PSI: Στοιχηματίζοντας στην εξαθλίωση ενός λαού

PSI: ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ ΕΝΟΣ ΛΑΟΥ

Οργή και αγανάκτηση προκάλεσε στην Γερμανία επενδυτικό προϊόν που είχε δημιουργήσει η Deutsche Bank στο οποίο οι επενδυτές πλούτιζαν όσο περισσότεροι από ένα δείγμα 500 ανωνύμων  Αμερικανών, οι οποίοι προσφέρονταν να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα εθελοντικά, πέθαιναν πριν την ώρα τους. Νωρίτερα δηλαδή από το προσδόκιμο ζωής.

Στην αντίθετη περίπτωση, όταν τα μέρη του «δείγματος» εγκατέλειπαν τον μάταιο τούτο κόσμο αργότερα, τα κέρδη πήγαιναν στην «μάνα», την τράπεζα. Καθαρές δουλειές, χωρίς ψιλά γράμματα. Ωστόσο, η αποκάλυψη των λεπτομερειών του επενδυτικού χαρτοφυλακίου Kompass Life 3, όπως αποκαλούταν το πρόγραμμα, και οι αντιδράσεις που ακολούθησαν οδήγησαν στον πρόωρο τερματισμό του και την αποζημίωση των συμμετεχόντων με το 100% του κεφαλαίου τους. Η δε γερμανική τράπεζα παραδέχτηκε πως «το προϊόν δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συμβατό με τις αξίες μας, ιδίως όσες ισχύουν στον τομέα της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».

Τέλος καλό όλα καλά λοιπόν, αντίθετα με ότι συνέβη με ένα άλλο επενδυτικό πρόγραμμα που «έτρεξαν» οι γερμανικές τράπεζες εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου, υπό την επωνυμία «εθελοντικό πρόγραμμα ανταλλαγής ελληνικών ομολόγων», PSI …στα ελληνικά. Είτε λόγω της μη εθελοντικής (τελικά) συμμετοχής των θυμάτων, είτε λόγω των αντεστραμμένων όρων, με τις γερμανικές τράπεζες να κερδίζουν από τον πρόωρο θάνατο του ανώνυμου δείγματος, το επενδυτικό πρόγραμμα κρίθηκε επιτυχημένο και συνεχίζεται μέχρι νεωτέρας…

Νέα αναδιάρθρωση εν όψει

Μέχρι πότε άγνωστο; Το πολύ στα επόμενα τρία χρόνια υπολογίζουν έγκυρες πηγές πως η Ελλάδα θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε μια νέα αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, αποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο πως το «στέρεο έδαφος» για το οποίο μίλησε ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος, στο διάγγελμά του την Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012, όταν ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα ανταλλαγής ελληνικών ομολόγων που κατέχουν ιδιώτες, με την απομείωση του 53% της αξίας τους, υπάρχει μόνο στη φαντασία του. Στην πραγματικότητα το πρόγραμμα ανταλλαγής των ελληνικών ομολόγων αποτελεί μια βαθιά επιζήμια για τον ελληνικό λαό και μεταβατική συμφωνία, που οξύνει το πρόβλημα χρέους και δεν το επιλύει.

