Από την ευάλωτη αριστεροσύνη στην ευάλωτη καθεστωτική πρακτική

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΑΛΩΤΗ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΕΥΑΛΩΤΗ ΚΑΘΕΣΤΩΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Του Λουκά Αξελού

Πολλά είπαμε· παρ’ όλα αυτά για το μεγαλύτερο,

το σκοτεινότερο, το βαθύτερο μέρος του Αχαάβ,

δεν καταφέραμε να πούμε το παραμικρό.

Χέρμαν Μέλβιλ, Μόμπι Ντικ

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Η ΑΘΗΝΑ ΔΕΝ ΚΤΙΣΤΗΚΕ ΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Αναγκαία διευκρίνιση

Ανεξάρτητα από τον βαθμό παραδοχής και την επιχειρηματολογία, το σύνο­λο, σχεδόν, των Ελλήνων πολιτών εισπράττει την σημερινή κατάσταση ως έναν καταστροφικό σεισμό διαρκείας, που εδώ και μιαν εξαετία εξακολουθεί να μας απειλεί με εξίσου σφοδρές μετασεισμικές δονήσεις.

Είναι όμως η ερμηνεία για τα αίτια, το βάθος της κρίσης, τις ευθύνες και τον τρόπο αντιμετώπισης της όλης καταστάσεως από το πλείστο των πολιτών και των πολιτικών δυνάμεων αντίστοιχο της σοβαρότητας του φαινομένου; Η καθημερινότητα το διαψεύδει, δείχνοντάς μας με τον τρόπο της ότι το πέρασμα σε μιαν άλλη πραγματικότητα απαιτεί νέους χάρτες και πλοήγηση σε αχαρτο­γράφητα νερά. Κι αυτό γιατί το χρονικό της πορείας προς την συντριπτική ήττα που έχουμε υποστεί ως Έθνος, ως Λαός και ως Αριστερά είναι μακρύ, ξεκινάει δεκαετίες πριν και δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής σε κανέναν μας.

Ως εκ τούτου, αυτό που θα μπορούσε να θέσει κανείς ως σημείο εκκίνησης για το φτιάξιμο ενός καινούργιου χάρτη, είναι η ανάγκη ύπαρξης πολλών και διαφορετικού χαρακτήρα και υφής, αλλά στην ίδια στρατηγική κατεύθυνση, προσεγγίσεων, η συστηματική προσπάθεια διασταύρωσης, επανεξέτασης και κριτικής αποτίμησής τους και στην συνέχεια η προσπάθεια τοποθέτησης των ψηφίδων στην σωστή τους θέση, με ιστορική επίγνωση ότι η ολοκλήρωση ανα­στύλωσης του κατεδαφισμένου κτηρίου είναι θέμα, τουλάχιστον, μιας γενιάς.

Είναι προαπαιτούμενο μιας σοβαρής ιστορικής και επιστημονικής προσέγγι­σης να συνειδητοποιήσουμε πως η αφετηριακά ανάπηρη ανεξαρτησία που κερ­δίσαμε το 1821, εξακολουθούσε να παραμένει ανάπηρη ακόμα και μετά την δεύτερη έφοδο στους ουρανούς το 1940-1945.

Η Ελλάδα εγγράφεται τύποις στους νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πόλεμου, αλλά κατ’ ουσίαν ο ελληνικός λαός στερείται του δικαιώματος να καθορίζει ο ίδιος το πεπρωμένο του.

Αυτό είναι το καθεστώς που και μεταπολιτευτικά κληρονομήσαμε, με κά­ποιες ρωγμές – είναι η αλήθεια – μετά το 1974, και σε αυτό το καθεστώς μας γυρίζει επί τα χείρω από το 2009 και εντεύθεν η πολιτική των Μνημονίων. Γιατί τα Μνημόνια συμπυκνώνουν, εσωτερικεύουν και θεσμοθετούν, οικονο­μικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και πολιτικά το σταθερά παρόν καθεστώς της εξάρτησης , το καθεστώς της ξενοκρατίας και της υποτέλειας για να θυμηθούμε και τον Γεώργιο Φιλάρετο.

Οι τρεις απόπειρες ανατροπής των αποτελεσμάτων του Εμφυλίου Πολέμου

Αν και ηττημένο στρατιωτικά και πολιτικά το 1949, το λαϊκό κίνημα, οι λα­ϊκές τάξεις, ο δημοκρατικός κόσμος (με πρωτοστατούσα την Αριστερά), κρατή­θηκε όρθιο χάρη στην δίκαιη οργή και πείσμα που δημιούργησε η απροκάλυπτη αγγλοαμερικανική επέμβαση, χάρη στην αδάμαστη βούληση των αγωνιστών της Αριστεράς να μην υποκύψουν στην βία των νικητών, χάρη στα ισχυρά ηθικά αποθέματα και τους οργανικούς δεσμούς με τις υποτελείς τάξεις που σύμπασα η Αριστερά είχε συσσωρεύσει στις δεκαετίες που πέρασαν και –φυσικά– χάρη στα οξύτατα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που δημιούργησε το κυρίαρχο αμερικανοκρατούμενο συγκρότημα εξουσίας.

Με αντιφατικά, ασυνεχή αλλά και επίμονα παρόντα μικρά και μεγάλα κύ­ματα, με την πλημμυρίδα και την άμπωτη πάντοτε παρούσες, τα ριζοσπαστικο­ποιημένα λαϊκά στρώματα και οι πολιτικές τους προεκτάσεις ξαναέθεσαν από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 επί τάπητος το διαχρονικό αίτημα για Εθνική Ανεξαρτησία – Δημοκρατία και Κοινωνική Δικαιοσύνη.

Και αποτελεί ιστορικό γεγονός ότι τρεις φορές το ριζοσπαστικοποιημένο ετε­ρογενές λαϊκό στρατόπεδο, πραγματοποίησε την αναγκαία εισβολή στον χώρο που ρυθμίζονταν τα πεπρωμένα του και συγκρουόμενο με τους επικυρίαρχους κατάφερε να «αγγίξει» την προοπτική μιας βαθύτερης εθνικής-δημοκρατικής αλλαγής που και αποτελούσε το καθολικό σημείο σύγκλισης των λαϊκών στρω­μάτων.

Ήταν το 1963-1964, το 1980-1981 και το 2014-2015. Και οι τρεις πε­ριπτώσεις παρά τις σημαντικές μεταξύ τους διαφορές, παρουσιάζουν κοινούς παρονομαστές, όπως:

Α) Το υπό συγκρότηση εθνικό-λαϊκό μπλοκ, κατ’ ουσίαν αποτελεί μιαν ετε­ρόκλητη κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στα φτωχά λαϊκά στρώματα και τα πα­ραδοσιακά ή υπό εκκόλαψιν νέα μεσοστρώματα. Πρόκειται επί της ουσίας για την ευρεία «Δημοκρατική Παράταξη» που κινείται από το 50% έως το 70% ανάλογα με το εύρος της κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας.

