ΑΜΕΣΗ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΧΑΡΑΞΗ
ΝΕΑΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ
Του Λουκά Αξελού
Θα ξεκινήσω με την αποδοχή ενός θλιβερού για όλους μας, αλλά πραγματικού γεγονότος.
Η Ελλάδα και η Κύπρος κατά το πλείστον της σύγχρονης κρατικής τους ιστορικής διαδρομής, λειτούργησαν υπό καθεστώς στενής διεθνούς επιτροπείας.
Η κατάσταση όμως την τελευταία επταετία ξεπέρασε κάθε όριο, καθιστώντας τες όχι μόνον ουσιαστικά, αλλά και τυπικά κράτη περιορισμένης κυριαρχίας.
Ξεπερνά και τα πλαίσια της επιστημονικής φαντασίας το πώς μια Ελλάδα που αντιστάθηκε νικηφόρα στην τριπλή φασιστική-ναζιστική κατοχή το 1940-1945, βρέθηκε υπό νέα αγγλοαμερικανική ημικατοχή την δεκαετία του ’50, με ολική επαναφορά στις μέρες μας, στα χρόνια του μνημονίου, των ηττημένων στον πόλεμο Γερμανών κατακτητών.
Και το ίδιο ισχύει και για την Κύπρο, όπου ένας λαμπρός εθνικός-απελευθερωτικός αγώνας το 1955-1959, κατέληξε στην ανάπηρη ανεξαρτησία του 1960, την εισβολή και κατοχή του 40% του νησιού το 1974, και την σημερινή σχεδόν αφασική κατάσταση, παρ’ όλο το ελπιδοφόρο εκείνο 76%, του 2004, που, όπως θα έλεγε και ο Σεφέρης, το αφήσαμε σαν πλατύ ποτάμι να περάσει μέσα από τα δάκτυλά μας.
Η καταθλιπτική αυτή πραγματικότητα με χαίνουσα, εδώ και σαράντα τρία χρόνια πληγή, την Κύπρο, φορτίζεται κατεξοχήν αρνητικά στην παρούσα συγκυρία.
Κι αυτό γιατί μετά τον θάνατο του αείμνηστου Τάσσου Παπαδόπουλου και την αποδιοργάνωση του άτυπου, πολλαπλά προβληματικού, είναι η αλήθεια, αλλά υπαρκτού πατριωτικού-δημοκρατικού μετώπου, που με αφορμή το Σχέδιο Ανάν είχε συγκροτηθεί σε Κύπρο και Ελλάδα, η σύνολη υπόθεση της Κύπρου έχει τραγικά υποχωρήσει, στον βαθμό που επικεφαλής της Κυπριακής Δημοκρατίας βρέθηκαν και βρίσκονται κυβερνήσεις των δύο βασικά συνυπόλογων και συνυπεύθυνων για την κατάντια του Κυπριακού κομμάτων, του ΑΚΕΛ και του ΔΗΣΥ. Κομμάτων που σε ηγετικό επίπεδο, προσπαθούν επίμονα να επαναφέρουν από το παράθυρο αυτό που με συντριπτική πλειοψηφία ο κυπριακός λαός, η ίδια η λαϊκή τους βάση, έριξε στον κάλαθο των αχρήστων το 2004.
Την κατάσταση όμως επιδεινώνει περαιτέρω το γεγονός ότι και η αντίστοιχη ελλαδική κυβέρνηση, των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, θανάσιμα εγκλωβισμένη και με ευθύνη της στην μέγγενη των μνημονίων, και αθεράπευτα ανιστόρητη στο να αντιληφθεί το μέγεθος και το βάθος του τουρκικού κινδύνου, αποκαλύπτεται καθημερινά ως ανεπαρκής στο να προασπίσει τον ρόλο της Ελλάδος ως κέντρου του καθόλου Ελληνισμού, αλλά και ως εγγυήτριας δύναμης στην μεγάλη υπόθεση της Κύπρου.
Δεν χρειάζονται δραματοποιήσεις για να γίνει από μόνο του αντιληπτό το γεγονός της τραγικής κατάστασης που βρίσκεται σήμερα σύμπας ο Ελληνισμός και το μέγεθος των ορατών εθνικών κινδύνων ή καταστροφών που εγκυμονεί η παράταση και συνέχιση της μέχρι σήμερα συνολικά χρεοκοπημένης πολιτικής.
Καιρός όμως είναι να εστιάσουμε την προβληματική μας στο πού ακριβώς βρίσκεται σήμερα το Κυπριακό προσπαθώντας με βάση τις δηλώσεις, αλλά – κυρίως – τις πρακτικές των ποικίλων εμπλεκομένων, να καταλάβουμε τις βαθύτερες στοχεύσεις τους.