Κατ’ αρχάς οποιαδήποτε αποτίμηση του προγράμματος δεν μπορεί παρά να τοποθετήσει από την άλλη μεριά του ισοζυγίου το τεράστιο κοινωνικό κόστος που απαιτήθηκε για να δοθεί το πράσινο φως από τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Το αντίτιμο που πλήρωσε η ελληνική κοινωνία περιελάμβανε τους όρους του δεύτερου μνημονίου: μείωση των μισθών κατά 22% και για τους νέους κάτω των 25 ετών κατά 32%, κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων, απόλυση 150.000 δημοσίων υπαλλήλων, αυξήσεις 25% στα εισιτήρια των λεωφορείων και των τρένων, μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση των συνηθισμένων υποζυγίων μέσω της κατάργησης φοροαπαλλαγών και της αύξησης των αντικειμενικών αξιών, μείωση των επικουρικών συντάξεων, μαχαίρι στις κοινωνικές δαπάνες και τα κονδύλια φαρμακευτικής περίθαλψης μέσω της χρήσης γενόσημων φαρμάκων, λουκέτο στο Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας και Εστίας και, μεταξύ άλλων, αθρόες ιδιωτικοποιήσεις. Αυτά τα μέτρα οδηγούν σε παροξυσμό μια ήδη επιβαρυμένη κοινωνικά κατάσταση όπως μαρτυρά η εκτίναξη της ανεργίας στο 21% και το κλείσιμο του 2011 με μια ύφεση στο ύψος (καλύτερα το βάθος) του 7%, «τιμωρητική» όπως χαρακτηρίστηκε από την Wall Street Journal στις 7 Μαρτίου 2011. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε την αιτία. Ευρωπαϊκή Ένωση και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επέβαλαν ένα εξοντωτικό πρόγραμμα λιτότητας, χωρίς προηγούμενο για άλλη χώρα του βόρειου ημισφαιρίου, κι αυτό με τη συναίνεση της ελληνικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ μόνο και μόνο ώστε καμιά άλλη χώρα να μην διανοηθεί να ακολουθήσει τον ελληνικό δρόμο, φλερτάροντας με την ιδέα να μην εξυπηρετήσει τις δανειακές υποχρεώσεις της.

Η προθυμία των σωτήρων

Η «προθυμία» δε να σώσουν την Ελλάδα ερμηνεύθηκε με τον πιο σαφή τρόπο από το Διεθνές Ινστιτούτο Χρηματοοικονομικής (Institute of International Finance), στο πλαίσιο εμπιστευτικής του έκθεσης όπου υπολόγιζε τις επιπτώσεις μια μη ελεγχόμενης χρεοκοπίας, όπως χαρακτηρίζεται αυτή που δεν έχει σχεδιαστεί από τους πιστωτές. Να υπενθυμίσουμε ότι στο συγκεκριμένο οργανισμό, που θεωρείται λόμπι των τραπεζών, ανατέθηκαν οι διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους όχι μόνο από το ΔΝΤ και την ΕΕ, αλλά και από την κυβέρνηση του δοτού πρωθυπουργού Παπαδήμου που, κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια, υπέθεσε πως ό,τι είναι καλό για τις τράπεζες είναι και για την Ελλάδα. Τι κι αν αυτή η παραδοχή μέχρι σήμερα έχει οδηγήσει την μια ημερομηνία εξόδου στις αγορές να διαδέχεται η άλλη, για να φτάσουμε τώρα να μετατίθεται στο άγνωστο μέλλον, ακόμη και μετά από δέκα χρόνια… Το κόστος μια παύσης πληρωμών κατά τις εκτιμήσεις τους θα έφθανε το 1 τρισ. ευρώ, περιλαμβάνοντας: ζημιές για τους ιδιώτες ομολογιούχους ύψους 73 δις. ευρώ και για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ύψους 177 δις. ευρώ, νέα κεφάλαια για την Ιρλανδία και την Πορτογαλία ύψους 380 δις. ευρώ και έκτακτη στήριξη στην Ισπανία και την Ιταλία που θα έμπαιναν για τα καλά στο κάντρο της κρίσης, ύψους 350 δισ. ευρώ. Για να αποφευχθεί λοιπόν αυτό το σενάριο τρόμου που θα ξεκινούσε αν δεν πληρωνόταν το ομόλογο ύψους 14,5 δις. ευρώ με ημερομηνία λήξης 20 Μαρτίου, οδηγείται στην εξαθλίωση και το εξανδραποδισμό ένας ολόκληρος λαός.

Επίσης, τινάζεται στον αέρα το ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδας. Τα ασφαλιστικά ταμεία στο σύνολό τους (και όχι μόνο αυτά που δέχτηκαν να συμμετάσχουν οικειοθελώς στο κούρεμα) μετά την εφαρμογή των ρητρών συλλογικής δράσης, των περίφημων CAC, θα χάσουν περί τα 11 δις. ευρώ από τα αποθεματικά τους. Η μείωση αυτή αργά ή γρήγορα θα δώσει το έναυσμα για ένα γύρο σοβαρών μειώσεων στις κύριες και όχι μόνο τις επικουρικές συντάξεις. Η αναλγησία με την οποία αντιμετώπισαν η κυβέρνηση και η Τρόικα το χαντάκωμα των ασφαλιστικών ταμείων δεν μπορεί να μην συγκριθεί με την ευαισθησία που επέδειξαν απέναντι στις τράπεζες οι οποίες θα αποζημιωθούν και με το παραπάνω για τις ζημιές που θα καταγράψουν από την συμμετοχή τους στο πρόγραμμα εθελοντικής ανταλλαγής ομολόγων, με τίτλους ονομαστικής αξίας ή εγγυήσεως του δημοσίου ονομαστικής αξίας περίπου 50 δις. ευρώ.

