Της Σοφίας Λαμπίκη
Στην Ελλάδα συνηθίζουμε να μιλάμε για το ιστορικό-πολιτικό γίγνεσθαι μιλώντας για Γενιές.
Η Γενιά του Μεσοπολέμου.
Η Γενιά του 40, της Αντίστασης, του Εμφύλιου, της Ήττας, των Λαμπράκηδων, του Πολυτεχνείου, της Μεταπολίτευσης, του Λαιφστάιλ, των Εκσυγχρονιστών και όπου νάναι και της Χρεοκοπίας.
Από την χρονική και ιστορική αυτή συνέχεια λείπει μια γενιά, μια γενιά στριμώχτηκε και εξαφανίστηκε .Η γενιά που μεσολαβεί ανάμεσα στην Γενιά της Μεταπολίτευσης και την Γενιά του Λάιφστάιλ –homo pasokus.
Είναι η γενιά που γεννήθηκε ανάμεσα στο 1958-1965 , η δεύτερη γενιά της μεταπολίτευσης, αυτοί που στις αρχές της δεκαετίας του 80 ήταν γύρω στα 20 (συν-πλην).
Η γενιά αυτή έδειξε με μεγάλη ταχύτητα μια αντίθεση , απόρριψη των κομμάτων που βγήκαν ηθικοί νικητές από την Δικτατορία, είναι η Γενιά που αφού θήτευσε μικρή, μαθητές οι περισσότεροι στην ΚΝΕ και τον Ρήγα Φεραίο , σχεδόν αμέσως τα απέρριψε και άρχισε να οργανώνεται σε αυτόνομες συσπειρώσεις και μικρές παρεμβατικές ομάδες , πάντα τοποθετημένη ιδεολογικά στον αριστερό χώρο.
Μεγάλη νίκη πέτυχε κατά του Ν.815 του Εθνάρχου Καραμανλή ενώ διαφαινόταν ότι ίσως αποτελούσε την μόνη ελπίδα να ξηλωθεί το πολιτικό και πολιτιστικό κατεστημένο που αυτούσιο είχε περάσει από την Χούντα στην Μεταπολίτευση, μιας και η Δικτατορία δεν ανατράπηκε αλλά έπεσε, κατέρρευσε λόγω της Κύπρου κυρίως.
Η γενιά αυτή είχε καινούργιο λόγο, φρέσκο, είχε χιούμορ και για πρώτη φορά στην πολιτική Ιστορία της Αριστεράς ενέτασσε ελεύθερα τις απενοχοποιημένες και όχι υποχρεωτικά «συντροφικές»σεξουαλικές σχέσεις στο λεξιλόγιο της , έχοντας κατατάξει ως ισότιμα με το Κεφάλαιο του Μάρξ , ή το Τι να κάνουμε του Λένιν, τη Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ του Μαρκήσιου ντε Σάντ, τον Μπρεττόν , τον Λωτρεαμόν, τον Φουκώ αλλά και τον Καστοριάδη.
Η Γενιά αυτή βρισκόταν στο κρίσιμο σημείο κοινωνικής και πολιτικής της επίδρασης όταν συνέβησαν τρία πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα σχεδόν ταυτόχρονα.
Το Πασόκ πήρε την εξουσία.
Η Αγορά , με εφαλτήριο τα Εξάρχεια, γέμισε με πρέζα.
Το περιοδικό Κλικ κυριάρχησε ως κουλτούρα και τρόπος ζωής.
Το Πασόκ υπέκλεψε όλα τα γεμάτα ζωή και χιούμορ συνθήματα αυτής της Γενιάς και τα μετέτρεψε σε υπερφίαλα και κενά νοημάτων σλόγκαν.
Η Πρέζα πέρασε σαν οδοστρωτήρας από ένα ελευθεριακό αλλά χωρίς αντίστοιχες εμπειρίες και άμυνες νεανικό περιβάλλον.
Το λάιφστάιλ στέρησε από την ζωογόνα βιοποικιλότητά της την Γενιά αυτή, την έκανε να ντρέπεται για τον τρόπο που μέχρι τώρα ζούσε, την γέμισε ενοχές και την ευνούχησε.