Είναι, κατά την γνώμη μου, πιστοποιημένο πια, ότι οι τρίτοι και κατά πρώτο λόγο η Βρετανία, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, αφού από το 1950 και εντεύθεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και ενέπλεξαν τον τουρκικό παράγοντα (Τουρκία-Τουρκική μειονότητα στην Κύπρο) ω οργανικό κομμάτι και «αφετηριακή συνιστώσα» του όλου ζητήματος, φαίνεται να έχουν ως στόχο τους στην παρούσα – τουλάχιστον – συγκυρία, να μην επιτρέψουν την ολική τουρκοποίηση του νησιού. Κι αυτό γιατί είτε με την Κύπρο στην ΕΕ, είτε όχι, σταθερός στόχος τους παραμένει ή μια πλήρως αποδυναμωμένη και διχοτομημένη Κύπρος ή μια κατ’ όνομα ενωμένη Κύπρος υπό την διεύθυνση «τριών δικαστών δικής τους αρεσκείας», όπως προέβλεπε και το υποδειγματικό τερατούργημα προς σύσταση προτεκτοράτου, το διαβόητο Σχέδιο Ανάν.
Σε όλο αυτό το πλέγμα και δη μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο ρόλος της Ένωσης είναι επί της ουσίας δευτερεύων, όπως – άλλωστε – αποκάλυψε η «γενναιοδωρία» των βασικών παικτών (Τουρκία-Αγγλία-ΗΠΑ), στο να της παραχωρήσουν την θέση του παρατηρητή και μόνον, στην πρώτη αλλά και στην επικείμενη δεύτερη Γενεύη. Θέση πτωχού συγγενούς, αλλά καλύτερη, θα έλεγε ενδεχομένως κάποιος, από αυτήν της σταθερής απόρριψης συμμετοχής των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Ο πιο σοβαρός, λοιπόν, κίνδυνος για την Κύπρο, όπως και στο παρελθόν επεσήμανα, δεν είναι η κατάληψη του υπόλοιπου νησιού από τους Τούρκους, αλλά η κατάλυση της υπάρχουσας, ανάπηρης αλλά ζωντανής ακόμα, Κυπριακής Δημοκρατίας ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος και η υπαγωγή της σε κάποιο νέο μοντέλο προτεκτοράτου του 21ου αιώνα, με σφραγίδα βοσνιακή.
Τον κίνδυνο αυτό καθ’ όλα υπαρκτό, δεδομένης της πρωτοφανούς ελλαδικής και ελληνοκυπριακής υποχωρητικότητας, οφείλουμε να τον έχουμε συνέχεια κατά νου. Οι τάχα μου «νηφάλιες και ρεαλιστικές» προσεγγίσεις των σε διατεταγμένη υπηρεσία τεχνοκρατών τύπου Έσπεν Μπαρθ Άιντα, ότι η Κύπρος ως μέλος του ΟΗΕ, της ΕΕ και άλλων διεθνών οργανισμών είναι καθ’ όλα κατοχυρωμένη, μπορεί να βρίσκουν και βρίσκουν έρεισμα στους αθεράπευτα αφελείς ή τους χρήσιμους ηλίθιους, που – παρεμπιπτόντως – δεν είναι λίγοι, αλλά πρέπει να ξεσκεπαστούν χωρίς ταλάντευση, από όλους εμάς.
Σαφές, λοιπόν πρέπει να είναι ότι με τον Α΄ ή Β΄ τρόπο η Κύπρος θα εξακολουθεί να παρίσταται στους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους συμμετέχει.
Απλώς η Κυπριακή Δημοκρατία, όπως την γνωρίσαμε, έστω και με τα τόσα αρνητικά της, θα πάψει να υφίσταται και την θέση της θα καταλάβει ένα νεοαποικιακό έκτρωμα βοσνιανής κοπής, που θα μας κάνει να αναπολούμε νοσταλγικά αυτό που ζήσαμε και που έως σήμερα μας θέλει ως ζωντανή παρουσία του ακριτικού Ελληνισμού στην Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, με δεδομένο το εκρηκτικό ανατολικομεσογειακό τοπίο και την ελλαδική και ελληνοκυπριακή πλευρά σε προφανή αναντιστοιχία – αδυναμία χάραξης μιας νέας εθνικής στρατηγικής, διερωτώμαι φωναχτά, αν έχει κανένα πολιτικό όφελος, κανένα νόημα η επίσπευση των συνομιλιών, που αποτελούν απλή επανάληψη, ξεφτισμένη όμως πλέον, της αθλιότητας της δήθεν κάθε φορά τελευταίας ευκαιρίας, που ανερυθρίαστα προβάλλουν όλοι εκείνοι που στόχο είχαν και έχουν να κλείσουν άρον-άρον το ζήτημα.