Β) Η σύγκλιση του ετερόκλητου κοινωνικά και πολιτικά στοιχείου, που συ­γκροτεί κάθε φορά το εθνικό-λαϊκό μπλοκ πραγματοποιείται σε ένα εθνικό- δημοκρατικό μίνιμουμ θέσεων και όχι στα ποικίλα μαξιμαλιστικά σενάρια που είχαν στο μυαλό τους οι διάφοροι ορθόδοξοι σοσιαλιστές ή κομμουνιστές.

Γ) Το χαμηλό επίπεδο «οργανικής σύνθεσης» του εναλλακτικού προγράμ­ματός τους.

Δ) Την σφοδρή έως λυσσαλέα αντίδραση που συνάντησαν από τους πολεμί­ους.

Ε) Τον ευκαιριακό, αντιδημοκρατικό, μεταπρατικό, ενίοτε εθελόδουλο και σε κάθε περίπτωση κατώτερο των περιστάσεων χαρακτήρα της ηγεσίας που σε κάθε μια περίπτωση ήταν επικεφαλής. Αυτά είναι μερικά από τα «κοινά» τους, τρόπον τινά, στοιχεία, γιατί από κει και πέρα οι διαφορές είναι υπαρκτές, παρά τον κοινό στην ήττα παρονομαστή τους.

Αξίζει, ίσως, να επισημανθεί ότι η πρώτη και η δεύτερη περίπτωση είχαν επικεφαλής ηγέτες που δεν εντάσσονταν στον χώρο της ιστορικής Αριστεράς, ενώ την τρίτη συγκρότησαν μεταλλαγμένα υπολείμματά της.

Τόσο η πρώτη, όσο και η δεύτερη περίπτωση στηρίζονταν σε μιαν ενεργή λαϊκή συμμετοχή, διαμορφώνοντας ανάλογες παρεμβάσεις και αντιστάσεις, γε­γονός που το αποδεικνύουν τόσο το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967 για την ανατροπή της πρώτης, όσο και η για μια πενταετία περίπου, χαμηλής – είναι η αλήθεια – κλίμακας, προσπάθειες του «λαϊκού» ΠΑΣΟΚ να αντισταθεί στις υπέρτερες δυνάμεις της εξωτερικής και εσωτερικής (εντός ΠΑΣΟΚ δηλαδή) αντίδρασης.

Η τρίτη περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι αρκετά διαφορετική στον βαθμό που ως φαινόμενο ταχύτητας πολιτικού μεταμορφισμού δεν έχει προηγούμενο στους κόλπους της Αριστεράς. Η προδοσία του δημοψηφίσματος του 2015 και η εν μια νυκτί αλλαγή στρατοπέδου (παρ’ ότι η μετατόπιση είχε συντελεστεί πολύ πιο πριν), κατέκαψε κυριολεκτικά τα περιορισμένα αποθέματα καυσίμων που είχαν απομείνει, δημιουργώντας ένα πρωτοφανές πλήγμα υποβάθρου, με την έννοια της ολοκληρωτικής αναίρεσης του μοναδικού πλεονεκτήματος που είχε απομεί­νει στην όποια Αριστερά· του στοιχειώδους ήθους και του χαρακτηρισμού της ηγεσίας της ως αποστατών των διακηρύξεών τους αλλά και της λαϊκής εντολής, με χαρακτηριστικά όμως μάλλον Τόνυ Μπλαιρ παρά Ηλία Τσιριμώκου.

Η μετάλλαξη μεγάλου τμήματος της Αριστεράς και η διαμόρφωση ενός νέου τύπου αριστερού

Δεν είναι πια λίγοι όσοι ισχυρίζονται ότι ο τρόπος με τον οποίο συμπερι­φέρθηκε η κοινωνία μας ως όλον από το 1974 και εντεύθεν, είχε εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις, λειτουργώντας αποδομητικά σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου.

Δεν διεκδικώ τίποτα, ανήκω όμως σε αυτούς που από τις αρχές του 1980, μέσω δημοσίων παρεμβάσεων έχω εμφαντικά γράψει και ξαναγράψει πως ο συβαριτισμός της μεταπολίτευσης έπληξε κυρίως την Αριστερά. Ότι ένα μεγάλο τμήμα της, ιδιαίτερα στον χώρο της διανόησης, αποτελείται από μεταλλαγμέ­νους αριστερούς, στους οποίους τα αριστερά ράκη του παρελθόντος δεν μπο­ρούν πλέον να επικαλύψουν την καινούργια πραγματικότητα που συνιστά ο νέος τύπος του επαρχιώτη μικροευρωπαίου, μεταστάντος κοινωνικά και σταδιακά μεταλλαγμένου συνειδησιακά, πρώην αριστερού. Η υποτίμηση της πραγματι­κότητας αυτής μας καθιστά αδύναμους στο να αντιμετωπίσουμε ουσιαστικά το φαινόμενο του κοινωνικό-πολιτικού μεταμορφισμού.

Καθόλου ευθύγραμμα· με ασυνέχειες, διακοπές και συνεχείς αντιφάσεις δι­αμορφώθηκαν οι όροι μετάλλαξης ενός σημαντικού τμήματος της Αριστεράς με προεξάρχουσα την διανόησή της. Η ιστορία λ.χ. της παρέμβασης του Ιδρύμα­τος Φορντ στα πολιτικοπολιτιστικά δρώμενα, μέσω μιας ομπρέλας χορηγιών αποδέκτης της οποίας ήταν πλείστα όσα σημαντικά ονόματα του κόσμου της Αριστεράς, είναι ένα μικρό δείγμα της δράσης που έχουν οι «σφαίρες από ζά­χαρη» και της διαρκούς υποτίμησης του σημαίνοντος ρόλου στην υπόσκαψη των θεμελίων μιας κοινωνίας που έχει ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός.

Το πρόβλημα δεν ανάγεται στην μεταφυσική. Το μεγαλύτερο τμήμα της Αριστεράς είχε όχι απλώς αποδεχθεί την ήττα (γεγονός ρεαλιστικό όσον αφο­ρά την διάγνωση), αλλά και είχε προσχωρήσει στην ευρύτερη λογική του αντιπάλου. Ο διαχρονικός μεταπρατισμός του ως η άλλη όψη του κυρίαρχου δυτικο­φέρνοντος μετρατισμού και ο λανθάνων αναθεωρητισμός του που είχε δώσει δείγματα γραφής από τα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης (Λίβανος, Βάρκιζα), βρήκε την καλύτερη ευκαιρία, μετά τις «προσαρμογές» στο πείραμα Μαρκεζίνη και την καθόλου ΕΑΔΕ, να απλώσει το χέρι στον ήλιο της προσώρας καπιταλι­στικής με «ανθρώπινο πρόσωπο» σιγουριάς.

Αργόσυρτα και αντιφατικά, όπως σημείωσα, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι της Αριστεράς δημιούργησαν γέφυρες με το κυρίαρχο συγκρότημα εξουσίας λειτουρ­γώντας πάντα ως αντιπολίτευση αλλά συστημική πλέον.

