ΑΡΓΕΝΤΙΝΑΖΟ: ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ
Όπως και σήμερα συμβαίνει στην Ελλάδα, έτσι και στην Αργεντινή τη παραμονή του Αργεντινάζο τίποτε δεν προμήνυε την ορμητική είσοδο της μαζών στην πολιτική και την ιστορία.
Πλούσια τα διδάγματα που πρέπει να βγάλει η Αριστερά για την σχέση μεταρρύθμισης – επανάστασης, για την ανάγκη του εργατικού πρσανατολισμού και μετωπικής δράσης.
Το Αργεντινάζο, ως μια από τις σημαντικότερες στιγμές της ταξικής πάλης τις τελευταίες δεκαετίες, αποτέλεσε ένα βίαιο και απρόσμενο ρήγμα στην (προ)ιστορία, μια φευγαλέα ματιά, μια σκηνή από τα προσεχώς της ανθρώπινης ιστορίας. Τίποτε ωστόσο μέχρι μια μέρα πριν δεν συνηγορούσε ότι το διήμερο 19-20 Δεκεμβρίου θα ανοίξει μια νέα σελίδα στην ιστορία των σύγχρονων εξεγέρσεων. «Κανένα φως μόνο ορατό σκοτάδι» διακρινόταν, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα στην Ελλάδα, με βάση την περιγραφή της κόλασης από τον Χαμένο παράδεισο του Τζον Μίλτον. Ο σύγχρονος, ολοκληρωτικός καπιταλισμός επομένως παράγει εξεγέρσεις και επαναστάσεις, με την ίδια σχεδόν αναγκαιότητα που παράγει φτώχεια και εξαθλίωση. Το πετυχαίνει δε όχι στην περιφέρεια, όπου οι σχέσεις μισθωτής εργασίας και η ατομική ιδιοκτησία συνυπάρχουν με σχετικά καθυστερημένες καπιταλιστικές μορφές εκμετάλλευσης αλλά στην καρδιά του ανεπτυγμένου καπιταλισμού.
Ποια είναι όμως τα συμπεράσματα που αξίζει να κρατήσει μια Αριστερά η οποία θέλει να νικήσει από την εκρηκτική άνοδο και τη σταδιακή υποχώρηση του Αργεντινάζο; Οι παρακαταθήκες του πολύτιμου αυτού άλματος αφορούν νέες εμπειρίες για τη σχέση μεταρρύθμισης και επανάστασης, στην ανάγκη αυτοτελούς έκφρασης της εργατικής πολιτικής και στη σημασία που έχει η μετωπική δράση της Αριστεράς.
Η σημαντική και αδιαμφισβήτητη βελτίωση που επήλθε στη θέση της κοινωνικής πλειοψηφίας την τελευταία δεκαετία, μεταξύ 2003 και 2010 συγκεκριμένα, όπως φαίνεται από την μείωση της ανεργίας από το 19,7% στο 7,3%, της φτώχειας από το 50,6% στο 19% και της ακραίας φτώχειας από το 24,7% στο 2,8% δεν οφείλεται τόσο στη γενναιοδωρία του Κιρχνερισμού, αλλά στον κλονισμό που δέχτηκε η αστική πολιτική. Είναι το τίμημα που πληρώνει το κεφάλαιο για το Αργεντινάζο. Ταυτόχρονα φαίνεται πως προϋπόθεση ακόμη και γι’ αυτή την βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, που σε κάθε περίπτωση παραμένει επισφαλής και πρόσκαιρη, είναι η μετωπική αμφισβήτηση των νόμων κίνησης της αστικής κοινωνίας, ο κλονισμός της αστικής κυριαρχίας. Η «αριστερή κυβέρνηση» δεν αποτέλεσε επομένως την δικαίωση αλλά την υποχώρηση της επαναστατικής δυνατότητας, δεν ήταν το αίτημα των εξεγερμένων αλλά η παραχώρηση του κεφαλαίου. Κατά συνέπεια καμιά διεκδίκηση σήμερα δεν έχει καν ελπίδες πραγματοποίησης όσο δεν γίνεται απειλητική, όσο δεν αποτελεί μέρος ενός συνολικού προγράμματος αιτημάτων που συγκρούεται με τους νόμους των αστικών σχέσεων στην οικονομία και την πολιτική.
