Tου Θανάση Γιαλκέτση
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο του Βρετανού κοινωνιολόγου Κόλιν Κράουτς με τίτλο «Combattere la postdemocrazia» (Laterza 2020).
Το 2003, στο βιβλίο μου «Μεταδημοκρατία», έγραφα ότι μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου οδηγούνταν προς μια κατάσταση στην οποία η δημοκρατία υποβαθμιζόταν σε σκιά του εαυτού της. Οι δημοκρατικοί θεσμοί και οι δημοκρατικές παραδόσεις επιβίωναν. Τα κόμματα ανταγωνίζονταν στις εκλογές, οι κυβερνήσεις διαδέχονταν ειρηνικά η μια την άλλη, η πολιτική συζήτηση παρέμενε έντονη. Η δημοκρατία όμως είχε χάσει ζωτικότητα και δύναμη και τα κόμματα και οι κυβερνήσεις, αντί να προσφέρουν απαντήσεις στα αιτήματα που εκφράζονταν αυθόρμητα από ομάδες πολιτών, επικεντρώνονταν στη χειραγώγηση των προβλημάτων και της κοινής γνώμης.
Η προωθητική δύναμη του πολιτικού συστήματος προερχόταν ήδη από μια περιορισμένη ελίτ πολιτικών και πλούσιων βιομηχάνων και συνεπώς η πολιτική προσανατολιζόταν όλο και περισσότερο προς τις επιθυμίες αυτών των τελευταίων. Αυτή η κατάσταση δεν είχε «ενόχους» (με την κοινή έννοια του όρου) μεταξύ εκείνων που επωφελούνταν από αυτήν, αλλά προέκυπτε κυρίως από δύο παράγοντες, που και οι δυο τους είναι δύσκολα διαχειρίσιμοι από τον άνθρωπο. Ο πρώτος ήταν η παγκοσμιοποίηση, η οποία είχε μεταφέρει τις μεγάλες οικονομικές αποφάσεις σε ένα πεδίο εντελώς απρόσιτο για το έθνος-κράτος (που ήταν το επίπεδο στο οποίο είχε κατεξοχήν αναπτυχθεί η δημοκρατία), απαξιώνοντας έτσι μεγάλο μέρος της πολιτικής και οικονομικής συζήτησης. Ο δεύτερος ήταν η βαθμιαία απώλεια νοήματος των ταξικών και θρησκευτικών διαιρέσεων, οι οποίες στον καιρό τους είχαν επιτρέψει στους απλούς πολίτες να αναπτύξουν μια πολιτική ταυτότητα.
Αυτή η απώλεια καθιστούσε όλο και πιο δύσκολο για καθέναν από μας να απαντήσει στο ερώτημα: «Ποιος είμαι εγώ ως πολιτικό υποκείμενο;». Αν δεν είμαστε σε θέση να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, δεν μπορούμε να αναλάβουμε έναν ενεργό ρόλο σε μια δημοκρατία. Εξαιτίας αυτών των μεγάλων δυνάμεων αλλαγής, η απόσταση ανάμεσα στον κόσμο της πολιτικής και στην κανονική ζωή μεγάλωνε. Και οι πολιτικοί αντιδρούσαν σε αυτή την κατάσταση υιοθετώντας όλο και πιο τεχνητούς τρόπους επικοινωνίας με τους εκλογείς, όπως είναι οι διαφημιστικές τεχνικές και οι έρευνες της αγοράς.
Οι πολίτες γίνονταν όμοιοι με μαριονέτες υποχρεωμένες να χορεύουν στον ρυθμό της μουσικής εκείνων που χειραγωγούσαν την κοινή γνώμη και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις ήταν σε θέση να αρθρώνουν τις διεκδικήσεις τους και τις προτεραιότητές τους. Και αυτό επιδείνωνε ακόμα περισσότερο τον τεχνητό χαρακτήρα της δημοκρατίας και επομένως τη μεταδημοκρατία.
Το 2003 δεν είχα φτάσει ώς το σημείο να υποστηρίξω ότι βρισκόμασταν ήδη σε μια κατάσταση μεταδημοκρατίας. Στις περισσότερες σύγχρονες κοινωνίες, με δημοκρατικούς θεσμούς εδραιωμένους από πολύ καιρό, σίγουρα δεν έλειπαν οι πολίτες που ήταν ικανοί να εκφράσουν νέες διεκδικήσεις και να χαλάσουν τα σχέδια εκείνων που χειρίζονταν τις μαριονέτες. Οι κοινωνίες αυτές όμως βάδιζαν στον δρόμο που οδηγούσε στη μεταδημοκρατία.
Εκείνη την εποχή, σκιαγραφώντας την εικόνα της μεταδημοκρατίας, διέπραξα τρία σημαντικά λάθη. Πρώτα απ’ όλα, ήμουν υπερβολικά επικεντρωμένος σε αυτές που αποκαλώ «δημοκρατικές φάσεις» -δηλαδή σε εκείνες τις καταστάσεις στις οποίες οι επαγγελματίες της πολιτικής χάνουν τον έλεγχο των προτεραιοτήτων της δημόσιας ζωής και υποχρεώνονται να αφήσουν να είναι ομάδες πολιτών εκείνες που ορίζουν αυτές τις προτεραιότητες-, παραγνωρίζοντας έτσι τους θεσμούς οι οποίοι, και πέρα από αυτές τις «δημοκρατικές φάσεις», χρησιμεύουν στο να υποστηρίζουν και να προστατεύουν τη δημοκρατία.
