Πολλά έχουν γραφτεί και γράφονται για τη διαπλοκή της δεύτερης (κυβερνήσεις) με την «τέταρτη» (ΜΜΕ) εξουσία: συναλλαγές κάτω από το τραπέζι, εξαγορασμένα «ρεπορτάζ», κατασκευασμένα γεγονότα, πληρωμένες αναλύσεις, αυτολογοκρισία, παραπληροφόρηση, fake news και πάει λέγοντας.
Βέβαια, η κατάσταση των ΜΜΕ σήμερα, με λίγες εξαιρέσεις, είναι ακόμα χειρότερη και συμπυκνώνεται θαυμάσια στη διαπίστωση του καθηγητή Επικοινωνίας και πρώην διευθυντή της Le Monde Diplomatique, Ιγνάσιο Ραμονέ: «…οι αχαλίνωτοι όμιλοι των Μέσων Ενημέρωσης αναλαμβάνουν ανοιχτά τα νέα τους καθήκοντα ως φύλακες της οικονομικής τάξης πραγμάτων και αποδέχονται τον ρόλο τους ως αντιλαϊκή εξουσία».
Το βλέπουμε παντού, το βλέπουμε και στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πληρώνει αδρά με τις λίστες Πέτσα, ώστε οι όμιλοι των ΜΜΕ να έχουν εχθρική στάση σε οτιδήποτε άπτεται των συμφερόντων της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας. Οι όμιλοι για τους οποίους μιλά ο Ραμονέ –μεγαλοεπιχειρηματίες, εφοπλιστές, αεριτζήδες και άνθρωποι με ανοιχτούς λογαριασμούς με τη Δικαιοσύνη- απολαμβάνουν τον ρόλο της κολυμβήθρας του Σιλωάμ, η οποία ξεπλένει ολημερίς τις αμαρτίες των κυβερνητικών στελεχών και του ίδιου του πρωθυπουργού.
Οι ιδιωτικοποιήσεις βαφτίζονται «αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας», οι χαριστικές συμβάσεις σε φιλικούς επιχειρηματικούς ομίλους «επενδυτικά κίνητρα», ενώ κραχτές κυβερνητικές αποτυχίες, όπως η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, συγκαλύπτονται από την 24ωρη προπαγάνδα και τον εξωραϊσμό του κυβερνητικού έργου.
Την ίδια ώρα, τεράστια σκάνδαλα όπως αυτά της Siemens ή της Novartis χαρακτηρίζονται «σκευωρίες» και δημοσιογράφοι που προχώρησαν σε καταλυτικές αποκαλύψεις, όπως η Γιάννα Παπαδάκου και ο Κώστας Βαξεβάνης, πληρώνουν το ερευνητικό τους έργο με το να καθίσουν στο σκαμνί του κατηγορουμένου.
Η Ελλάδα το 2021 βρέθηκε στην 70ή θέση στο παγκόσμιο βαρόμετρο ελευθερίας του Τύπου από τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα (Reporters Without Borders – RSF), υποχωρώντας 5 θέσεις σε σχέση με το 2020. Μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης καταλαμβάνει την τέταρτη θέση από το τέλος, συγκεντρώνοντας καλύτερη βαθμολογία μόνο από τη Βουλγαρία, τη Μάλτα και την Ουγγαρία του Ορμπαν.
Στην κατάντια αυτή δεν είναι άμοιροι ευθυνών και οι δημοσιογράφοι, αφού κάθε μέρα που περνά η δημοσιογραφία γίνεται ουραγός στις δυνάμεις που θα έπρεπε να ελέγχει. Μεγαλοδημοσιογράφοι, παρουσιαστές, επιχειρηματίες του Τύπου προσφέρουν (με το αζημίωτο) τις υπηρεσίες τους στα μεγάλα συμφέροντα, με ψέματα, παραποίηση της αλήθειας, απόκρυψη και συγκάλυψη. Ορισμένοι δεν δίστασαν να μεταπηδήσουν και στα κυβερνητικά έδρανα της Βουλής, συνεχίζοντας από άλλο μετερίζι τον…τίμιο αγώνα για το παντεσπάνι τους.
Φαίνεται ότι το καθεστώς Μητσοτάκη επιλέγει για το μενού του έναν συνδυασμό πιάτων από Οργουελ και Χάξλεϊ: από τον δεύτερο επιλέγει τον ωκεανό (παρα)πληροφόρησης που πνίγει καθημερινά το αναγνωστικό-τηλεοπτικό-ραδιοφωνικό-διαδικτυακό κοινό, ενώ από τον πρώτο τις καφκικές δίκες-παρωδία ακόμα και χωρίς απολογία, όπως έγινε από την προανακριτική επιτροπή της Βουλής για το σκάνδαλο Novartis. Καρότο και μαστίγιο δηλαδή και τούμπαλιν.
Και έτσι φυσικά η κυβέρνηση πάντα προηγείται στις δημοσκοπήσεις και ο πρωθυπουργός βγαίνει «άριστος».
Τα πράγματα είναι απλά, αλλά αυτό εξαρτάται από την πλευρά που τα βλέπεις. «Ο ανεξάρτητος Τύπος οφείλει να αναλύει τον κόσμο από την οπτική των απλών ανθρώπων. Αυτό πρέπει να γίνεται για όλα τα ζητήματα, γιατί το έργο του είναι διαφορετικό από εκείνο των εμπορευματοποιημένων ΜΜΕ» (Νόαμ Τσόμσκι, «Occupy: σκέψεις πάνω στην ταξική πάλη, στην επανάσταση και στην αλληλεγγύη», εκδόσεις Κέδρος).