Μέσα στα πλαίσια μιας οικονομίας που προωθούσε με κάθε τρόπο το κατα­ναλωτικό μοντέλο, αλλά και είχε μέχρι πρότινος τις δυνατότητες διαχείρισής του, οι πάλαι ποτέ παρίες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής βρήκαν έναν ρόλο.

Στην κοινωνία, την οικονομία, τον πολιτισμό, το κράτος. Ανήλθαν με δυο λόγια οικονομικά και κοινωνικά και παρενέβησαν με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο στον χώρο της παιδείας, της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και του ευρύ­τερου δημόσιου τομέα.

Έτσι ανεξάρτητα από το ότι συνέχιζαν να εκφέρουν έναν πολιτικό λόγο που σχετικά αντιστοιχούσε στο αγωνιστικό τους παρελθόν, οι άνθρωποι αυ­τοί έχοντας κοινωνικά μετατοπιστεί ήταν αναγκασμένοι να διαμορφώσουν ένα καινούργιο πλαίσιο, μια «καινούργια ιδεολογία» που να συστοιχιζόταν με την κοινωνική τους άνοδο και τον εξακολουθητικά αντιπολιτευτικό, πλην ολοένα και βαθύτερα συστημικό τους ρόλο.

Τα αποτελέσματα της μετάλλαξης αυτής ήταν ορατά πολύ πριν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλθει στην εξουσία, με την εμφανή συνεύρεση του καλπάζοντος κυρκισμού με τα βουλιμικά σαΐνια του «ρεαλιστικού μετακομμουνισμού», σε μια «δημιουρ­γική σχέση» που έκλεινε μερικά την αντιπαλότητα των μελών της ίδιας οικο­γένειας που μέχρι το 1968 συγκατοικούσε, αλλά και που άνοιγε διάπλατα την αγκαλιά της στην δημιουργική συνεύρεση με το οργανικά μετέχον των «κοινών σοσιαλιστικών οραμάτων και αξιών» ΠΑΣΟΚ της εκσυγχρονιστικής ρεμούλας και εθελοδουλείας.

Αποτελεί γεγονός ότι αν αφαιρέσεις τους δεκάρικους περί εργατικής τάξης, διεθνισμού, δικαιωμάτων πάσης μειονότητας και συνδικαλιστικού κινήματος, αυτό που ως πραγματικότητα αποκαλυπτόταν, ήταν ένα συντεχνιακού τύπου αριστερίζον κατασκεύασμα, όπου οι σχεδόν άπαντες δημόσιοι υπάλληλοι, συν­δικαλιστές και ανοιχτών οριζόντων κρατικοδίαιτοι μαρξιστές επιχειρηματίες, θα μπορούσαν να διαχειριστούν με ταξική (;) μεροληψία, τον υπερδανεισμό της Ελλάδας από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, υπέρ του λαού, δηλαδή υπέρ των νέων μεσοστρωμάτων που οι ίδιοι πια εκπροσωπούσαν.

Ουδέποτε στα εκατό χρόνια βίου, ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς δεν ξέπεσε σε ένα τέτοιο θλιβερό επίπεδο, φτηνού οικονομισμού, πολιτικού οπορ­τουνισμού, αμοραλισμού, διανοητικής οκνηρίας και ασυγκράτητης βουλιμικής διάθεσης για πλούτο και εξουσία.

Καλά λαέ, αλλά από πού βγήκαν όλοι αυτοί;

Όταν το 1973, νεαρός ων, έγραφα την μελέτη Γ. Σκληρός. Σταθμοί και όρια στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα, στάθηκα σκεφτικός στο παρακάτω απόσπασμα, το οποίο θεώρησα ελιτίστικο, υπερβολικό και ίσως και άδικο. Ας δούμε λοιπόν τι έλεγε ο Γ. Σκληρός πριν έναν αιώνα:

«Καλά, λαέ, όλα αυτά που λες είναι άγια, αλλά πώς συμβαίνει ώστε όλοι οι βουλευταί, που εσύ ο ίδιος τους εκλέγεις, και που βέβαια δεν είναι τα χειρότερα στοιχεία της κοινωνίας, να είναι συμφεροντολόγοι, ατομικισταί, αριβίστες, ρου­σφετολόγοι, ελαστικοί στις ιδέες και τα καθήκοντά τους, μικρολόγοι, μικροφι­λότιμοι, επιπόλαιοι και ανίκανοι για δημιουργική εργασία;

Από πού βγήκαν αυτοί; Πέσανε από τον ουρανό ή είναι σαρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστών σου;

Και αφού λοιπόν είναι γνήσια τέκνα σου και οι καλύτεροι αντιπρόσωποι του πολιτισμού σου και των φυλετικών ιδιοτήτων σου, τότε τι φωνάζεις εναντίον τους και δεν φωνάζεις εναντίον του εαυτού σου; Δεν κατάλαβες ακόμα πως όλα τα ελαττώματα αυτά, που αποδίδεις στους πολιτικούς σου, τα’χεις κι εσύ ο ίδιος σε μικρότερο βαθμό;

Και εάν οι βουλευταί σου ρουσφετολογούν, μικρολογούν, δεν κοιτάζουν τα κοι­νά συμφέροντα, αλλά μόνον τα ατομικά τους, δεν κατάλαβες ότι αυτό προέρχε­ται γιατί και συ, ελληνικέ λαέ, ολόκληρος, απ’ τον καθηγητή του πανεπιστημίου ίσαμε τον τελευταίο τσαγκάρη και χωρικό, με τη μεγαλύτερη ευκολία ρουσφε­τολογείς, συμφεροντολογείς, μικρολογείς, ψεύδεσαι, σοφιστεύεις, δεν κρατείς καμιά σταθερή ηθική αρχή, κανένα ορισμένο ιδεολογικό κοινωνικό πρόγραμμα;

Ο πολύς κόσμος, όταν κρίνη για τέτοια δύσκολα θεωρητικά ζητήματα, σχεδόν πάντοτε λέει ανοησίες γιατί νομίζει πως του αρκεί η καθημερινή πραχτική πείρα της ζωής για να λύση οποιοδήποτε ζήτημα. Δεν υποψιάζεται το πολύπλοκο του πράγματος, το ότι χρειάζονται ένα σωρό γνώσεις, ιδίως ιστορικές και κοινωνιο­λογικές, για να μπορέση να σχηματίση μια γνώμη που να πλησιάζη λιγάκι την αλήθεια».

Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να συνειδητοποιήσω τις αλήθειες της κριτικής του Σκληρού και να υιοθετήσω από το 1984 και μετά μια προβλη­ματική περί κοινωνικής και πολιτικής ευθύνης που ερχόταν σε ανοιχτή διάστα­ση με τις κυρίαρχες λογικές σε άπασα, σχεδόν, την Αριστερά.

Γι’ αυτό και αμέσως με την κορύφωση της κρίσης το 2010, επέμεινα πως «η κρίση που το ξέσπασμά της βιώνουμε σήμερα τραυματικά, είναι βαθιά, διαχρο­νική, καθολική και αγκαλιάζει του πάντες κυρίαρχους και κυριαρχούμενους.