Δεύτερον, παρόλο που ανέφερα τον ξενοφοβικό λαϊκισμό ως ένα από τα κινήματα της σύγχρονης κοινωνίας που φαίνονταν να εναντιώνονται στη μεταδημοκρατία, από τη μια μεριά είχα υποτιμήσει τη σημασία και το βάθος του και από την άλλη δεν είχα αντιληφθεί ότι τα κινήματα αυτού του τύπου δεν είναι τόσο μια αντίδραση στις μεταδημοκρατικές τάσεις, αλλά είναι μάλλον μια παρόξυνση αυτών των τάσεων.
Τέλος, είχα μιλήσει τόσο για την ανικανότητα των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών τάξεων των μεταβιομηχανικών κοινωνιών να εκφράσουν μια δική τους ιδιαίτερη πολιτική όσο και για τον ρόλο πρώτης γραμμής του φεμινισμού μεταξύ των δυνάμεων που αμφισβητούν τη μεταδημοκρατία, αλλά δεν είχα κατανοήσει ότι ορισμένα στοιχεία του φεμινισμού είναι στην πραγματικότητα μέρος της πολιτικής αυτών των τάξεων. Αυτά τα τρία λάθη συνδέονται μεταξύ τους. Στα πρώτα χρόνια του αιώνα, φαινόταν ακόμα δυνατό να θεωρούμε δεδομένη την επιβίωση της συνταγματικής τάξης που διασώζει τη δημοκρατία –και που ταυτόχρονα δίνει δημοκρατική πρόσοψη στη μεταδημοκρατία.
Τα ξενοφοβικά κινήματα, που αναδύθηκαν στη συνέχεια επιβλητικά στην Ευρώπη, στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, κατέδειξαν καθαρά ότι δεν είναι διατεθειμένα να αποδεχθούν το πρωτείο θεσμών όπως η αυτονομία της δικαστικής εξουσίας, το κράτος δικαίου ή ο ρόλος του κοινοβουλίου. Και επειδή συνήθως αυτά τα κινήματα τοποθετούνται πολιτικά στη Δεξιά, σήμερα εκείνοι που υπερασπίζονται αυτούς τους θεσμούς είναι κυρίως κόμματα του Κέντρου και της Αριστεράς. Σε μια πιο μακρόπνοη ιστορική προοπτική, μπορεί να φανεί παράξενο που η Αριστερά υπερασπίζεται το Σύνταγμα εναντίον της Δεξιάς, η οποία μέχρι τώρα διεκδικούσε πάντοτε αυτόν τον ρόλο. Αυτό όμως είναι μια ένδειξη της συντελούμενης πολιτικής αλλαγής. Εξάλλου, τα ξενοφοβικά κινήματα γίνονται οι κύριοι ερμηνευτές όχι μόνον του φόβου και του μίσους απέναντι στους ξένους, αλλά και ενός γενικότερου κοινωνικού συντηρητισμού, πεσιμιστικού και νοσταλγικού, που περιλαμβάνει και τη μνησικακία για τις πρόσφατες κατακτήσεις των γυναικών.
Τα κινήματα που βασίζονται, τουλάχιστον εν μέρει, σε φεμινιστικές ιδέες γίνονται επομένως οι κύριοι ανταγωνιστές του ξενοφοβικού λαϊκισμού, προχωρώντας έτσι πολύ πέρα από τα «γυναικεία προβλήματα». Με αυτό το βιβλίο ελπίζω ότι έχω διορθώσει αυτά τα τρία λάθη. Υπάρχουν έπειτα και άλλοι λόγοι που καθιστούν τη «Μεταδημοκρατία» όχι τόσο εσφαλμένη όσο ξεπερασμένη. Το βιβλίο εκείνο αντλούσε ερεθίσματα από την αυταρέσκεια με την οποία, εκείνη την εποχή σε πολλά μέρη του κόσμου, έτειναν να θεωρούν δεδομένη τη δημοκρατία.
Ηταν ακόμα αρκετά δημοφιλής η ιδέα της φιλελεύθερης καπιταλιστικής δημοκρατίας ως ανώτατης θεσμικής κατάκτησης της ανθρωπότητας, την οποία εξυμνούσε ο Φράνσις Φουκουγιάμα στο βιβλίο του «Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος» (1992). Χρειάστηκε να περάσουν ακόμα κάποια χρόνια προτού εκδοθούν βιβλία με εύγλωττους τίτλους, όπως «Ruling the Void. The Hollowing of Western Democracy» του μακαρίτη Peter Mair (2013), αλλά το 2018 αυτή η φιλολογία μετατρέπεται σε χείμαρρο, με το «How Democracy Ends» του David Runciman, το «How Democracies Die» των Steven Levitsky και Daniel Ziblatt, το «Can Democracy Survive Global Capitalism?» του Robert Kuttner και το «Democracy in Chains» της Nancy MacLean. Η «Μεταδημοκρατία» γράφτηκε προτού η οικονομική κρίση του 2008 επιβεβαιώσει μια από τις βασικές μου θέσεις, ότι δηλαδή η δράση των λόμπι για την υπεράσπιση των συμφερόντων του παγκόσμιου καπιταλισμού είχε γεννήσει μια απορρυθμισμένη οικονομία, η οποία θυσίαζε όλα τα άλλα συμφέροντα που υπήρχαν στην κοινωνία. Δεν είχα κατανοήσει καλά την ιδιαίτερη θέση που είχε καταλάβει ο χρηματοπιστωτικός τομέας μεταξύ των καπιταλιστικών συμφερόντων και την πρόκληση που αυτό αντιπροσώπευε για τη δημοκρατία. […]
Πηγή: Εφ. «Εφ.Συν.»