Του Λουκά Αξελού
Ο αγαπημένος μου συγγραφέας ο Χέρμαν Μέλβιλλ έχει πει ότι για να γράψεις ένα μεγάλο βιβλίο πρέπει να διαλέξεις ένα μεγάλο θέμα.
Έτσι φρονώ ότι έγινε και με τον Σπύρο Σακελλαρόπουλο (Ο ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ 1191-2004 ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΣΤΗ ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗ, εκδόσεις «Τόπος»). Άπαξ και επέλεξε το Κυπριακό ξεκαθάρισαν στην συνέχεια και όλα τα υπόλοιπα. Η ιδιαίτερη βαρύτητα του ζητήματος, αλλά και οι προκλήσεις που τίθενται με αφορμή το βιβλίο, με αναγκάζουν πρoτού επικεντρωθώ στις όποιες παρατηρήσεις μου σε σχέση με το βιβλίο, να θέσω με έναν όσο μπορώ συνοπτικότερο τρόπο τον πυρήνα του Κυπριακού και τις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει μια σοβαρή προσπάθεια ανάλυσής του. Το Κυπριακό αποτελεί για τους Έλληνες μιαν ανοιχτή πληγή στον βαθμό που μετά την Ένωση των Δωδεκανήσων το 1946, η Κύπρος όπως – άλλωστε – και η Βόρειος Ήπειρος, αν και κατοικούμενες από το λυκαυγές της ιστορίας από συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς παρέμειναν έξω από τα όρια του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Η εγκατάλειψη του εθνικού απελευθερωτικού αγώνα του 1955-59 και η επακολουθήσασα δημιουργία της υπό τριπλήν εγγύηση Κυπριακής Δημοκρατίας, βάρυναν αποφασιστικά τις κατοπινές εξελίξεις. Γιατί η συγκρότηση της Κύπρου σε κράτος δεν οδήγησε στην ουσιαστική απελευθέρωση. Στην ανάδειξη δηλαδή των ιστορικά διαμορφωμένων κυρίαρχων ελληνικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών σε αδιαμφισβήτητα στοιχεία της καινούργιας πολιτικής ταυτότητας. Η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας του 82% και η συστηματική προσπάθεια αναγόρευσης της τουρκοκυπριακής μειονότητας του 18% σε ρυθμιστή της τύχης της Κύπρου, ανέτρεψε τα δεδομένα εκτροχιάζοντας το Κυπριακό από τον δρόμο της αυτοδιάθεσης.
Το 1974 η Τουρκία εισέβαλε βίαια καταλαμβάνοντας το 40% της νήσου, καταλύοντας την εδαφική ακεραιότητα ενός κράτους μέλους του ΟΗΕ. Το 1983 ανακηρύχτηκε το κατεχόμενο τμήμα σε «Τουρκοκυπριακό Κράτος».
Είναι το Κυπριακό μια διαφορά δύο κοινοτήτων ή το πρόβλημα υφίσταται λόγω άρνησης του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση και ανοικτών εξωτερικών επεμβάσεων μιας επεκτατικής δύναμης που στρατηγικό της στόχο έχει την ολοκληρωτική κατάληψη του νησιού;
Είναι, αλήθεια, τόσο δύσκολο να συμφιλιωθούμε με την αλήθεια των πραγμάτων; Και επιμένω σε αυτό γιατί ένα μεγάλο τμήμα του πολιτικού μας κόσμου εκ δεξιών και εξ ευωνύμων αρνείται να το δει, επιβεβαιώνοντας για πολλοστή φορά τον στραβισμό του, την ακατανίκητη εθελοτυφλία του. Αν καταφέρουμε επιτέλους να δούμε το Κυπριακό στις πραγματικές του διαστάσεις, τότε θα έλεγα ότι οι παρατηρήσεις που από το 1976 έκανε ο Ελληνοαμερικανός Ρόι Μακρίδης, αποτελούν έναν αξιόπιστο οδηγό στο να εντοπίζουμε έγκαιρα τα αδιέξοδα.
Ας δούμε, λοιπόν, τις επισημάνσεις Μακρίδη:
«Η Ελλάδα και οι Έλληνες πρέπει να εγκαταλείψουν το προαιώνιο σύμπλεγμα της εξαρτήσεώς τους από τη μια ή την άλλη δύναμη. Πρέπει να μάθουν να συμβιούν με πολλά άλυτα, κάθε φορά προβλήματα, από τα οποία ένα είναι και η Τουρκία, όπως και με πολλές άλυτες πραγματικές καταστάσεις, από τις οποίες μία είναι η αμερικανική επιρροή σ’ αυτό το τμήμα του κόσμου. Και θα πρέπει ακόμα να προσπαθούν να τις αξιοποιήσουν προς το καλύτερο δυνατό όφελός τους».