Μεγάλες είναι, λοιπόν, οι ευθύνες της απέραντης μικροαστικής θάλασσας και της κρατικοδίαιτης ιντελιγκέντσιας, που όχι μόνο δεν αντιστάθηκε, που όχι μόνο δεν παρήγαγε ένα πρότυπο εναλλακτικό, αλλά –τουναντίον- με ζήλο σταυροφόρου, έρμαιο του καταναλωτικού εκμαυλισμού, θαμπωμένη από τους προβολείς του εικονολατρικού πολιτισμού μας, ενταφιασμένη στις πετρώδεις γαίες της ιδεολογικής μονοκαλλιέργειας, συνέβαλε στην δημιουργία της μεγά­λης αυτής τραγωδίας.

Αυτό αποτελεί μιαν απτή πραγματικότητα, που κανένας λαϊκισμός δεν μπο­ρεί να συγκαλύψει.

Ο «αγνός» λαός, δεν είναι, λοιπόν, τόσο «αγνός» στο σύνολό του και κυρίως δεν είναι ενιαίος. Αποτελείται από τάξεις και στρώματα, περιλαμβάνει τμήμα­τα ολόκληρα που είναι εθελόδουλα και «φιλομνημονιακά» ακόμα και χωρίς τα Μνημόνια. Μειοψηφικά μεν, υπαρκτά δε και δραστήρια. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να διαφύγει από όσους, τουλάχιστον, εξακολουθούν να θέτουν το ποιος-ποιον και αυτό το κάτι είναι που δυσκολεύει υπερβολικά τα πράγματα γιατί ο αντίπαλος βρίσκεται και εντός των τειχών».

Είναι φυσικό να τεθεί άμεσα η ερώτηση: «Λοιπόν, κατά την γνώμη σου, όλοι φταίνε το ίδιο»;

Προφανώς όχι. Είναι απόλυτα σαφές ότι η κυρίως ευθύνη ή καλύτερα η βασική και διαχρονική ευθύνη για την βαθιά αρρωστημένη ελληνική κοινωνία βρίσκεται κατά πρώτο λόγο αλλού και αφορά στο κυρίαρχο μεταπολιτευτικά συγκρότημα εξουσίας. Αφορά δηλαδή κατά πρώτο λόγο τα κατεξοχήν κόμματά του, το ΠΑΣΟΚ και την Νέα Δημοκρατία με τους νεροκουβαλητές τους από την Αριστερά μέχρι το 2014 και –προφανώς– την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από το 2015 μέχρι σήμερα.

Ο καθείς πια μπορεί να αντιληφθεί ότι οι κυρίως υπεύθυνοι για την σημερινή κατάντια είναι αυτοί που την επικαλούνται, δηλαδή τα κόμματα που κυβέρνη­σαν και κυβερνούν την χώρα. Τα κόμματα εκφραστές της κυρίαρχης τάξης, των μεγάλων και μικρών αστών κλεπτοκρατών, αλλά και το κόμμα εκφραστής των νέων μεσοστρωμάτων, που αφού απέκλεισαν κάθε περιθώριο για μιαν αυτοκί­νητη οικονομική ανάπτυξη, λειτούργησαν και λειτουργούν χάρη στα δάνεια και την απομύζηση του ελληνικού Δημοσίου, αφήνοντας ακάλυπτο μόνο τον χώρο που οι επικυρίαρχοι θεωρούν μη παραγωγικό ή επαχθή.

Το συμπέρασμα είναι σαφές αν έστω για μια στιγμή πάψουμε να εθελοτυ­φλούμε.

Δεν είναι μόνο ο καπετάνιος αυτού του καραβιού που το οδήγησε στην ξέρα. Σε ορισμένο και συγκεκριμένο βαθμό υπαίτιο και συμμέτοχο είναι και το πλή­ρωμα του πλοίου. Δεν κυρίεψε μοναχός του ο Κορτές τον Νέο Κόσμο, μέρος της λείας διαμοιράστηκε στο πλήρωμα. Ο συβαριτισμός της μεταπολίτευσης αποτε­λεί την πιο ευανάγνωστη σελίδα μιας ανάλογης ιστορίας.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΘΕΡΙΖΕΙΣ Ο,ΤΙ ΣΠΕΡΝΕΙΣ

Η ιστορία ενός αμαρτήματος

Είναι εμφανές με τα όσα ανέπτυξα προηγουμένως, ότι ανήκω στην σχολή αυτών που δεν πιστεύουν στην παρθενογένεση. Ως εκ τούτου εκτιμώ ότι η μνη­μονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί ανεξήγητο φαινόμενο.

Είναι οι ίδιοι όροι που αφετηριακά τον συγκρότησαν ως συσπείρωση δυνάμε­ων με ετερόκλητα ή και ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά, ανεξάρτητα από την ακολουθούμενη ρητορική.

Αυτό άμεσα γινόταν αντιληπτό σε όσους δεν τους ξεγελούσαν «οι καλοί τρό­ποι συμπεριφοράς». Το ότι δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ συγκροτούσαν δύο διαφορετικά στρατόπεδα με ημιανταγωνιστικά χαρακτηριστικά.

Το πρώτο εξέφραζε την συσπείρωση των δυνάμεων εκείνων που από καιρό είχαν μπει κάτω από τις σημαίες του αστικού εκσυγχρονισμού στην τροχιά του κοινωνικοπολιτικού τους μεταμορφισμού. Πρωτοστάτες στην συγκρότηση του εν λόγω στρατοπέδου υπήρξαν οι προαναφερθέντες δημιουργικοί απόφοιτοι της κυρκικής αριστεροδεξιάς μαζί με τα βουλιμικά σαΐνια «του ρεαλιστικού μετα­κομμουνισμού», συνθέτοντας τον νέο τύπο αριστερού επαρχιώτη μικροευρωπαί­ου, που θεώρησε φρόνιμο και συμφέρον να εγκαταλείψει το «αντιπαραγωγικό» αριστερό παρελθόν του, αναζητώντας την νέα του φάτνη στις Βρυξέλλες.

Το δεύτερο περισσότερο αντιφατικό και ετερόκλητο (εκτεινόμενο από τον χώρο του τεταρτοδιεθνιστικού μαρξισμού ως την πατριωτική Αριστερά), απαρ­τιζόταν από αυτούς που εξακολουθούσαν να θεωρούν την Αριστερά ως χώρο που οι υποτελείς τάξεις ανασυγκροτούσαν τις δυνάμεις τους με στόχο την εθνική και κοινωνική χειραφέτησή τους.

Όμως, το στρατόπεδο αυτό περιέκλειε πλήθος αλληλοσυγκρουόμενων κα­ταστάσεων που ήταν εξαιρετικά δύσκολο στρατηγικά να συνυπάρξουν, όχι μόνο λόγω των πραγματικών ή φανταστικών διαφορών τους, όχι μόνο λόγω της έλλειψης γείωσης με το κοινωνικά και πολιτικά πραγματικά υπάρχον, αλλά -κυρίως- λόγω μιας ευρύτερης πολιτικοϊδεολογικής ανεπάρκειας που επιδεινω­νόταν εξαιτίας ενός αφόρητα αναποτελεσματικού υποκειμενισμού.