Την τύχη των ασφαλιστικών ταμείων θα έχουν και οι ιδιώτες κάτοχοι ομολόγων που υπολογίζονται περίπου σε 11.000 άτομα, με ομόλογα συνολικής αξίας 2,7 δις. ευρώ. Σε αυτή την ομάδα συμπεριλαμβάνονται ακόμη και απολυμένοι, όπως για παράδειγμα της Ολυμπιακής Αεροπορίας, που ελλείψει ρευστού αποζημιώθηκαν με ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. Παρόλα αυτά η κυβέρνηση δεν πρόκειται να καλύψει ούτε καν μέρος των ζημιών τους από το κούρεμα με το επιχείρημα ότι τότε άλλοι ομολογιούχοι πιθανά να έθεταν νομικό ζήτημα άνισης μεταχείρισης, τινάσσοντας στον αέρα το πρόγραμμα ανταλλαγής. Θαυμάστε ωστόσο υποκρισία: Άνιση μεταχείριση υφίσταται για τις τράπεζες που απομυζούν συστηματικά τον κρατικό προϋπολογισμό, από υπουργίας Αλογοσκούφη ακόμη, και πλέον με τις αποζημιώσεις που θα λάβουν ευθύνονται άμεσα για την υπερχρέωση του ελληνικού λαού, οδηγώντας το απεχθές χρέος στα ύψη. Η περίπτωσή τους δεν συνιστά, κατά την κυβέρνηση, διακριτική μεταχείριση, ενώ διακριτική μεταχείριση θα συνιστούσε η αποζημίωση των φυσικών προσώπων και των απολυμένων…

Η φτώχεια επομένως και η κατάργηση των κοινωνικών κατακτήσεων που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα είναι το πρώτο, σημαντικότερο και ασφαλέστερο μέτρο για να αποτιμήσουμε το PSI. Το δεύτερο κριτήριο, είναι η αλλαγή του προφίλ του ελληνικού δημόσιου χρέους, μετά την λήψη του δανείου των 130 δις. ευρώ το οποίο από ιδιωτικό (οφειλόμενο δηλαδή σε ιδιώτες ομολογιούχους) κατά το μεγαλύτερο μέρος του (62% μέχρι την Πέμπτη 8 Μαρτίου) πλέον μετατρέπεται σε διακρατικό (καθώς με την ολοκλήρωση της συμφωνίας τα κράτη μέλη της ευρωζώνης και το ΔΝΤ θα κατέχουν το 77%). Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το δίκαιο που θα διέπει τα νέα ομόλογα ονομαστικής αξίας 46,5% της αρχικής τιμής των υπό ανταλλαγή ομολόγων θα είναι βρετανικό (το πιο φιλικό προς τους πιστωτές διεθνές δίκαιο) προκύπτει μια ραγδαία επιδείνωση των όρων δανεισμού. Κι αυτό γιατί απέναντι στους ιδιώτες δανειστές κάθε κράτος διαθέτει συντριπτική νομική υπεροχή. Απέναντι σε κράτη αυτή η υπεροχή μειώνεται σημαντικά. Λαβαίνοντας δε υπ’ όψη μας την ντε φάκτο δημιουργία κρατών δύο ταχυτήτων λόγω της κρίσης χρέους, αυτή η υπεροχή εξανεμίζεται αν πρέπει να ασκηθεί από κράτη-χρεώστες, όπως η Ελλάδα, απέναντι σε κράτη-δανειστές, όπως η Γερμανία με την πρωτοβουλία μάλιστα ασπόνδυλων πολιτικών ελίτ, όπως η ελληνική που εκχωρεί την εθνική ανεξαρτησία πριν καν της ζητηθεί! Η «αξία χρήσης» της νομικής δυνατότητας επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους δεν είναι θεωρητική, καθώς πριν καλά – καλά σιγήσει ο αντίλαλος από τους διθυράμβους της ελληνικής κυβέρνησης για την επιτυχία του προγράμματος ανταλλαγής, οικονομολόγοι και αναλυτές στον διεθνή Τύπο χαρακτήριζαν την συμφωνία αν όχι νεκρή, τουλάχιστον με ημερομηνία λήξης. «Είναι επαρκές το “κούρεμα” για να ελευθερώσει την Ελλάδα από τα μεγαλύτερα βάρη της», ρώτησε ο δημοσιογράφος του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel τον καθηγητή Οικονομικών Χέραλντ Χάου. «Όχι» ήταν η απάντησή του. Και συνέχισε: «Το κούρεμα που συμφωνήθηκε είναι ανεπαρκές. Χωρίς να έχει σημασία τι ακριβώς, θα υπάρχει ένα δεύτερο, κατάλληλο κούρεμα. Πιθανότατα θα πάρει εννιά μήνες με τρία χρόνια, αλλά τότε θα υπάρξει μια πραγματικά μεγάλη κρίση, οικονομική και πολιτική. Το πρόβλημα απλώς έχει μετατεθεί», ανέφερε ο καθηγητής  Οικονομικών στην ηλεκτρονική έκδοση του γερμανικού περιοδικού στις 9 Μαρτίου, την ώρα του πρωθυπουργικού διαγγέλματος… Με ποιά εργαλεία θα γίνει τότε η επαναδιαπραγμάτευση, είναι το ερώτημα…

