Οι πολιτικοί δεν ψεύδονται, παραπλανούν λογικά

Του Γιώργη-Βύρωνα Δάβου*

Ένα από τα κύρια μηνύματα της νέας κυβέρνησης είναι η δέσμευσή της στην εκφορά της Αλήθειας – ίσως μια παράδοξη διατύπωση σε μια εποχή που οι πολίτες θεωρούν πως οι πολιτικοί ψεύδονται.

Τι νόημα μπορεί να έχει η έννοια Αλήθεια, όταν την εκστομίζει ένας πολιτικός;

Και μάλιστα όταν διατρανώνει πως εκφέρει την Αλήθεια και μόνον την Αλήθεια; Μήπως έχει την έννοια του λακανικού παιχνιδίσματος «εγώ λέω πάντα την αλήθεια… όχι όλη». Την ιησουίτικη εκδοχή της «σου λέω την αλήθεια με πρόθεση να σε εξαπατήσω»; Ή είναι η αντίθετη εκδοχή του παραδόξου του Επιμενίδη, ως το επίσης γνωστό, μεταγενέστερο, λογικό παράδειγμα του «φιλαλήθους», που επίσης ως αυτοαναφορικό αποδεικνύεται εξίσου προβληματικό;

Ή μήπως, ακολουθώντας τους κανόνες της συμπερασματικής λογικής από τον θετικό έλεγχο του Αριστοτέλη και δώθε προσλαμβάνει τη σημασία της «επαληθευσιμότητας», καθώς αντίστοιχα με τις δύο «αληθείς» και οι δύο «ψευδείς» προκείμενες παράγουν ένα «αληθές» συμπέρασμα; Ή, εάν λάβουμε υπ’ όψη την ποπεριανή θεωρία της «διαψευσιμότητας» (fallibility), ένα θεωρητικό μοντέλο επικυρούται όταν ακριβώς έρχεται ένα δεύτερο να το αντικαταστήσει – κάτι σαν το do it better, το «εμείς θα τα κάνουμε καλύτερα» όπως υπόσχεται και ήδη αυτοεπαίρεται η παρούσα κυβέρνηση.

Οι δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη, που ουσιαστικά επικυρώνουν τον μεταβολισμό της πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης Τσίπρα, μοιάζουν να επιβεβαιώνουν όλα τα παραπάνω: είναι εφικτή η, έως τώρα θεωρούμενη από τη Ν.Δ. αδύνατη, ανάπτυξη του 3% και θα τηρηθούν οι στόχοι για τα πλεονάσματα, που τα θεωρούσαμε αδύνατα, ίσαμε και το 2020 και… βλέπουμε – κάτι σαν το «φεύγουν οι βάσεις» του Ανδρέα Παπανδρέου, παραμένοντας έως το 1989, όπου υπήρχε στον σχεδιασμό των ΗΠΑ να καταργηθούν.

Από λογικής απόψεως η παράβαση των δύο βασικών κανόνων της μη αντίφασης και του αποκλεισμού του τρίτου όρου αποτελεί μια σαφή μεταστροφή από μια «σκληρή» διατύπωση της Αλήθειας σε μια πιο ευέλικτη «γλωσσολογική» δικαιολόγησή της. Στο γλωσσικό επίπεδο, όπως είναι γνωστό, όλα είναι δυνατά, ακόμη και «μεταφυσικά» – γίνεται με όρους: «είπαμε πως θα εφαρμοστεί το χ εάν και μόνο εάν υπάρξουν οι συνθήκες κι εάν επιτύχουμε τη διεθνή αξιοπιστία».