Αυτή η συνύπαρξη των δύο στρατοπέδων στην συσκευασία του ενός συγκρο­τεί το «αφετηριακό δράμα» που αποτυπώθηκε στο Ιδρυτικό Συνέδριο, αλλά και όλες τις υπόλοιπες εσωκομματικές διαδικασίες που διαιώνισαν την κατο­χυρωμένη από την περίοδο του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ αναλογία 7 προς 3 ή 6 προς 4, όπου οι άγονες, ορεινές αλλά και ολίγες εύφορες περιοχές, αποτελούσαν το ανταποδοτικό τέλος της ηγεσίας προς αριστερά ρεύματα, πλατφόρμες, ποικίλες αντιπολιτεύσεις κ.λπ. Είναι εμφανές ότι αυτό από μόνο του αποτελούσε ένα βαθύ δομικό πρόβλημα που αποτυπώθηκε και στο αντιδημοκρατικά λειτουργή­σαν Ιδρυτικό Συνέδριο, στο οποίο τέθηκε σε διωγμό μέρος της υπάρχουσας χλω­ρίδας και πανίδας από την ηγετική ομάδα, που λειτούργησε «ως εξολοθρευτής της κανονικότητας των εσωκομματικών διαδικασιών», κατά την εύστοχη πα­ρατήρηση κάποιων συντρόφων.

Το κυρίαρχο μπλοκ, με την ανοχή ή και στήριξη μέρους της αριστερής αντι­πολίτευσης (οποία ιστορική ομοιότης), επέβαλε τελικά μέσω της πλειοψηφίας την πολιτική του βούληση, τόσο σε επίπεδο καταστατικών Αρχών και πολιτι­κών θέσεων, όσο και σε επίπεδο εκπροσώπησης, χωρίς ως φαίνεται να συνει­δητοποιεί ότι η ενέργειά του αυτή επανέφερε ως ένα βαθμό τον ΣΥΡΙΖΑ στο ancien régime.

Αυτό που μετασυνεδριακά κατεγράφη ως «συριζική πραγματικότητα» ήταν η μερική κατίσχυση της υπό συγκρότηση νέας ηγετικής ομάδας, μιας ομάδας βαθύτατα ανεπαρκούς γνωσιολογικά και κατεξοχήν εμπαθούς και ρεβανσιστι­κής πολιτικά, που χρεώνεται σε μεγάλο βαθμό την συντηρητική, καθεστω­τική στροφή, που απέκλεισε από τον ΣΥΡΙΖΑ την δυνατότητα να διευρυνθεί κοινωνικά εντάσσοντας οργανικά στους κόλπους του τα ριζοσπαστικοποιημένα στρώματα που μετά το 2012 τον είχαν πλησιάσει, αλλά και που του στέρησε την δυνατότητα να εξυγιανθεί πολιτικά, από την μέγκενη του ά-τοπου και ά-χρονου διεθνισμού και από τον θανάσιμο εναγκαλισμό του «ιμπεριαλιστικού» δικαιωματισμού, προσεγγίζοντας με σοβαρούς όρους τα ζητήματα της γεωπολι­τικής, τα εθνικά προβλήματα, την θέση της Αριστεράς απέναντι στον νεοφιλε­λευθερισμό και την Νέα Τάξη, αλλά και τα ουσιαστικά για την στρατηγική της Αριστεράς ζητήματα της σχέσης ανάμεσα στο εθνικό και κοινωνικό ζήτημα, της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και της εθνικής ανεξαρτησίας, του νέου πολιτικού υποκειμένου ως αυθεντικού εκφραστή των συμφερόντων των υποτελών τάξεων.

Μάρτιαι Ειδοί

Το χρονικό μιας συντριπτικής ήττας δεν διαμορφώνεται τις τελευταίες ημέ­ρες ενός ιστορικού κύκλου, πολλώ μάλλον τις δραματικές τελευταίες 17 ώρες πριν την παράδοση στον πολέμιο. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερα εφόδια ή ικανότη­τες για να καταλάβεις ότι το χρονικό της πορείας προς την ήττα είναι μακρύ, ξεκινάει από καιρό και κανένα περιθώριο διαφυγής δεν υπάρχει σε όσους ισχυ­ρίζονται ότι δεν υπήρξαν σταθερές, διαρκείς και επίμονες προειδοποιήσεις για την έλευση και το μέγεθος του κινδύνου.

Δεν αποτελεί κατ’ ελάχιστον σχήμα λόγου, το γεγονός ότι πλήθος ήταν εκεί­νοι που δημόσια ή εσωκομματικά εξέφρασαν ποικιλοτρόπως τις αγωνίες, τους φόβους, τους ενδοιασμούς, τις διαφωνίες αλλά και τις προτάσεις τους για τα κατά την γνώμη τους «κακώς κείμενα». Ένα μεγάλο μέρος αυτού του υλικού έχει ήδη δημόσια κατατεθεί και είναι καθήκον μας να εγκύψουμε πάνω του βαθαίνοντας την ανάλυσή μας.

Εκτός όμως από το «δημοσίας χρήσης» υλικό, υπάρχει και ένα δεύτερο «εσωτερικό», που περιλαμβάνει πέραν των άλλων διάφορα υπομνήματα, επι­στολές, εισηγήσεις και προτάσεις που είχαν και έχουν (ως ιστορία πλέον) ξε­χωριστή βαρύτητα, γιατί έγκαιρα, αθόρυβα, με εντιμότητα αλλά και διαύγεια προειδοποιούν την ηγετική ομάδα και ιδιαιτέρως τον Αλέξη Τσίπρα για τα ανακύπτοντα προβλήματα ή αδιέξοδα.

Γνωρίζω μόνο ένα μέρος τους, είμαι όμως σε θέση να βεβαιώσω υπεύθυνα, ότι από το πλήθος των εντοπισμών, υποδείξεων και προτάσεων που έκαναν συγκε­κριμένα στελέχη με άμεση πρόσβαση στον Αλέξη Τσίπρα, τα πλείστα απερρίφθη­σαν ή δεν ελήφθησαν κατ’ ελάχιστον υπόψη από τον ίδιο και το επιτελείο του.

Εκ του αποτελέσματος, δεν είναι παρακινδυνευμένη, φρονώ, η εκτίμηση ότι προσέκρουσαν σε ήδη ειλημμένες πολιτικές αποφάσεις που εντάσσονταν στην σταδιακά διαμορφούμενη καινούργια ατζέντα της μεθοδευμένης προσαρμογής, στην ανάληψη ενός νέου ρόλου, ενός «προωθητικού συμβιβασμού», στα πλαίσια του συστήματος και των Μνημονίων.

Δεν θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ στο παρόν κείμενο σε προσωπικές μου συ­ζητήσεις-παρεμβάσεις. Ίσως όμως είναι χρήσιμο να δώσω κατά το αναλογούν μου μέρος κάποια στοιχεία από τις δημόσιου χαρακτήρα παρεμβάσεις μου στην ΚΕ ή τα ποικίλα έντυπα του κομματικού χώρου.