• Δυσκολότερη στις σημερινές συνθήκες γενικευμένης δημοσιονομικής κρίσης η μείωση του δημόσιου χρέους
Επιβεβαιώνεται άλλωστε όχι μόνο από τις παραχωρήσεις της κυβέρνησης Κίρχνερ αλλά και από τις υποχωρήσεις της, που είναι εξ ίσου θεαματικές. Καθώς, αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του 76% των πιστωτών της Αργεντινής να παραιτηθούν από το 60% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων τους, τον Φεβρουάριο του 2005, ήταν η απόφαση της κυβέρνησης να αποπληρώσει το σύνολο του χρέους της στο ΔΝΤ, ύψους 9,8 δισ. ευρώ, επιτυγχάνοντας να διαγράψει από το χρέος στο μισητό οργανισμό μόνο 900 εκ. ευρώ που αφορούσαν τόκους. Οι όροι δε που περιλαμβάνονται στα νέα ομόλογα τα οποία εκδόθηκαν σε αντικατάσταση των παλιών συνιστούν ωρολογιακή βόμβα για την πορεία του δημόσιου χρέους της Αργεντινής στο άμεσο μέλλον. Ακόμη όμως κι αυτός ο συμβιβασμός του «αριστερού» Περονισμού με το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο (όπως αποθανατίστηκε σε μια ιστορική επίσκεψη του Νέστορα Κίρχνερ στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης τον Σεπτέμβριο του 2006, όπου σήμανε το καμπανάκι με το οποίο ξεκινά η καθημερινή συνεδρίαση) δεν είναι παρά το αντεστραμμένο είδωλο της υποχώρησης του Αργεντινάσο. Η άνοδος και η αποκαθήλωση του Κιρχνερισμού δεν είναι παρά αντανάκλαση της πίεσης που άσκησε όλη την προηγούμενη δεκαετία στην αστική τάξη η εργατική και λαϊκή πάλη. Οι κοινωνικοί αγώνες επομένως καθόρισαν το επίπεδο των παραχωρήσεων, αποτελώντας το καθοριστικό στοιχείο στην κίνηση του κοινωνικού εκκρεμούς και όχι η απλοχεριά της «αριστερής κυβέρνησης», που κι αυτή έγινε δυνατή σε ένα πολύ συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Η μείωση του δημόσιου χρέους της Αργεντινής από 138,8% του ΑΕΠ το 2003 στο 45,9% του ΑΕΠ τον Μάρτιο του 2011, με άλλα λόγια, μπορούσε να γίνει πιο εύκολα την δεκαετία που μας πέρασε όταν η καπιταλιστική κρίση που εμφανίζεται ως κρίση χρέους δεν είχε προσλάβει τα χαρακτηριστικά πανδημίας όπως σήμερα, απειλώντας άμεσα ακόμη και χώρες όπως η Γαλλία που κινδυνεύει με υποβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή οι ΗΠΑ που ήδη υποβαθμίστηκαν. Επομένως ακόμη και για ένα ισοδύναμο αποτέλεσμα σήμερα, που η κρίση έχει μεταφερθεί σε όλο το βόρειο και δυτικό ημισφαίριο απαιτείται πολύ πιο μαχητικός, πολύ πιο μακροχρόνιος, πολύ πιο συνειδητά αντικαπιταλιστικός αγώνας που να τροφοδοτείται και να τροφοδοτεί την επαναστατική – κομμουνιστική προοπτική. Πρόκειται για μια διαδικασία που δεν καταργεί την ανάγκη των διαφορετικών, αυτοτελών κοινωνικών μετώπων (για παράδειγμα ενάντια στο δημόσιο χρέος ή ενάντια στις νομισματικές ενοποιήσεις) αλλά υπογραμμίζει την ανάγκη εμβάθυνσης του περιεχομένου τους και του εργατικού προσανατολισμού τους.