Έχοντας για δεύτερη φορά τελειώσει την ανάγνωση του βιβλίου και προτού προβώ στην όποια ανάλυσή του, θα ήθελα να κάνω δύο παρατηρήσεις. Μια μεθοδολογική και μιάν, ας την χαρακτηρίσουμε, ενδεχόμενα, ουσιαστική. Αναφορικά με την μεθοδολογική παρατήρηση: Το βιβλίο χωρίζεται σε 12 κεφάλαια. Το πρώτο από αυτά έχει τίτλο «Από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο έως την παραχώρηση της Κύπρου στους Βρετανούς» και αναλύει την περίοδο 1191 έως το 1878, δηλαδή 687 χρόνια, σε 76 σελίδες. Τα υπόλοιπα 11 κεφάλαια ξεκινούν από την Αγγλοκρατία 1878 έως τις μέρες μας.
Τούτων δοθέντων δεν θα ήταν ίσως πιο λειτουργικό το πρώτο κεφάλαιο να πάρει τον χαρακτήρα πυκνής εισαγωγής και να τιτλοφορηθεί: Ως σύντομη περιδιάβαση στα χρόνια από την κατάκτηση της Κύπρου και τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο μέχρι την σύγχρονη Αγγλοκρατία του 1878;
Σχετικά με την, ας την χαρακτηρίσουμε ουσιαστική, αυτή συνίσταται στο ότι, κατά την γνώμη μου πάντα, ο ρόλος των Αμερικανών, του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ή της καθόλου αμερικανοκρατίας για να ακριβολογούμε, αναπτύσσεται μεν, όχι όμως στο βάθος που του αναλογεί σε σχέση με τα προηγηθέντα από το 1953 και εντεύθεν και ιδιαίτερα μετά την αγγλογαλλική ήττα στο Σουέζ το 1956, που και τυπικά επικυρώνει την ανάληψη από τις ΗΠΑ ηγεμονικού ρόλου στα Βαλκάνια, την Εγγύς και την Μέση Ανατολή.
Εξακτινωμένο σε ένα πελώριο εύρος ζητημάτων και με ανοιχτά μέτωπα πολλά, ένα βιβλίο σαν του Σ.Σ. δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί επαρκώς στα πλαίσια μιας εισήγησης.
Ας αντιμετωπιστεί τουλάχιστον σοβαρά στα πλαίσια ανάδειξης σημείων, στοιχείων και συμπερασμάτων που μας βοηθάνε στο να κατανοήσουμε, όσο μπορούμε καλύτερα, ένα κατεξοχήν δυσεπίλυτο ζήτημα όπως το Κυπριακό.
Έχοντας υψηλό αίσθημα ευθύνης στο να καταγράψει με όσον το δυνατό περισσότερα στοιχεία το χρονικό όχι μόνο από την οπτική της ε/κ πλειονότητας, αλλά και από πλευράς τ/κ μειονότητας, ο Σ.Σ. ανατέμνει τα συγκλίνοντα αλλά και αποκλίνοντα στοιχεία των δύο πλευρών.
Είναι, κατά βάση ακριβείς οι περιγραφές που οδηγούν χριστιανούς και μουσουλμάνους αγρότες στον ξεσηκωμό απέναντι σε μια φοροληπτική διοίκηση, αλλά και άλλα πλείστα όσα περιστατικά που δημιουργούν κοινές βάσεις αντιμετώπισης των προβλημάτων. Σε αυτό το σημείο ίσως ο Σ.Σ. θα έπρεπε να είχε σταθεί στο ζήτημα του εξισλαμισμού.
Η συστηματική έρευνα για το ζήτημα του εξισλαμισμού μέρους των ηγετικών τάξεων της Κύπρου και τα συμπεράσματα για την εθνική καταγωγή μειζόνων τμημάτων των Τουρκοκύπριων μουσουλμάνων, θα βοηθούσε ακόμα περισσότερο την έρευνα, όπως μας έδειξε με τις θεμελιακές περί το ζήτημα μελέτες του, ο αείμνηστος δάσκαλός μου Κώστας Κύρρης.