Με δεδομένη την τουρκική αδιαλλαξία, με το τουρκοκυπριακό παρακράτος συνεπή εκτελεστή των τουρκικών επιταγών, με σταθερά και διαχρονικά απέναντί μας τον κατεξοχήν τέκτονα της Κυπριακής τραγωδίας τον βρετανικό παράγοντα και τις ΗΠΑ και το Ισραήλ προβληματισμένες μεν στην «μετά Νούλαντ εποχή», αλλά όχι, τουλάχιστον ακόμα (και δεν είναι βέβαιο ότι θα το κάνουν), να επεξεργαστούν μια νέα στρατηγική προσέγγισης της Τουρκίας, πρέπει κανείς να έχει ολική απώλεια οράσεως για να βλέπει έστω και χαραμάδα φωτός στον νέο κύκλο συνομιλιών.
Ποιο λοιπόν, επαναλαμβάνω, είναι το νόημα της επισπεύσεως, που με άφρονα τρόπο αποδέχθηκε η κυβέρνηση Αναστασιάδη, πρωταθλήτρια, δυστυχώς, στις υπαναχωρήσεις και ανεχόμενη ποικίλες ταπεινώσεις από τον εκπρόσωπο του τουρκοκυπριακού παρακράτους και εντολοδόχο της Τουρκίας Μουσταφά Ακιντζί;
Πόσο ικανή και αποτελεσματική μπορεί να θεωρηθεί μια κυβέρνηση που αυτοπαραιτείται από το διεθνές κεκτημένο της, αποδεχόμενη κατ’ ουσίαν στα πλαίσια της Πενταμερούς, ρόλο ισοβαρή με αυτόν της τουρκοκυπριακής μειονότητας;
Γιατί ας μην κοροϊδευόμαστε, η κυβέρνηση Αναστασιάδη αποδέχεται «χάριν του κοινού καλού;», να λειτουργήσει κατ’ ουσίαν ως εκπρόσωπος της «ελληνικής κοινότητας», αφού κατά τους Τούρκους η Κυπριακή Δημοκρατία είναι εκλιπούσα, σε μια διαδικασία που είναι πασιφανές ότι οδηγεί στην επικράτηση της οργανωμένης και μεθοδικά στοχεύουσας τουρκικής πλευράς, η οποία μέσω της νέας Πενταμερούς θα επιβάλει και διαδικαστικά και ουσιαστικά την δική της ατζέντα.
Γιατί επ’αυτού ας μην υπάρχει η παραμικρή αυταπάτη. Η προτεινόμενη λύση δεν είναι και δεν μπορεί παρά να είναι, χειρότερη ακόμα και από αυτήν που προτεινόταν μέσω του τερατουργήματος Ανάν.
Έχει ήδη επαρκώς, θα έλεγα, αναλυθεί, γιατί η φόρμουλα της Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας, αποτελεί πρόταση που βρίσκεται κυριολεκτικώς εκτός τροχιάς διεθνούς δικαίου και κυπριακής πραγματικότητας.
Ουσιαστικά πρόκειται περί λεοντής που προσπαθεί να καλύψει τον πραγματικό στόχο που είναι η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος.
Είναι απόλυτα καθαρό ότι μια λύση που νομιμοποιεί τα τετελεσμένα της κατοχής, του εποικισμού και της εθνοκάθαρσης, που επεκτείνει μέσω εγγυήσεων και παραμονής των στρατευμάτων κατοχής, την τουρκική παρουσία σε όλο το νησί και που μπάζει από το παράθυρο την Τουρκία και στα ευρωπαϊκά δρώμενα, όχι μόνο δεν αποτελεί λύση που συνάδει με το διεθνές δίκαιο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, αλλά τουναντίον έρχεται να σαρώσει και τα τελευταία υπολείμματα αυτού που θα χαρακτηρίζαμε διεθνή νομιμότητα.
Αυτή, λοιπόν, η λύση που προσπαθεί να επιβληθεί από την Τουρκία και την Βρετανία, είναι σαφές ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, βαθαίνοντας ακόμα περισσότερο την στρατηγική τους συνεργασία που εγκαινίασε η Τριμερής του 1955.
Η «λύση» όμως αυτή, οφείλω να πω, δεν φαίνεται να γίνεται ως σύνολο αποδεκτή, σε διαφορετική, φυσικά, κλίμακα και για διαφορετικούς λόγους, από μια σειρά «παικτών της περιοχής», με τους οποίους η Τουρκία βρίσκεται σε εμφανή προστριβή τα τελευταία χρόνια.