Κάτι που σκόπιμα δημιουργεί μια «ασαφή» νοηματοδότηση, σαν το παράδοξο του «σωρείτη», όπου δεν μπορεί να οριστεί επακριβώς πότε και με ποιους όρους μπορεί να θεωρηθεί πως έχει αποκτηθεί, ή όχι, η διεθνής αξιοπιστία και από πόσο και πάνω μπορεί να θεωρηθεί πως έχουμε πιάσει τους στόχους ή όχι;

Ένα συμπέρασμα εξάγεται από την εγκυρότητα των προκειμένων του, που με τη σειρά τους, επικυρώνονται από την αντικειμενική (ad rem) αντιστοιχία τους στα πράγματα και δεδομένα, που επαληθεύουν την υπόθεσή τους. Ομως τις περισσότερες φορές, ιδίως στην πολιτική, εφαρμόζεται ένας τεμαχισμός της γενικής αντικειμενικότητας (ignoratio elenchi) μιας υπόθεσης, ώστε να δημιουργηθεί ένα ηθελημένο «post hoc ergo propter hoc» – αφού είναι έτσι τότε είναι έτσι εξαιτίας αυτού.

Φέρ’ ειπείν η επίκληση πως το επιτόκιο δανεισμού πέφτει, διότι οι αγορές εκφράζουν τον ενθουσιασμό τους (sic!) για τη νέα κυβέρνηση, αγνοεί ακριβώς το γεγονός ότι τα επιτόκια δανεισμού πέφτουν -και μάλιστα πολύ περισσότερο από τα ελληνικά- και σε χώρες όπως η Ιταλία (μάλιστα και προ της κυβερνητικής κρίσης που προκάλεσε ο Σαλβίνι), η Ισπανία (με κυβέρνηση σε εκκρεμότητα, πρακτικά ακυβέρνητη) ή η Πορτογαλία (εν μέσω απεργιών και τεταμένων σχέσεων μεταξύ των κοινοβουλευτικών εταίρων και της κυβέρνησης).

Το γεγονός ότι η πτώση τούτη οφείλεται και στην αλλαγή πλεύσης -λόγω γερμανικής ύφεσης- της ΕΚΤ για την αγορά κρατικών ομολόγων και τα επιτόκια, καθιστά το επιχείρημα λογικά ασυνεπές, καθώς είτε δεν τηρείται η αρχή της διατήρηση της αλήθειας ή εντοπίζεται συνάμα και ένα «σφάλμα συμπαραδήλωσης» δύο όρων διαφορετικών μεταξύ τους σε μία εκφορά τους. Παράλληλα, η αριστοτελική «όρων τετράς» βρίσκει την πολιτική της εφαρμογή στην πρόταση «θα εντείνουμε τους ελέγχους για εργοδοτικές παραβιάσεις στα εργατικά – αλλά, αφού θα έχουμε απορρυθμίσει τα “υπερρυθμισμένα” εργατικά δικαιώματα (όπως θέλουν αυτοί), γιατί να τα παραβιάσουν;».

Η θεωρία της Αλήθειας δημιουργεί μεγάλες απαιτήσεις, καθώς στηρίζεται στην αυστηρή έννοια της αντιστοίχησης στα πραγματικά δεδομένα και δεν μπορεί να υποστηρίξει οποιοδήποτε σχετικιστική παραδοχή του είδους «όλα είναι αλήθεια, αλλά “κάτι” επίσης δεν είναι αλήθεια, άρα “κάτι” δεν είναι και αλήθεια»: π.χ., σύμφωνα με την κυβέρνηση, ο διορισμός των νέων προσώπων στην Επιτροπή Ανταγωνισμού αποτελεί ένα τρανό παράδειγμα, ένα brain gain για την επιστροφή «άξιων» στελεχών από το εξωτερικό – άσχετα εάν αυτό αφορά καλά αμειβόμενες θέσεις στο Δημόσιο κι όχι σε μια οποιαδήποτε ιδιωτική επιχείρηση.

Ενα επιχείρημα που όμως καταρρίφθηκε στην περίπτωση π.χ. του ΑΠΕ, όταν ο υποψήφιος διευθυντής του ανακάλυψε πως δεν συμφέρει η επιστροφή. Σε τούτη την περίπτωση έχουμε μια παραβίαση του κανόνα της Αλήθειας, καθώς θα πρέπει να παραδεχθούμε πως τα επιχειρήματα και οι εφαρμογές τους είτε είναι αλληλοαντικρουόμενα είτε είναι ασυνεπή ή δεν αφορούν την αλήθεια καθαυτή.

*δημοσιογράφος, δρ Φιλοσοφίας / Γλωσσολογίας