Η Γενιά αυτή εξαφανίστηκε πάνω στο ζενίθ της παρεμβατικής της δημιουργικότητας και στριμώχτηκε σαν ανάμεσα στις κυλιόμενες πόρτες της Ιστορίας, ούτε μπρος ούτε πίσω. Έμεινε εκεί στην μετεφηβική της ηλικία χωρίς να ενηλικιωθεί ποτέ στην πραγματικότητα.
Τα παιδιά της γενιάς εκείνης δεν είχαν πολλές επιλογές εγκλωβισμένα.
Πολλοί τρελάθηκαν, ακόμα περισσότεροι χάθηκαν στην Πρέζα, ζωντανοί-πεθαμένοι ένα πράμα, και άλλοι , πολλοί, αυτοκτόνησαν.
Οι πιο πολλοί εντάχθηκαν στο νέο σύστημα ζωής που το Πασόκ έστησε.
Αντάλλαξαν το σανδάλι και το σαμπώ με το Τίμπερλαντ και την δωδεκάποντη γόβα, ξέχασαν τον Σιδηρόπουλο και άρχισαν να ακούνε τη Βίσση, άφησαν τους δρόμους και κατασκήνωσαν στα κωλάδικα και τις μεγάλες πίστες και οι συλλογικότητες μετατράπηκαν σε παρτάκικη κονόμα.
Αρκετοί αρνήθηκαν να ενταχτούν , μετακινήθηκαν στο πλάι της κοινωνίας, ζούσαν ‘λάθρα’ γνωρίζοντας ότι δεν είχαν ενηλικιωθεί ποτέ , ότι κάτι είχε μείνει στη μέση, δεν έκαναν οικογένεια, παιδιά και περίμεναν. Δεν ήξεραν τι αλλά περίμεναν σαν κάτι να είχε μείνει στη μέση και κάποτε θα το τελείωναν.
Οι ενταγμένοι έκαναν παιδιά και μεγαλώνοντας τα , τα έκαναν χειρότερα απ΄τα μούτρα τους. Όντας οι ίδιοι ανολοκλήρωτοι στην πραγματικότητα σαν άνθρωποι πώς θα μπορούσαν να μεγαλώσουν ένα παιδί;
Έτσι πρόσφεραν στα παιδιά τους ό,τι υλικό μπόρεσαν αλλά δεν τους πρόσφεραν την τεχνογνωσία της ζωής , αυτό που οι δικοί τους πατεράδες –ακόμα και οι δεξιοί-απλόχερα τους είχαν διδάξει.
Πρόσφεραν πολυέξοδες γνώσεις και ειδικεύσεις αλλά ούτε στάλα παιδεία, καθόλου τσαγανό, μηδέν από ευαισθησία και καρδιά , καθόλου έμπνευση και φαντασία.
Έτσι μεγάλωσαν παιδιά μικρομέγαλα μέσα σε χρυσή γυάλα που αδυνατούσαν τα δυστυχή να κάνουν αυτό που κάνουν πάντα οι νέοι: να κοντράρουν και να αποδομήσουν τους γονείς τους, πώς να αποδομήσουν κάτι που είχε μείνει μισακό;
Πώς να κοντράρει ένας έφηβος γιος έναν ακόμα έφηβο γονιό;
Έτσι τα παιδιά μεγάλωσαν με γονείς δήθεν φίλους , χωρίς όρια , χωρίς αξιακή βάση για να την αποδεχτούν ή να την ανατρέψουν κι έτσι βγήκαν δυο ειδών παιδιά (τα παιδιά του σήμερα) : αυτά που κατέβαιναν και τα σπάγανε και τα κάνανε μπάχαλα, χωρίς ποτέ να μπορέσουν να κεφαλαιοποιήσουν καμία εξέγερση –άλλωστε δεν ήταν αυτός ο σκοπός τους – και μετά γυρίζαν σπίτι για να τους πλύνει η μαμά τα βρώμικα all star παπούτσια , ενώ ο μπαμπάς , έχοντας τύψεις που ο ίδιος είχε εγκαταλείψει την επαναστατικότητα του δεν έλεγε τίποτε μη σου πω τον ψιλοθαύμαζε το γιο.
