Του Βασίλη Λιανού*
Άνθρωποι οι οποίοι πίστευαν πως είχαν εξασφαλίσει οικονομική άνεση για την υπόλοιπη ζωή τους βρέθηκαν ξαφνικά υπερχρεωμένοι, προσπαθώντας να ξεχρεώσουν τα δάνειά τους, χωρίς ρεαλιστική πιθανότητα πλήρους εξόφλησης.
Οι περισσότεροι άνθρωποι ονειρεύονται μια πιο εύκολη ζωή. Σπουδάζουν, εξειδικεύονται σε έναν τομέα και επιδιώκουν μια σταθερή δουλειά, «στο γραφείο», με καλές αποδοχές. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι φιλάργυροι· θέλουν απλά να ζουν άνετα χωρίς να ανησυχούν πως την επόμενη μέρα κινδυνεύουν να μείνουν άνεργοι, άστεγοι και πεινασμένοι.
Από τα μέσα του 20ού αιώνα έως και τις αρχές του 21ου, ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων στον δυτικό κόσμο πέτυχε τον στόχο αυτό. Πολλοί μάλιστα κατάφεραν και παραπάνω απ’ αυτό: απέκτησαν μεγάλα σπίτια, γρήγορα αυτοκίνητα, ακριβά ρούχα, και μάλιστα διέθεταν και επαρκή ελεύθερο χρόνο. Για μια στιγμή, φάνηκε σαν η απόσταση ανάμεσα στον απλό εργαζόμενο πολίτη και τον εφοπλιστή, τον γαιοκτήμονα ή τον μεγαλοεπιχειρηματία να μην είναι και τόσο μεγάλη. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο απλά.
Όπως μας έχει δείξει η πραγματικότητα, η λεγόμενη «μεσαία» τάξη δεν υπήρξε ποτέ με τον ιδεατό τρόπο που η αστική τάξη θα ήθελε να πιστεύουμε. Αυτή η μορφή μεσαίας τάξης είναι ένα μύθευμα. Στην πραγματικότητα, οι διακρίσεις μεταξύ των τάξεων γίνονται με βάση κριτήρια περίπλοκα, τα οποία δεν μπορεί να είναι μόνο εισοδηματικά. Οι τάξεις διαχωρίζονται κυρίως με βάση την κατοχή μέσων παραγωγής. Ετσι, σχηματικά, στον καπιταλισμό οι τάξεις είναι δυο: η αστική τάξη, που αποτελείται από αυτούς οι οποίοι κατέχουν τα μέσα παραγωγής πλούτου (γη, αγαθά, τεχνολογία, πληροφορία κ.λπ.), και το σύγχρονο προλεταριάτο, που αποτελείται από αυτούς που αναγκάζονται να πουλήσουν την εργασία τους με αντάλλαγμα έναν μισθό ώστε να επιβιώσουν.
Πολλοί επικαλούνται τις πολλές διαβαθμίσεις στην τάξη του προλεταριάτου, με ανθρώπους οι οποίοι φτάνουν ακόμα και σε επίπεδα πολυτελούς διαβίωσης, παρ’ ότι δεν κατέχουν οι ίδιοι μέσα παραγωγής κι εξαρτώνται από τον εργοδότη τους. Μέχρι έναν βαθμό, αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Κάποια τμήματα του προλεταριάτου, ιδιαίτερα επιστήμονες και τεχνικοί υψηλής ειδίκευσης, αμείβονται με υψηλούς μισθούς και ζουν με μεγαλύτερη πολυτέλεια από άλλα. Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως, ακόμη και το επιστημονικό προλεταριάτο με τα μεγαλύτερα εισοδήματα καταλήγει να χάσει τα πλεονεκτήματά του. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-08 αποδεικνύει αυτόν τον ισχυρισμό. Τίποτε και για κανέναν δεν είναι εγγυημένο.
Μέχρι την έναρξη της οικονομικής κρίσης, η «μεσαία» τάξη παρουσίαζε τεράστια πρόοδο. Πολλά μέλη της, τα οποία ένιωθαν πλέον μια οικονομική σιγουριά, προσπάθησαν να ενισχύσουν την περιουσία τους. Πήραν δάνεια κι έχτισαν σπίτια. Όμως, με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η αξία των ακινήτων έκανε βουτιά, ενώ το χρέος τους συνέχισε να αυξάνεται ραγδαία εξαιτίας των υψηλών τόκων. Άνθρωποι οι οποίοι πίστευαν πως είχαν εξασφαλίσει οικονομική άνεση για την υπόλοιπη ζωή τους, βρέθηκαν ξαφνικά υπερχρεωμένοι, προσπαθώντας να ξεχρεώσουν τα δάνειά τους, χωρίς ρεαλιστική πιθανότητα πλήρους εξόφλησης.
Ο μειωμένος εξαιτίας της κρίσης μισθός τους πήγαινε πλέον στην εξόφληση των δανείων και στην πληρωμή υψηλών φόρων κατοικίας. Η κατάσταση είναι η ίδια από τις ΗΠΑ (στεγαστική φούσκα 2006-07) έως και την Ελλάδα (μαζικές δημοπρασίες ακινήτων). Κι όλα αυτά με καταλύτη τις τράπεζες, οι οποίες παρείχαν εν γνώσει τους δάνεια που γνώριζαν πως οι δανειολήπτες δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποπληρώσουν. Όταν αυτή η «φούσκα» έσκασε και τους δημιούργησε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, αυτές προχώρησαν σε ανακεφαλαιοποίηση με λεφτά των φορολογουμένων, κάνοντάς τους ακόμα φτωχότερους.
Αυτό γίνεται ακόμα πιο εμφανές την περίοδο του κορονοϊού. Στις ΗΠΑ εκατομμύρια εργαζόμενοι αναγκάστηκαν να κλειστούν στο σπίτι τους, χάνοντας έτσι τις απολαβές από την εργασία τους. Μετά από πολλή πίεση, η αμερικανική κυβέρνηση τους «έκανε τη χάρη» δίνοντάς τους 1.200 δολάρια, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν. Στο ίδιο διάστημα, οι Αμερικανοί δισεκατομμυριούχοι έγιναν πλουσιότεροι κατά 434 δισεκατομμύρια δολάρια από τα μέσα Μαρτίου έως και τα μέσα Μαΐου. Η φτωχή πλειοψηφία συνέχισε να χρειάζεται τις υπηρεσίες των πλουσίων και να πληρώνει γι’ αυτές, ενώ έλαβε μια πενιχρή οικονομική ενίσχυση από το κράτος, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπόρεσε να αποκαταστήσει τους μισθούς που έχασε. Για άλλη μία φορά, οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.
Κάθε κρίση κάνει όλο και πιο προφανές πως η «μεσαία» τάξη δεν υπάρχει με τον τρόπο που κάποιοι θα ήλπιζαν. Ενδεχομένως δεν υπήρξε ποτέ. Ο καπιταλισμός ως οικονομικό σύστημα βασίζεται εξ ορισμού στην ύπαρξη δυο οικονομικών οντοτήτων: του ιδιοκτήτη που προσλαμβάνει και του εργάτη που δουλεύει για μισθό, όσο υψηλός κι αν είναι αυτός. Οσο λοιπόν το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα εξακολουθεί να κυριαρχεί, οι «πλευρές» θα είναι πάντα δυο, παρά τις διαβαθμίσεις τους. Και θα είναι αντικρουόμενες. Οσο κι αν φαίνεται απλοϊκό, οι εξελίξεις το επιβεβαιώνουν.
* Φοιτητής Πολιτικών και Διεθνών Σπουδών Πανεπιστημίου Λονδίνου, LSE
Πηγή: Εφ. ΕΦ.ΣΥΝ