Στις 23 Ιουνίου 2013 σε ομιλία στο Φεστιβάλ Resistance είχα τονίσει: «Πρέ­πει να ξεφύγουμε από τον συντεχνιασμό, την μικροπολιτική, τον τακτισμό και τον οικονομισμό. Πρέπει να φύγουμε από το γήπεδο του αντιπάλου που είναι και γήπεδο του κακού εαυτού μας. Πρέπει να επαναφέρουμε στην κεντρική σκηνή την πολιτική και την ηθική. Γιατί η πολιτική σε συνδυασμό με την ηθική αποτελούν μείζονα αυτοδύναμα στοιχεία, που στον βαθμό που τα έχεις κατα­κτήσει είναι σε θέση να λειτουργήσουν δραστικά, επιλύοντας πολλά δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα.

Πρέπει έστω και στο παραπέντε να συνειδητοποιήσουμε ότι το μεγάλο δια­κύβευμα δεν είναι τα ιερά και τα όσια του εσωτερικού μας μικρόσκοσμου. Το μεγάλο διακύβευμα είναι αν θα τα υπερβούμε και θα διεκδικήσουμε, λέγοντας πάντα την πικρή, σκληρή αλήθεια, το ηγεμονικό πρόταγμα μιας νέας λαϊκής μεταπολίτευσης απέναντι στην νεοσυντηρητική-νεοφιλελεύθερη διεκδίκηση, που θα χρησιμοποιήσει ως άλλοθι – καύσιμη ύλη όλα τα κούτσουρα και τα σκου­πίδια, της σε αποσύνθεση ευρισκόμενης νεοφιλελεύθερης Κεντροαριστεράς». (Δρόμος της Αριστεράς, 29 Ιουνίου 2013).

Τον Νοέμβριο του 2013 σε άρθρο μου στην «Αυγή», επισημαίνοντας τα βαριά ιστορικά και πολιτικά ολισθήματα της κυρίαρχης στον ΣΥΡΙΖΑ ανα­θεωρητικής σχολής επεσήμανα πως: «Είναι γνωστό ότι στα χρόνια της μετα­πολίτευσης υπήρξε ένα σημαντικό έλλειμμα για ό,τι θα αποκαλούσαμε, τόπο, πατρίδα, έθνος, ελληνικότητα, παράδοση, γλώσσα, ιστορία, με αποτέλεσμα να ενοχοποιηθούν οι ίδιες οι έννοιες και να δυσφημιστούν ως απάδουσες στην σύγ­χρονη παγκοσμιοποιητική τάση με την οποία – τάχα μου – συμβαδίζουν τα διεθνιστικά οράματα του σοσιαλισμού.

Η αποσιώπηση ή απαξιωτική ιεράρχηση (ενδεικτικά) των Ρήγα, Κολοκο­τρώνη, Καραϊσκάκη, των ολοκαυτωμάτων των Ελληνίδων στο Ζάλογγο και αλλού, της Μικρασιατικής και Ποντιακής Γενοκτονίας, του Εαμικού και Κυ­πριακού έπους δεν μπορεί να μην έχει επιπτώσεις. Όταν ο Άρης ή ο Αυξεντίου μένουν στην «δεύτερη σειρά διαλογής», τότε το κενό αυτό θα καλυφθεί από αλλού και δυστυχώς στην περίπτωσή μας με τον πιο χυδαίο, ρατσιστικό και σοβινιστικό τρόπο από την Χρυσή Αυγή». (Αυγή της Κυριακής, 10 Νοεμβρίου 2013).

Στα τέλη του 2013, σε συνάντηση με τον πρόεδρο του κόμματος και νυν πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, στο γραφείο του στην Βουλή των Ελλήνων, ανα­πτύσσοντάς του το πεντασέλιδο υπόμνημά μου και επιμένοντας εμφαντικά στο τι δυσκολίες θα είχε να αντιμετωπίσει μια μελλοντική κυβέρνησή μας, του είπα επί λέξη ότι: «Το Βερολίνο είναι και θα είναι αμείλικτο στην εφαρμογή των κε­ντρικών του στοχεύσεων. Ότι δεν σκοπεύει να αφήσει στην Αριστερά να του ξη­λώσει το πουλόβερ της ευρωπαϊκής του πολιτικής και θα αντιδράσει κλείνοντας την στρόφιγγα παροχής ρευστού, βυσσοδομώντας πολιτικά και ενεργοποιώντας, με κάθε τρόπο και μέσο, εσωτερικές δυνάμεις που εκφράζουν το στρατόπεδο της εθελοδουλίας». (Αυτό μαζί με καίρια σημεία της συζήτησής μας ενσωμάτωσα σε άρθρο μου που δημοσιεύτηκε στην Αυγή στις 2 Μαρτίου 2014).

Ως τελευταίο, ενδεικτικό όμως στοιχείο, παραθέτω μέρος της Δήλωσής μου στην Σύνοδο της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ στις 23-24 Μαΐου 2015.

«Είναι, λοιπόν, οι συμβιβασμοί έξω από τη λογική της Αριστεράς; Απαντώ ευθέως όχι υπό τον όρο ότι υπηρετούν τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των φτωχών και μικρομεσαίων στρωμάτων. Επομένως, η λογική των συμβιβασμών έχει αξία και μπορεί να είναι και αναγκαίος όρος αν δεν είναι στρατηγικά κα­ταστροφική.

Είναι, λοιπόν, σαφές ότι το ζήτημα τίθεται συγκεκριμένα στο διαχωρισμό των υποχωρήσεων και διαβεβαιώνω ότι ελάχιστα θα με ενδιέφερε αν είχαμε να κάνουμε μόνο με την εγκατάλειψη «μερικών ιδεοληψιών μας». Στην περί­πτωσή μας, όμως, το διακύβευμα είναι τεράστιο, γιατί μιλάμε για τον σκληρό πυρήνα μια βιώσιμης λύσης στο ελληνικό πρόβλημα. Μιλάμε, δηλαδή, για το γεγονός ότι η προτεινόμενη από τους δανειστές λύση όχι μόνο δεν αφήνει περι­θώριο σε έναν έντιμο, οδυνηρό/ετεροβαρή συμβιβασμό, αλλά οδηγεί στην πλήρη υποταγή και απαξίωση. Υποταγή που δεν διασφαλίζει μια βιώσιμη διέξοδο από το δράμα.

Δεν υπερασπίζομαι ορθοδοξίες ή ιδεοληψίες, δεν θέτω καν αριστερά αιτή­ματα που αποτέλεσαν τα οράματά μου μιας ολόκληρης ζωής. Μιλώ με όρους κοινωνικής σωτηρίας. Ως μέλος του κόμματος που σέβεται τις διαδικασίες και τις έχει υπηρετήσει πιστά, θέλω να διατυπώσω με κάθε ειλικρίνεια το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του κόμματος έχει μείνει έξω από την χάραξη της ασκού­μενης πολιτικής και την διαχείρισή της. Αλλά μαζί με αυτό έχει μείνει έξω και η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών που μας ψήφισαν. Πεποίθησή μου είναι πως ένα μικρό τμήμα του παλιού 4% συμπεριφέρεται ως ιδιοκτήτης του 37% και της κυβέρνησης ολόκληρης.

