλά η κοινωνία φτιάχνει τους νόμους» και μαζί με τον Κοντ επιχείρησαν να υποτάξουν τους νόμους «κάτω από τα πόδια του λαού και όχι πάνω από το κεφάλι του».
Η εποχή τους, ο 19ος αιώνας, ήταν ο αιώνας της επιστήμης και της ενοποιητικής της ορμής. Και παρά το γεγονός ότι ο Βολτέρος μιλούσε για «αβύσσους υπερβολικά βαθιές για την ισχνή μας όραση», ο Σεν-Σιμόν ‒παράλληλα με τις ατυχείς προσπάθειές του να κατακτήσει την καρδιά της Μαντάμ ντε Σταέλ‒ έθετε για πρώτη φορά την ιδέα της οργάνωσης της κοινωνίας ως προϋπόθεσης μιας οιονεί διεθνούς διακυβέρνησης.
Ήδη, το 1814 πρότεινε την ένωση «όλων των ευρωπαϊκών λαών σε μια ενιαία πολιτική οργάνωση». Πίστευε, όπως πολλοί σήμερα, ότι η ευρωπαϊκή ομοσπονδία ήταν το κλειδί για έναν κόσμο σταθερά προσηλωμένο στην ειρήνη, την αλληλεγγύη και την καλλιέργεια της αδελφικής αγάπης.
Η νέα επιστήμη που καθιέρωσε ο Κοντ ως κορωνίδα «Κοινωνιολογία» προοριζόταν να παράσχει την εργαλειοθήκη για την ορθολογική διαχείριση της κοινωνικής αβύσσου. Σίγουρα ο Σεν-Σιμόν και ο Αύγ. Κοντ, όπως και ο Μπένθαμ, ο Στιούαρτ Μιλ, ο Μαρξ, ο Βέμπερ και ο Ντιρκέμ και πολλοί άλλοι, σήμερα θα ένιωθαν άβολα στις Βρυξέλλες ή στα γραφεία του ΟΗΕ και στα λοιπά κέντρα του σύγχρονου διεθνισμού.
Έκτοτε, η κοινωνιολογία απέκτησε τους πιστούς της, τους δικούς της «ιερείς», τις σχολές της, τα δόγματά της, τις πειθαρχήσεις της. Και όλοι, εταίροι και θεράποντες της κοινωνικής σκέψης στην Αμερική και την Ευρώπη, όπως οι θεμελιωτές, κάτι είπαν για την κοινωνία, κάτι κόμισαν.
Όλοι τους, στα ίχνη των πρωτοπόρων, λειτούργησαν ως κοινωνικοί μεταρρυθμιστές. Άνοιξαν μυαλά, έδειξαν αυτό που πολλές φορές δεν φαίνεται, παρέθεσαν τις καλύτερες κοινωνικές ιδέες και πρότειναν τις καλύτερες κοινωνικές πρακτικές. Δημιούργησαν μονοπάτια στον ανθρώπινο νου, μίλησαν για την άμβλυνση του κοινωνικού πόνου.
Συγκεκριμενοποίησαν αρχές και έννοιες (το κοινωνικό γεγονός, την ανομία, τη συλλογική συνείδηση, το νόημα της ανθρώπινης δράσης, την αξιολογική ουδετερότητα, τους ιδεότυπους, τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, φώτισαν τους ρόλους και τους κοινωνικούς θεσμούς, την κοινωνικοποίηση και τον έλεγχο, την εκπαίδευση και την ενσυναίσθηση, τις κοινωνικές συγκρούσεις, τα μέσα και τους κοινωνικούς σκοπούς κ.ο.κ.), για να βρουν κάτι από το πλήθος των πεδίων και των διαφορετικών περιπτώσεων στον χώρο και τον χρόνο, να προτείνουν, να αρνηθούν, να διακρίνουν, να επιχειρηματολογήσουν, να διαλεχθούν κοινωνικά και πολιτικά∙ για να φτάσουν στο μεδούλι των πολιτισμών, της μικρής ομάδας, αλλά και στη μεγάλη εικόνα της ανθρώπινης κοινωνίας και της μετάβασής της από τη νεωτερικότητα στη μετανεωτερικότητα.
Και στην Ελλάδα;
Όντως, έγινε κάτι αντίστοιχο με διακυμάνσεις καθόλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα: μελέτες, βιβλία, μεταφράσεις κ.λπ. Μετακενώθηκε ολόκληρος σχεδόν ο πλούτος της κοινωνικής σκέψης στη γλώσσα μας, στα πανεπιστημιακά τμήματα, τις σχολές, με τον κάματο και τη μέριμνα δεκάδων φωτισμένων δασκάλων.
Πρόχειρα θα μνημονεύσω, για τη δική μας γενιά, το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, τις μελέτες του Νίκου Μουζέλη, του Κων/νου Τσουκαλά, του Κώστα Βεργόπουλου, της Αννας Φραγκουδάκη, της Ιωάννας Λαμπίρη-Δημάκη, του Κώστα Τσαούση, του Νίκου Πουλαντζά, του Βασίλη Φίλια.
Πολλοί νεότεροι είτε μέσω των τμημάτων τους είτε μέσω αυτοτελών εργασιών τους μίλησαν για πράγματα που αφορούν την Ελλάδα, την αυτογνωσία μας, τον εκσυγχρονισμό μας, τα κουσούρια μας.
Ωστόσο, η μεγάλη παραγωγή μελετών, μεταφράσεων, ερευνών, αφιερωμάτων, περιοδικών, μεγάλων εκδοτικών σειρών κ.λπ. δεν κινήθηκε παράλληλα με την αξιοποίηση του πλούτου που δημιουργήθηκε γύρω μας, ώριμος, ταξινομητικός και αυτοταξινομούμενος, που φωτίζει την κοινωνική αλλαγή, που τη μελετά αλλά και την επινοεί.
Πολλές φορές μετατοπίστηκε το κέντρο βάρους της εκπαίδευσης από την πολιτισμική ουσία της σε απλή πιστοποίηση ενός τίτλου.
Το αποτέλεσμα ήταν μια επιπλέον μήτρα στρεβλώσεων και ένδειας: το παράδοξο, οι κοινωνικοί σχεδιαστές και οι πολιτικοί να μιλούν για την κοινωνία και να επιλέγουν τις δράσεις τους με πρωτοφανή άγνοια στοιχειωδών πραγμάτων της κοινωνίας τους.
Λοιπόν, ποιος φοβάται την Κοινωνιολογία; Η απάντηση: Όλοι όσοι σιτίζονται από τις κοινωνικές αγκυλώσεις∙ όλοι όσοι θέλουν τη νέα γενιά στο σκότος∙ όσοι θέλουν τα προνόμιά τους∙ όσοι δεν μπορούν και δεν θέλουν να διαγνώσουν και να αποδεχθούν την κοινωνική αλλαγή∙ όλοι οι οπαδοί της αρχής του Τομάσι ντι Λαμπεντούζα: «Να τα αλλάξουμε όλα, αλλά χωρίς να αλλάξει τίποτα». Αυτό θέλουμε;