Ο Σ.Σ. δεν αρκείται σε μια φωτογραφική αναπαράσταση που αποτυπώνει μια καλή στιγμή από ένα γλέντι.
Γι’ αυτό και εύστοχα επισημαίνει ότι «το γεγονός αυτό δεν ακυρώνει μια άλλη όψη της πραγματικότητας, σύμφωνα με την οποία πέρα από τα κοινά στοιχεία υπήρχαν και σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο κοινοτήτων». Και αυτό δεν αποτελεί κατά τον συγγραφέα ένα ελλίπον παιγνιόχαρτο, αλλά «μια ιδιαίτερη παράμετρο που αποτελεί τη βασική θέση του παρόντος βιβλίου».
Θα συμφωνήσω μαζί του. Γιατί όποιος έχει στοιχειωδώς ασχοληθεί με το Κυπριακό γνωρίζει πολύ καλά το τι σημαίνει η μικρή διαφορά με τις μεγάλες συνέπειες.
Ορθώς λοιπόν εντοπίζει λ.χ. το 1821 στην περίπτωση της σφαγής των 400 Ελληνοκυπρίων προυχόντων και κληρικών, ότι η οργή των μουσουλμάνων ήταν διπλή. Από την μια για την συνενοχή-συμμετοχή στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα του 1821 και από την άλλη ως τιμωρία για την ασκούμενη από την Εκκλησία φορολογική πολιτική.
Με την έλευση της Αγγλοκρατίας, όπως επισημαίνει ο Σ.Σ. «το πρόβλημα οξύνθηκε από τη στιγμή που δημιουργήθηκαν θεσμοί τοπικής αυτοδιοίκησης που βασίζονταν στον εθνοτικό διαχωρισμό και σε ξεχωριστά εκπαιδευτικά συστήματα. Τότε άρχισε να υπογραμμίζεται ακόμα περισσότερο η διαφορά της θρησκείας και η διαφορά της γλώσσας. Έτσι η γεωγραφική συνύπαρξη δεν συνεπάγονταν και κοινωνική συνύπαρξη».
Η στην συνέχεια δημιουργία του κεμαλικού κράτους, προσέφερε την δυνατότητα μιας πραγματικής εθνικής αναφοράς στους τ/κ., που και με την βοήθεια των Εγγλέζων την ανέπτυξαν επαρκώς.
Σαράντα ολόκληρα χρόνια δουλεύτηκε η εκδοχή «τουρκοποίησης» των Τουρκοκυπρίων, δημιουργώντας σε κάθε περίπτωση ένα σκληρό πυρήνα οργανικής σύνδεσης και αναφοράς με το τουρκικό κράτος. Τότε είναι στα τέλη της δεκαετίας του 1960 που η ελληνοκυπριακή πλευρά, παρουσιάζει, όπως, εύστοχα επισημαίνει ο Σ.Σ., μια σημαντική ρωγμή.
Συγκεκριμένα, η ήττα της στρατηγικής της αυτοδιάθεσης και η επικράτηση των «νουνεχών» δυνάμεων της ανεξαρτησίας οδήγησε στη λογική ότι η στρατηγική της ανεξαρτησίας όχι μόνο μπορεί να σταθεί αλλά και να επιφέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη.
Αυτά τα οικονομικά οφέλη θέλει να οικειοποιηθεί ένα σημαντικό κομμάτι Ελληνοκυπρίων, ιδιαίτερα εκείνο που ποτέ δεν είχε κόψει τις σχέσεις με το City στο Λονδίνο και τα ποικίλα δυτικά και ανατολικά συμφέροντα στην περιοχή.
Παρατηρείται λοιπόν το σε εξωτερικό επίπεδο περίεργο φαινόμενο οι τ/κ ολοένα και περισσότερο να «τουρκοποιούνται» και οι ε/κ, μέρος τους για την ακρίβεια, να «κυπροποιούνται».
Ανήκω σε αυτούς που έζησαν την θλιβερή περίοδο μετά το 1980, όταν το πάντοτε αφόρητα μειοψηφικό κίνημα του Νεοκυπριακού Συνδέσμου, των αυτοχαρακτηριζόμενων ως Νεοκυπρίων, με την σταθερή αρωγή διεθνών ιδρυμάτων αλλά και τμήματος της Αριστεράς της Κύπρου, υποστήριζε την μη ελληνικότητα των Ελληνοκυπρίων, οι οποίοι κατ’αυτούς ήταν μια ιδιότυπη μείξη Φοινίκων και Ετεοκυπρίων. Και στον αγώνα τους αυτό, είχαν επιστρατεύσει πλήθος ακαδημαϊκών της αναθεωρητικής ιστορικής σχολής, όπως η Αδαμαντία Πόλις, που λίγο πολύ πατώντας στα αντιεπιστημονικά και σε κάθε περίπτωση ανεπαρκή-έωλα συμπεράσματα του Έρικ Χομπσμπάουμ και των μαθητών του, ήθελε να μας πείσει ότι αφ’ ης στιγμής το 1960 η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος, την ίδια στιγμή αναδύθηκε (ίσως είχε στο μυαλό της την Αφροδίτη) και το νέο κυπριακό έθνος, με την κοινή -τάχα μου-κυπριακή συνείδηση που άφηνε πίσω τις ελληνικές και τουρκικές εθνικές ταυτότητες και εμμονές.
Δέκα χρόνια κράτησε ο αγώνας ενάντια σε αυτή την ανιστόρητη και εν μέρει ετεροκίνητη επέλαση του Νεοκυπριακού Συνδέσμου, λαμπρού προδρόμου σημερινών ΜΚΟ. Ξεκινήσαμε από την Λευκωσία και την Λεμεσό τον Ιούνιο του 1981 αποκαλύπτοντας τον φρανκενσταϊνικό και μπαρμπαθωμάδικο χαρακτήρα του και σταματήσαμε στην δεκαετία του 1990, όταν έχασε και την τελευταία μεγάλη μάχη, αδυνατώντας να επιβάλει ως επίσημη γλώσσα για το Πανεπιστήμιο Κύπρου τα Αγγλικά.
Φυσικά η βλακεία όπως και η εθελοτυφλία είναι ακατάβλητες. Δεκαπέντε χρόνια μετά συναντήσαμε τους ίδιους λίγο-πολύ ανθρώπους, ακάματους εργάτες (οφείλουμε να τους το αναγνωρίσουμε) του νέου φρανκενσταϊ-νικού Σχεδίου. Του Σχεδίου Ανάν. Και ο αγώνας συνεχίζεται ακόμα και μετά την παταγώδη χρεοκοπία τους στο Mont Pelerin και Crans Montana.
Κομβική θέση στην όλη εργασία του Σ.Σ. κατέχουν οι απόψεις και πρακτικές της ελληνοκυπριακής Αριστεράς, είτε ως ΚΚΚ αρχικά, είτε ως ΑΚΕΛ στην συνέχεια. Ο Σ.Σ. γνωρίζει καλά το θέμα, επειδή το έχει ψάξει συστηματικά, πολύ πριν ασχοληθεί με την παρούσα μελέτη. Η «αντιφατικότητα» που εμφανίζεται στις διαδοχικές προσεγγίσεις του, δεν είναι αντιφατικότητα του συγγραφέως, αλλά του ίδιου του αριστερού κινήματος στην Κύπρο.
Το ΚΚΚ ιδρύθηκε ως γνωστόν το 1926, πέντε χρόνια πριν την Ενωτική Εξέγερση του 1931, όταν σύσσωμος ο Ελληνισμός της Κύπρου επιζητούσε την Ένωση. Σε αντίθεση, λοιπόν, με την βοούσα πραγματικότητα, το κόμμα υιοθετεί αφετηριακά, συνδράμοντας την Κ. Δ., την θέση για συμμετοχή της Κύπρου στην συγκρότηση Βαλκανικής Σοβιετικής Δημοκρατίας. Δύο χρόνια πριν, το αδελφό κόμμα, το ΚΚΕ είχε αποδεχθεί, παρά τη σφοδρή διαφωνία των κορυφαίων στελεχών του Γιάννη Κορδάτου και Σεραφείμ Μάξιμου, την τραγική θέση της ΚΔ για «Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη».
Δεν υπάρχει κανένας λόγος εκατό χρόνια μετά, αλλά και 200+ από την συγγραφή του Ρωσσοαγγλογάλλου, να μην μπορούμε να διαγνώσουμε το βάθος και το πλάτος του καθόλου αριστερού μεταπρατισμού.