Αποκρύπτοντας αυτή την σκληρή πραγματικότητα η κυβέρνηση συνέχισε να υποστηρίζει ότι το 2020 το δημόσιο χρέος θα φτάσει στο 120,5% του ΑΕΠ και θα είναι μάλιστα βιώσιμο. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο πρόκειται να συμβεί. Άκρως απόρρητη έκθεση της Τρόικας, που φρόντισαν έγκαιρα οι βρετανικοί Financial Times να γίνει φέιγ βολάν, ως πιθανότερο σενάριο για την πορεία του χρέους έκρινε ότι το 2020 θα βρίσκεται στο 140% του ΑΕΠ ακόμη και στο 160%. Να θυμίσουμε δε ότι τον Σεπτέμβριο του 2009, πριν αρχίσει η δημιουργική λογιστική με την σύμπραξη της Eurostat που οδήγησε στην εκτίναξη του δημόσιου χρέους, κυμαινόταν στο 115% του ΑΕΠ. Και δεν χαρακτηριζόταν βιώσιμο. Μη βιώσιμο επίσης χαρακτηρίστηκε το δημόσιο χρέος της Ιταλίας το καλοκαίρι του 2011, όταν κι αυτό κυμαινόταν στα ίδια επίπεδα. Γιατί επομένως να είναι βιώσιμο το ελληνικό χρέος τότε στο επίπεδο του 115%, πολύ περισσότερο που όλες οι προβλέψεις για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας μέχρι τότε καταλήγουν σε μία σύσταση: «προσδεθείτε»…

Αυτό που αξίζει να κρατήσουμε από τα παραπάνω είναι ότι η βύθιση της ελληνικής οικονομίας στη δίνη της κρίσης χρέους ακόμη συνεχίζεται, χωρίς να διαφαίνεται ένα ορατό τέλος στα δεινά των εργαζομένων. Κι ούτε πρόκειται να διαφανεί όσο η τύχη του δημόσιου χρέους αφήνεται στα χέρια αυτών που το έφτασαν στο σημερινό του ύψος κι εξακολουθούν να εμφανίζουν ως εθνική επιτυχία την κήρυξη της Ελλάδας σε καθεστώς επίσημης χρεοκοπίας και την αύξηση του δημόσιου χρέους, μετά την αναδιάρθρωση, κατά 25 δις. ευρώ. Αυτός είναι ο λογαριασμός που προστίθεται αν από τα 130 δις. του νέου δανείου αφαιρέσουμε τα 105 δις. ευρώ που διαγράφτηκαν.

Του Λεωνίδα Βατικιώτη