Τα άλλα παιδιά ήταν τα απολιτίκ, περιφρονούσαν την ενασχόληση με την πολιτική ως χαμηλού επιπέδου αλλά και άσκοπη και οι γονείς που είχαν το απωθημένο ότι η Πολιτική τους πέταξε στην άκρη χαιρόντουσαν και ενισχύαν τις απόψεις αυτές των σπλάχνων τους.
Και έτσι μεγάλωσαν τα παιδιά τους και ξαφνικά έπεσε απ΄τα σύννεφα (αυτά τα σύννεφα στην Ελλάδα είναι πολυσύχναστα) ο Γονιός όταν του είπε το σπλάχνο του ότι και Χρυσή Αυγή θα ψηφίσει και Τζούλια και διαφορά δεν υπάρχει σαν να ψηφίζει τη Ρουσλάνα στην Γιουροβίζιον είναι οι εκλογές.
Είχε προηγηθεί η κρίση και η χρεοκοπία που ήταν σαν μια κλωτσιά να μετακίνησε τις κυλιόμενες πόρτες που ήταν μπλοκαρισμένη για χρόνια η Γενιά του 80, η αταξινόμητη γενιά.
Ξύπνησαν απότομα , έφηβοι σε κορμιά 50άρηδων, άνοιξαν τις ντουλάπες , ανακάλυψαν τα παλιά τους τζιν και τις ινδικές φούστες με τα κουδουνάκια που το λαιφστάιλ το βλαχομπαρόκ είχε μετατρέψει σε Αρμάνι κουστούμι και στράπλες μινι φόρεμα.
Ξανακατέβηκαν τα βιβλία , σκονισμένα, βγήκαν οι ποιητές στη φόρα, βρέθηκε ο Ντεμπορ που είχε πέσει πίσω απ΄τη βιβλιοθήκη, τα βινύλλια κι οι μουσικές ήταν εκεί στιβαγμένα αλλά τελικά όχι ξεχασμένα.
Θυμήθηκε η Γενιά του 80 ότι τελικά και όταν γλεντούσε πρώτο τραπέζι πίστα δεν διασκέδαζε , το γέλιο δεν έφτανε στην καρδιά του,με νοσταλγία αναζήτησε την αλληλεγγύη και τις συλλογικότητες που παράτησε για μια μεζονέτα και ένα 4 επί 4 και μετάνοιωσε πικρά που δεν ενηλικιώθηκε ποτέ, που από Έλληνας , κατάντησε Ελληναράς και μετά Ελληνάκος.
Και είπε να ξαναμιλήσει ξεπερνώντας τις ενοχές του.
Να ενηλικιωθεί επιτέλους.
Και ίσως , ίσως, να ξανακατέβει στο δρόμο, κάτι που τόσο καλά ήξερε να κάνει πριν 30 χρόνια.
Μόνο που θα πρέπει μαζί του να πάρει πια και το παιδί του που το άφησε πιο μισό από τον ίδιο. Θα είναι , αν συμβεί, η πρώτη φορά στην Ελλάδα που δυο συνεχόμενες γενιές θα ανδρωθούν μαζί. Που θα αποκτήσουν , επιτέλους, όνομα, θα ταξινομηθούν στο Ιστορικό Αρχείο της χώρας.
Δεν είναι σίγουρο ότι θα τα καταφέρουν, αλλά πρέπει να το προσπαθήσουν.
Το οφείλουν εξάλλου στους Διαλυνάδες που πηδήξανε στο κενό, στις Μαριάννες που κρεμάστηκαν, στον Ηλία και τον κάθε Μάκη που τρελάθηκε, στον Κώστα, την Τέτη, την Ελένη , τον Μιχάλη που χάθηκαν μέσα στην πρέζα.
Το οφείλουν κυρίως στον εαυτό τους και την χώρα τους.