Ο συγγραφέας σωστά επισημαίνει ότι «το λαϊκό ένστικτο των κυριαρχούμενων τάξεων είχε κατανοήσει πως μέσα στη συγκεκριμένη συγκυρία η Ένωση μπορεί να μην οδηγούσε στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, σε καμία βαλκανική χώρα δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη- πόσο μάλλον στην Ελλάδα- αλλά θα οδηγούσε σε μια ραγδαία βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, αφού θα έφευγαν από το προσκήνιο οι πολιτικοί και οικονομικοί καταναγκασμοί των Βρετανών αποικιοκρατών. Η αδυναμία, λοιπόν, της κατανόησης της σημασίας που είχε το αίτημα της Ένωσης θα οδηγήσει το ΚΚΚ στην υιοθέτηση μιας αντιφατικής στάσης: μέχρι να καεί το Κυβερνείο θα καταγγέλλει το αίτημα της Ένωσης, συστήνοντας τη στάση της αποχής απέναντι στα γεγονότα. αμέσως μετά, όμως και κάτω από την πίεση της κοινωνικής δυναμικής, θα αλλάξει γραμμή, αναφερόμενο στην ανάγκη συγκρότησης ενός ενιαίου αντιιμπεριαλιστικού μετώπου. Σε κάθε περίπτωση, η στάση αυτή του ΚΚΚ αντανακλά μια εγγενή αντιφατικότητα η οποία δεν θα μπορέσει να επιλυθεί ούτε τα επόμενα χρόνια».
Ο Σ.Σ. στις λίγες αυτές σειρές και χωρίς καμία προσφυγή σε γενικολογίες ή μαξιμαλισμούς, έχει πλήρως αποτυπώσει την διαχρονικά φοβική απέναντι στα εθνικά ζητήματα και τον πατριωτισμό στάση μεγάλου μέρους της Κυπριακής Αριστεράς, σε όλη την μέχρι και σήμερα διαδρομή της. Και το ίδιο λάθος του 1931 θα το επαναλάβει τον Απρίλη του 1955 με το να καταδικάσει με τον πιο έντονο τρόπο την έναρξη του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα. Δύο χρόνια αργότερα τον Μάρτιο του 1957 θα υποχρεωθεί σε νέα αυτοκριτική: «η ΚΕ υπογραμμίζει ανοικτά ότι στη στάση μας έναντι της ΕΟΚΑ διαπράξαμε μια σειρά λάθη, μερικά από τα οποία αρκετά σοβαρά. Πρώτα πρώτα από την αρχήν υποτιμήσαμε σοβαρά το κίνημα της ΕΟΚΑ…. οι χαρακτηρισμοί που σε ανακοινώσεις και σε άρθρα μας δώσαμε στην ΕΟΚΑ και τους αγωνιστάς της, αποκαλώντας τους «Ψευτοδιγενήδες», «τραμπούκους», «βαρελότους», κ.λπ…. για όλα αυτά ο κεντρικός καθοδηγητικός πυρήνας φέρει την πιο βαριά ευθύνη».
Η αυτοκριτική αυτή όμως ποτέ δεν ξεπέρασε κάποιο όριο. όριο που επικαθοριζόταν από «την εμμονική άρνηση του ΑΚΕΛ απέναντι στον ένοπλο αγώνα».
Έτσι το ΑΚΕΛ μπορούσε να συνεχίζει την αδιάλλακτα συντεχνιακή ταξική του πάλη ως μια sui generis παραλλαγή του Labor Party αλλά και κάποιων ναυαγών κούτβηδων της Διεθνούς στην Ανατολική Μεσόγειο, οι νεκροί όμως του αγώνα και οι αγχόνες στήνονταν για την ΕΟΚΑ, δένοντάς την με ακατάλυτους δεσμούς αίματος με το σύνολο των Ελληνοκυπρίων. Τα φυλακισμένα μνήματα, γαρ.
Η ακελική ταξικότητα φάνταζε και φαντάζει γελοία, μπροστά στο πλέον απόλυτα εθνικό και ταξικό πρόταγμα: ΕΝΩΣΙΝ ΚΑΙ ΑΣ ΤΡΩΓΟΜΕΝ ΚΑΙ ΠΕΤΡΑΣ
Ας μην ξεχνάμε την από το 1956 προκήρυξη της ΕΟΚΑ: «Δεν είμαστε ούτε ιμπεριαλιστές, ούτε καπιταλιστές, αλλά φτωχά παιδία του λαού. Είμαστε φλογεροί εθνικιστές με εθνικά ιδεώδη και αγάπη για την ελευθερία, αρετές που κληρονομήσαμε από τους πατέρες μας, που και αυτοί, όπως και εμείς χύσανε το αίμα τους για να ελευθερωθούν από τον ξένο ζυγό. Μα επίσης θέλουμε δίκαιη κοινωνία, στην οποία ο καθένας να αμοίβεται ανάλογα με τον κόπο του και όπου το άτομο δεν θα είναι ανυπεράσπιστο και εκμεταλλευόμενο από τον έξυπνο. ΦΑΝΑΤΙΚΟΙ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ, ΜΑ ΦΑΝΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΟΙ ΣΤΗ ΔΙΑΝΟΜΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ. Αυτό είναι το πιστεύω μας. Γι’ αυτό τώρα χύνουμε το αίμα μας».