Κατά πόσο όμως εκφράστηκε ολοκληρωμένα η εργατική πολιτική, διαπερνώντας και ηγεμονεύοντας τους πολύμορφους κοινωνικούς αγώνες, κοινή συνισταμένη των οποίων αποτέλεσε το Αργεντινάζο; Αναμφισβήτητα ο αγώνας των άνεργων πικετέρος και των κατηλλειμένων εργοστασίων αύξησε το ειδικό βάρος της εργατικής τάξης στην κοινωνική αναμέτρηση, με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα αυτά τα μέτωπα να αποτελούν αγκάθι στα πλευρά της κυβέρνησης και ζωντανή υπόμνηση του Αργεντινάζο. Παρόλα αυτά τα μικροαστικά συμφέροντα, που ριζοσπαστικοποιήθηκαν με την κατάσχεση των τραπεζικών λογαριασμών και εκφράστηκαν μέσα από το κίνημα των συνελεύσεων στις πλατείες ακόμη και στο ρηξιακό αίτημα της δημιουργίας συντακτικής συνέλευσης, φαίνεται πως ηγεμόνευσαν και δεν ηγεμονεύθηκαν στην απολύτως απαραίτητη, σύγχρονη εργατολαϊκή συμμαχία, μέσα στην πορεία του αγώνα προσδιορίζοντας με αρνητικό τρόπο το βεληνεκές και την αποτελεσματικότητά του.
ΕΛΛΕΙΨΗ ΜΕΤΩΠΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ
Ανάγκη προγραμματικών τομών στην Αριστερά
Η ικανότητα της αστικής πολιτικής να κλείσει το ρήγμα που άνοιξε η ορμητική και επικίνδυνη εισβολή των μαζών στο προσκήνιο φάνηκε μόλις τον Απρίλιο του 2003, ενάμισι χρόνο μετά το Αργεντινάζο, όταν στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν ο Κάρλος Μένεμ (πρόεδρος που χρεώθηκε την χρεοκοπία και υπ’ αριθμόν ένα μισητό πρόσωπο στην Αργεντινή την περίοδο της εξέγερσης) χάνει την πρώτη θέση για δύο ποσοστιαίες μονάδες και την δεύτερη Κυριακή, στις επαναληπτικές εκλογές, πρόεδρος αναδεικνύεται ο Νέστορ Κίρχνερ. Η κάλυψη του ρήγματος επιβεβαιώνεται επίσης από τα απογοητευτικά εκλογικά αποτελέσματα της επαναστατικής Αριστεράς. Το Εργατικό Κόμμα (Παρτίδο Ομπρέρο) παρότι διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην εξέγερση, παρότι συνέβαλε στον προσανατολισμό, την εμβάθυνση και την κατανόησή της με τις θεωρητικές επεξεργασίες και τις κινηματικές του πρωτοβουλίες, δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει σε πολιτικό επίπεδο την πρωτοπόρα δράση του. Κι εδώ προφανώς τα εκλογικά αποτελέσματα δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από έναν ευαίσθητο παλμογράφο τνω κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών.
Η αιτία, κατά την γνώμη μας, βρίσκεται στην υποτίμηση της αναγκαιότητας ενός σύγχρονου, καινοτόμου συνδυασμού επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής, καθώς και της αναγκαίας μετωπικής αντικαπιταλιστικής παρέμβασης. Οι δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς στην Αργεντινή δεν ξεπέρασαν με ένα προωθητικό τρόπο τις επιμέρους διαφορές τους για να μπορέσουν να στείλουν το μήνυμα της αντικαπιταλιστικής ενότητας στον ίδιο τον κόσμο του αγώνα, με αρνητικά αποτελέσματα για την απήχηση και την ανάγκη δημιουργίας τομών στο πρόγραμμα και τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά τους.
Ευρύτερα μιλώντας, η ανάγκη που αναδύουν οι ραγδαίες οικονομικο–κοινωνικές αλλαγές και η επαναστατική κατάσταση στην οποία θα μπαινοβγαίνουμε όλη αυτή την περίοδο ως αποτέλεσμα της αφύπνισης των εργαζομένων, υπογραμμίζουν την ανάγκη η επαναστατική Αριστερά να ξεπεράσει το αίσθημα αυτάρκειας σε βαθμό αλαζονείας που την διακατέχει και να τολμήσει την προγραμματική υπέρβαση, με νέες συνεισφορές στη θεωρία και με την επεξεργασία των κινηματικών εμπειριών, των επιτυχιών και των αποτυχιών. Από την απάντηση σε αυτό το στοίχημα θα κριθούν όλα τα επαναστατικά εγχειρήματα και η τύχη των ιδιόμορφων και παλινδρομικών επαναστατικών καταστάσεων που είναι προ των θυρών, ειδικά στην Ελλάδα.
Του Λεωνίδα Βατικιώτη