Εδώ δεν πρόκειται για κάποια απόκλιση. Εδώ βλέπουμε τη διαχείριση της χώρας να την ασκεί μια μικρή ομάδα, που μπορεί να μην έχει κακές προθέσεις, αλλά καθημερινά επιβεβαιώνει την έλλειψη στοιχειώδους προετοιμασίας της, τις κραυγαλέες σε σχέση με την υπαρκτή πραγματικότητα αντιφάσεις της, αλλά και την εμφανή αδυναμία της ή έλλειψη βούλησης στο να εκμεταλλευτεί την πείρα, τις δυνατότητες και τη διαθέσιμη πολιτική σοφία των χιλιάδων μελών και στελεχών μας.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με πολιτικές ανεπάρκειες που μας έχουν σοβαρά φθείρει και που μόνο χάρη στην απόλυτη ανυποληψία των αντιπάλων μας, ο λαός μας κρατάει ακόμα την πόρτα ανοιχτή. Βρισκόμαστε, κυριολεκτικά, στο παρά πέντε και νομίζω ότι όχι μόνο για εμάς, αλλά και για την Αριστερά και τις λαϊκές τάξεις, το πλέον οδυνηρό θα είναι η κυβέρνηση αυτή να μην είναι η πρώτη πράξη μιας νέας εποχής, αλλά η τελευταία ενός δράματος». (Αυγή, 26 Μαΐου 2015, Δρόμος της Αριστεράς, 30 Μαΐου 2015, Le Monde, 4 Juin 2015).

Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις

Έχω ήδη αναφερθεί στο γεγονός των εγγενών ανεπαρκειών του ΣΥΡΙΖΑ, στην αμφιλεγόμενη ταυτότητά του ως πολιτικού φορέα ενός σε σημαντικό βαθ­μό μεταλλαγμένου κοινωνικού στρώματος.

Τόσο ως ελάσσων αντιπολίτευση, όσο και ως αξιωματική, ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκι­νάει λοιπόν με ένα σύνολο αρνητικών προδιαγραφών που μόνο με κυριολεκτική υπέρβαση του κακού του εαυτού θα μπορούσε, ίσως, ως νέος δρ. Τζέκιλ να δώσει ένα διέξοδο στο δράμα του.

Μόνο που η άλλη πλευρά, αυτή που εκπροσωπούσε ο κ. Χάιντ, ήταν σταθερά παρούσα και ενεργή.

Δεν είμαι ακόμη σε θέση να το τεκμηριώσω πλήρως, όμως δεν είναι λίγα τα στοιχεία που συνηγορούν ότι η ιδέα του «προωθητικού συμβιβασμού» ήταν ήδη ενεργοποιημένη από έναν ορισμένο κύκλο στελεχών που υπόγεια πάλευε επί είκοσι χρόνια να δικαιώσει το μεγάλο άλμα της συγκυβέρνησης 1989-1990 ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και Ενιαίου Συνασπισμού. Να φέρει δηλαδή ομαλά και πολιτι­κοϊδεολογικά εις πέρας, αυτό που ο κοινωνικός μεταμορφισμός στα χρόνια που ακολούθησαν από το 1974 είχε διαμορφώσει ως νέο, αριστερής κοπής, κοινω­νικό μεσόστρωμα.

Ίσως, λοιπόν, πιο κοντά στην πραγματικότητα βρίσκεται το γεγονός ότι τόσο ο δρ. Τζέκυλ, όσο και ο κ. Χάιντ ζούσαν στο ίδιο σπίτι όντας άλλοτε δια­φορετικοί και άλλοτε ο ίδιος άνθρωπος.

Γεγονός παραμένει, ότι με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, τόσο στην αντι­κειμενική σφαίρα (καμένη γη σε ιδιαίτερα εχθρικό περιβάλλον), όσο και στην υποκειμενική (ένα ετερόκλητο ριζοσπαστικό κίνημα με πλήθος εγγενείς αδυνα­μίες), λίγα μόνο μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί.

Οι δομικές ανεπάρκειες που ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να αντιμετωπίσει (και που δεν το έκανε όταν τα περιθώρια ήταν ελαστικά), αποτελούσαν την αχίλλειό του πτέρνα, παίρνοντας κάτω από τους ασφυκτικούς πραγματικούς και χρονικούς όρους, τις διαστάσεις μιας ανίατης ασθένειας, όπως ορθά μου επεσήμανε πριν καιρό ένας καλός σύντροφος και φίλος.

Αυτή λοιπόν η προβληματική έως ανίατη περίπτωση, έπρεπε να αντιμετωπί­σει ένα σύνολο προβλημάτων που ήταν προφανές ότι την ξεπερνούσαν.

Με μια γερμανική Ευρώπη που επεδίωκε «ο εξευτελισμός της Αριστεράς να είναι τέλειος», με μιαν αντιπολίτευση που υπεράσπιζε μέχρι τέλους τα συμφέ­ροντα του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας, με ένα λαό εξουθενωμένο αλλά και εκμαυλισμένο και τέλος με ένα κόμμα που αποτελούσε την επιτομή της λέξης «προβληματικός», η παρτίδα του σκακιού δεν διέφερε όσον αφορά την έκβαση σε τίποτα, από αυτήν που είδαμε ανάμεσα στον ιππότη και τον Χάρο στην Έβδομη Σφραγίδα.

Είναι φανερό ότι το βάρος των προβλημάτων απαιτούσε μιαν άλλη διαφορε­τική λογική από αυτήν της εφαρμογής με όποιο τίμημα του «προωθητικού συμ­βιβασμού». Και αυτό υπήρχαν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που το είχαν αντιληφθεί (αν και όχι στο βάθος που οι στιγμές απαιτούσαν) στιγματίζοντας την τυχοδι­ωκτική λογική να παίξουμε απρογραμμάτιστα στα ζάρια την τύχη της χώρας, χωρίς όμως να αναλάβουν το ρίσκο να παρέμβουν δραστικά υπολογίζοντας το κομματικό κόστος.

Έτσι, λοιπόν, αυτό που επικράτησε ήταν η αστόχαστη και βουλιμική λογική της ηγετικής ομάδας που εκβίασε τα πράγματα σηκώνοντας την σημαία του φτηνού λαϊκισμού, προσχωρώντας στο στρατόπεδο της ασύστολης παροχολογίας με στόχο την με κάθε μέσο ανατροπή της κυβέρνησης Σαμαρά και την επίσπευ­ση των εκλογών, παρά το γεγονός ότι τα γεγονότα βοούσαν ότι το μήνυμα που χρειαζόταν να δοθεί στον λαό ήταν το ακριβώς αντίθετο. Ότι δηλαδή ο δρόμος για την αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης ήταν αφάνταστα δύσκολος, ότι ήταν δρόμος που «απαιτούσε δάκρυα και αίμα».