Το ΑΚΕΛ για άλλη μια φορά είχε καταφέρει περνών από το Λεκανοπέδιον να του διαφύγουν αι Αθήναι.
Στο μεταξύ στις βρετανικές φυλακές οι φυλακισμένοι αγωνιστές του ΙΡΑ έρχονταν σε άμεση επαφή-συνεργασία με τους φυλακισμένους στην Αγγλία αγωνιστές της ΕΟΚΑ, διαμορφώνοντας ένα πρωτόγνωρο δεσμό επαναστατικής αλληλεγγύης και δράσης, ανάμεσα στα δύο αυθεντικά αντιαποικιακά κινήματα, όπως μας τα περιέγραψε αναλυτικά, ο αείμνηστος φίλος και σύντροφος Βίας Λειβαδάς, κρατούμενος τότε στις αγγλικές φυλακές και πρόεδρος στην συνέχεια του Συνδέσμου Πολιτικών Καταδίκων ΕΟΚΑ. Είναι η περίοδος που ο Τσε Γκεβάρα με την φωτογρα-φία του Αυξεντίου στο πλευρό του και ο Κάστρο μελετούσαν την τακτική της ΕΟΚΑ για να την εφαρμόσουν επιτυχημένα το 1959 στην Κούβα ( είναι η εποχή που και με τον ανεπανάληπτο Αποχαιρετισμό του Γιάννη Ρίτσου, ο Αυξεντίου περνούσε ποιητικά στην αθανασία και η εαμική-πατριωτική ελλαδική Αριστερά προσέφερε το δικό της φόρο τιμής αίματος στη μεγάλη υπόθεση του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού- αντιαποικιακού αγώνα).
Με το βιβλίο του Σ.Σ. δεν τελειώνεις εύκολα. Όχι, φυσικά, γιατί είναι ένα ογκοδέστατο βιβλίο, αλλά γιατί είναι ένα βιβλίο που αναδεικνύει με επαρκή τρόπο πλείστα όσα κεντρικά επίδικα περί το Κυπριακό.
Ειλικρινά αυτά που έθιξα δεν είναι παρά το προσχέδιο ενός προσχεδίου.
Μια πολύ βαθιά και ουσιαστική λ.χ. παράμετρος είναι να ερευνήσουμε (και ο Σ.Σ. εν μέρει το κάνει) τις βαθύτερες αιτίες της οργανικής σύγκλισης ανάμεσα
Α) Στο κομμάτι εκείνο των Ελληνοκυπρίων που προκρίναν ως συμφερότερη την Ανεξαρτησία,
Β) Στο ΑΚΕΛ που επίσης προέκρινε την ανεξαρτησία αλλά και επελέγη και από τον Μακάριο ως οργανικός εταίρος του νέου συγκροτήματος
Γ) Στην Σ. Ένωση/Ρωσία που σταθερά ήθελε μια Κύπρο εκτός δυτικοευρωπαϊκών δομών και που με όργανο το ΑΚΕΛ διασφάλιζε την ενεργή παρουσία της στο νεοεκκολαφθέν κράτος.
Αυτά όμως και άλλα πολλά, τα περισσότερα που δεν θίξαμε, μπορούμε, οφείλουμε, να τα συζητήσουμε σε ένα νέο κύκλο. Έτσι και αλλιώς το βιβλίο του Σ.Σ. ήρθε για να μείνει και θα μείνει.
· Παρουσίαση του βιβλίου του Σπύρου Σακελλαρόπουλου : Ο ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ (1191-2004) ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΣΤΗ ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗ
Η αναγόρευση της τ/κ μειονότητας του 18% σε ρυθμιστή εκτροχίασε το Κυπριακό από τον δρόμο της αυτοδιάθεσης