Τόσο το Ισραήλ, όσο και η Αίγυπτος, αλλά και ο Λίβανος και η Ιορδανία (Η Συρία είναι πλέον εξ αντικειμένου απέναντι από την Τουρκία), αισθάνονται την ανάγκη αναδιάταξης του παλιού «status» και την δημιουργία νέων συμμαχιών που θα «εναρμονίζονται» με την νέα πραγματικότητα και θα ανακόπτουν και περιορίζουν τον εμφανώς επεκτατικό τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό.
Η ανακάλυψη των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Λεκάνη αποτέλεσε και αποτελεί μιαν πρώτης τάξεως ευκαιρία για να υλοποιηθεί και πρακτικά η συγκρότηση ενός μετώπου στο οποίο ο προεξάρχων ρόλος του Ισραήλ είναι εμφανής, στον βαθμό –άλλωστε – που οι κινήσεις του δείχνουν να συμπλέουν με τους επανασχεδιασμούς των Αμερικανών στην περιοχή, όπου εξακολουθούν τυπικά και ουσιαστικά να είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Σε αυτό το πλαίσιο μια πάντα αδύναμη (διότι έτσι όλοι την θέλουν) Κυπριακή Δημοκρατία, φαίνεται να παίζει έναν περισσότερο λειτουργικό – συγκολλητικό ρόλο καθώς οι σχέσεις της με την υπερδύναμη και το Ισραήλ δείχνουν να λειτουργούν ικανοποιητικά, καθώς οι πολυεθνικοί πετρελαϊκοί κολοσσοί θεωρούν ότι εξυπηρετούνται καλύτερα από μιαν αδύναμη και υπάκουη Κύπρο, παρά από μια κραταιά και δύστροπη Τουρκία και καθώς – τέλος – η στάση των αραβικών εμπλεκόμενων κρατών είναι σε προφανώς καλύτερο επίπεδο με την Κυπριακή Δημοκρατία, από ό,τι οι σχέσεις τους με την άρτι νεοϊσλαμική Τουρκία, για την οποία οι μνήμες τους από την οθωμανική κατάκτηση είναι ακόμη νωπές.
Αυτό λοιπόν που πρωτοξεκίνησε με την πρωτοβουλία του διορατικού Τάσσου Παπαδόπουλου και αφορούσε την διευθέτηση της Κυπριακής ΑΟΖ με τις όμορες της Κύπρου χώρες, δείχνει ως ένα βαθμό, αν και αντιφατικά και με ασυνέχειες, να συνεχίζεται έως και σήμερα.
Οι συγκεκριμένες κινήσεις που διαμορφώνουν τους άξονες Κύπρου-Ελλάδος-Ισραήλ, Κύπρου-Ελλάδος-Αιγύπτου και πιθανά άμεσα Κύπρου-Ελλάδος-Λιβάνου, συνθέτουν μια πραγματικότητα στο κέντρο της οποίας βρίσκεται η Κύπρος.
Στον βαθμό που αυτή η εκτίμηση είναι βάσιμη, αυτό και μόνον αποτελεί έναν πρόσθετο λόγο, ένα πολύ ισχυρό θα έλεγα επιχείρημα, για το σταμάτημα της ψοφοδεούς, φοβικής και αυτοκαταστροφικής πολιτικής που συνεπάγεται ο εγκλωβισμός μας σε μια Πενταμερή, που εξυπηρετεί απροκάλυπτα, την Άγκυρα, το κατοχικό παρακράτος και το Λονδίνο.
Μια πολιτική που δεκαετίες τώρα έχει θύμα- αναγκαστικό θεατή τον λαό της Κύπρου. Θεατή που παρακολουθεί το διαρκές θέατρο του παραλόγου, της ελληνοποίησης δηλαδή των τουρκικών θέσεων που στην συνέχεια παρουσιάζονται ως το απαύγασμα – τάχα μου – των «σκληρών» διαπραγματεύσεων που διεξάγονται ανάμεσα στις δύο «ισότιμες πλευρές».
Δεν είμαι σε θέση να διαγνώσω αν έχουμε πατώσει στου κακού την σκάλα. Είμαι όμως σε θέση να σας διαβεβαιώσω ότι η άλλη πλευρά της ιστορίας των Ελλήνων και δη των Ελλήνων της Κύπρου δεν είναι μακριά, δεν είναι αλλού.
Είναι αυτό το Έθνος και αυτός ο Λαός που δημιούργησε το έπος του 1955-1959, είναι αυτό το Έθνος και αυτός ο Λαός που είπε ΟΧΙ στην κατάργησή του ως ιστορικό υποκείμενο το 2004.
Κανένας έλατος δεν πάει μόνος του στο πριονιστήριο, λέει ο ποιητής.
Ελπίζω ο Κυπριακός Λαός να πει ξανά ένα γενναίο ΟΧΙ στους καταπατητές ξυλοκόπους της ζωής και των ονείρων του.
Πάφος, Ιούνιος 2017