Δεν είναι στις προθέσεις μου να δώσω μια ολοκληρωμένη ανάλυση του όλου ζητήματος γιατί, απλά, δεν είμαι σε θέση. Η απάντηση ίσως δοθεί όταν όλοι οι 28πραγματικά ενδιαφερόμενοι εγκύψουν στο πρόβλημα σοβαρά και χωρίς λογικές εκπτώσεων στα όσα τους αφορούν.

Απλά θέλω καταληκτικά να επιμείνω ότι δεν ήταν οπωσδήποτε δεδομένη η συγκεκριμένη κατάληξη των πραγμάτων, παρ’ ότι αντικειμενικά και υποκειμε­νικά δεδομένα δεν συνηγορούν επ’ αυτού.

Σε κάθε περίπτωση για το ότι ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ ταυτίστηκε με το δοκιμασμένο παρελθόν όλων των κομμάτων που απαξίωσαν την κοινωνία, μπαίνοντας και αυτός πλησίστιος στον λιμένα των «παικτών του συστήματος», δεν φταίει κανένας ιμπεριαλισμός. Η ηγετική ομάδα είχε εξαρχής έξω από τον πολιτικό της ορίζοντα κάτι τέτοιο, ανεξάρτητα από τον διανθισμένο και με αρι­στερές κορόνες πολιτικό της λόγο.

Το ότι, επίσης, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ερήμην μεγάλου τμήματος των μελών και στελεχών του και κυρίως της συντριπτικής πλειοψηφίας των ψηφοφόρων του, προσχώρησε στο στρατόπεδο του ιστορικού αναθεωρητισμού και της ντροπαλής απαξίωσης της εαμικής Εποποιίας, υποβαθμίζοντας έως την εκμηδένιση τα εθνικά και τα γεωπολιτικά ζητήματα, είτε με το να έχει τοποθε­τήσει στα αζήτητα το υπ’ αρ. ένα πρόβλημα της χώρας αυτό δηλαδή που αφορά την ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και κρατικής μας κυριαρχίας, είτε με το να υποτιμά θανάσιμα την σταθερά παρούσα τουρκική απειλή, είτε με το να αντιλαμβάνεται το Κυπριακό σαν ένα «δυσάρεστο», ξένο προς ημάς πρόβλημα που… παραδόξως 3.000 χρόνια και πλέον μας ταλαιπωρεί, είτε με το να υιο­θετεί στο μεταναστευτικό μιαν αφόρητα ανεύθυνη και υποκριτική διεθνιστική – τάχα μου – στάση, αποτελεί, και ένα πρόσθετο στοιχείο της τεράστιας ευθύνης της και για την οποία υπεύθυνοι δεν είναι ούτε οι δανειστές, ούτε όσοι της την επισημαίνουν.

Δεν είναι μόνο υποκριτικό· είναι, κυρίως, λαθεμένο να αποδοθούν τα παρα­πάνω στον ξένο παράγοντα, που σε τελευταία ανάλυση κάνει τη δουλειά του και να μην σταθούμε στο κεντρικό στοιχείο που είναι η πολιτική δειλία της ηγετικής ομάδας του να σηκώσει μέχρι τέλος το βάρος του αγώνα, που ιστορικά είχε αναλάβει, μετατρέποντας, σε χρόνο που δεν έχει προηγούμενο στα παγκόσμια χρονικά, το μεγαλειώδες ΟΧΙ ενός λαού σε θλιβερό ΝΑΙ σε όλα.

Αυτό, λοιπόν, που προφανώς ανελέητα προβάλλει και που η απάντηση και εκ μέρους μου δεν είναι επαρκής, είναι ότι τελικά μια μικρή ηγετική ομάδα κα­τάφερε το καίριο πλήγμα σε έναν αναμφίβολα προβληματικό σχηματισμό, που διέθετε όμως αποδεδειγμένα υπαρκτές εστίες αντιστάσεως και ότι στην συνέ­χεια πέτυχε την μνημονιακή μετάλλαξη του μεγαλύτερου μέρους της κυβέρνη­σης και του κόμματος, οδηγώντας στην διάλυση τον ΣΥΡΙΖΑ με την μετατροπή του σε ένα τυπικά αρχηγοκεντρικό κόμμα παραγόντων και παραγοντίσκων.

Βασικά όμως συγκλίνω ότι η απάντηση ή μάλλον μέρος μιας συνολικότερης απάντησης είναι η παραδοχή ότι όλες, μα όλες, οι πτέρυγες της αντιπολίτευσης δεν είχαν μια λειτουργική επεξεργασμένη εναλλακτική πρόταση. Και το κυρι­ότερο αν θέλετε αντιμετώπιζαν ταυτόχρονα με την ίδια σφοδρότητα τα υπαρξι­ακά, σχεδόν, προβλήματα που μαστίζουν την παγκόσμια Αριστερά, χωρίς την πρόθεση να τα αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο.

Τι θα είχε μείνει αν είχαν τουλάχιστον τηρηθεί οι γκραμσιανοί κανόνες του να λέμε την αλήθεια στην πολιτική; Θα είχαν γίνει λιγότερα λάθη, θα είχαν γίνει λίγα έστω αλλά θετικά βήματα και δεν θα είχαμε εξαντλήσει τα ελάχιστα αποθέματα εμπιστοσύνης; Άγνωστο· όχι όμως απίθανο. Σε κάθε πάντως περί­πτωση το αν είναι αν.

Αυτό, όμως, το τελευταίο, το να λέμε την αλήθεια στην πολιτική δηλαδή, αποτελεί κατ’ εμέ το μείζον στοιχείο και δεν αφορά πλέον τον συστημικό ΣΥ­ΡΙΖΑ αλλά εμάς.

Βρισκόμαστε στο ίδιο περίπου επίπεδο αθλιότητας που ο Σκληρός επεσήμανε στις αρχές του 20ού αιώνα. Σε μιαν εξαιρετικά δύσκολη καμπή της ιστορίας μας ως λαός, ως έθνος, ως χώρα. Όλοι μας γνωρίζουμε ότι αυτή δεν είναι η πρώτη φορά. Ο τόπος αυτός πέρασε από πολλές και σκληρότερες δοκιμασίες. Άντεξε. Χρειάζεται να ξαναοργώσουμε την έρημη γη. Αυτό, όμως, προϋποθέτει μιαν μακρά και επίμονη προετοιμασία των πνευμάτων. Η πορεία ανάταξης ξεπερνά­ει τους χρόνους μιας, τουλάχιστον, γενιάς.

Οι σταυροφόροι νίκησαν· αλλά οι της ημετέρας παιδεύσεως μετέχοντες γνω­ρίζουν ότι καμία ήττα δεν είναι οριστική. Όπως θα έλεγε και ο στρατηγός «Η θέση όπου είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη· και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς».

Τίποτα δεν τελείωσε. Όλα τώρα αρχίζουν.

Ν. Μάκρη, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2016

*ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΕΤΡΑΔΙΩΝ

Ο Λουκάς Αξελός είναι συγγραφέας, διευθυντής των εκδόσεων «Στοχαστής» και του περ. «Τετράδια», πρώην μέλος της ΠΓ και της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ.