Του Τάσου Παππά
Αναρωτιούνται πολλοί πώς γίνεται η Νέα Δημοκρατία δύο χρόνια μετά την εκλογική νίκη της το 2019 να παραμένει πρώτη στις προτιμήσεις των πολιτών, αν και όπως προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις η δυσφορία για τις αποφάσεις της μεγαλώνει. Κάποιοι υποψιάζονται ότι οι δημοσκοπήσεις είναι πειραγμένες και επικαλούνται τα στοιχεία που δείχνουν ότι οι περισσότεροι υπουργοί παίρνουν κακό βαθμό.
Πώς γίνεται, λένε, αυτοί που επελέγησαν από τον Κυρ. Μητσοτάκη για τις θέσεις-κλειδιά να βρίσκονται στον πάτο και την ίδια στιγμή ο επικεφαλής τους να είναι μπροστά την καταλληλότητα για την πρωθυπουργία και το κόμμα του να προηγείται καθαρά του ΣΥΡΙΖΑ; Οι ενστάσεις για τον τρόπο που γίνονται οι δημοσκοπήσεις είναι γνωστές, ωστόσο υπάρχουν ορισμένα δεδομένα που δεν μπορούμε να τα αγνοήσουμε. Για παράδειγμα:
■ Σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης στη μέση της θητείας τους παρέμεναν ισχυρές. Οι πολίτες έδωσαν και μια δεύτερη ευκαιρία. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κέρδισε άνετα τις εκλογές το 1977. Ο Ανδρέας Παπανδρέου κέρδισε με χαρακτηριστική ευκολία τις εκλογές το 1985. Ο Κώστας Σημίτης κέρδισε καθαρά τις εκλογές το 1996 και οριακά τις εκλογές το 2000. Ο Κώστας Καραμανλής πήρε την πρωτιά και την αυτοδυναμία το 2007. Ο Αλέξης Τσίπρας είχε τη δεύτερη ευκαιρία του τον Σεπτέμβριο του 2015. Υπήρξαν όμως και οι εξαιρέσεις. Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ανετράπη το 1993 πριν ολοκληρώσει την τετραετία. Η Αποστασία τον καταδίωκε. Θύτης το 1965, θύμα το 1993. Η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου έπεσε με τη βοήθεια και στελεχών του ΠΑΣΟΚ λόγω του Μνημονίου.
■ Καμία κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης δεν είχε την υποστήριξη της διαπλοκής και των μέσων ενημέρωσης που έχει η σημερινή κυβέρνηση. Ολες οι αντιπολιτεύσεις διέθεταν ερείσματα στους αρμούς της εξουσίας και είχαν τη συμπαράσταση πολλών μέσων ενημέρωσης της εποχής. Και η Νέα Δημοκρατία όταν ήταν αξιωματική αντιπολίτευση και το ΠΑΣΟΚ από την ίδια θέση. Τούτη η κυβέρνηση έχει σπάσει όλα τα ρεκόρ στο άθλημα της χειραγώγησης. Ο,τι είναι ενοχλητικό γι’ αυτήν εξαφανίζεται ή στη χειρότερη περίπτωση καλλωπίζεται. Ο,τι είναι θετικό προβάλλεται σε εξωφρενικό βαθμό. Ο πρωθυπουργός παρομοιάζεται με ηγέτες μεγάλου βεληνεκούς της παγκόσμιας σκηνής, ενίοτε και με πρόσωπα που είχαν συνομιλήσει με τον Υψιστο.
Τα λάθη του, οι αστοχίες του, οι παλινωδίες του, οι επιπολαιότητές του μετατρέπονται σε προτερήματα, σε χαρίσματα, βαφτίζονται αρετές και όποιος τα επισημαίνει για να τα κατακρίνει αποκαλείται λαϊκιστής. Η φωνή της αντιπολίτευσης με δυσκολία περνάει στους πολίτες, ενώ αναδεικνύονται τα προβλήματά της και σε πολλές περιπτώσεις τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης κάνουν την τρίχα τριχιά για να αποδείξουν ότι μαίνεται στο εσωτερικό της ένας εμφύλιος, οπότε είναι λογικό να μην την εμπιστεύονται οι ψηφοφόροι. Εχει στηθεί ένα καθεστώς, κυρίως στον χώρο της τηλεόρασης, που παραπέμπει σε μονοκομματικά συστήματα.
■ Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ευνοήθηκε από την εμφάνιση του Covid-19. Το σχήμα φαντάζει οξύμωρο αλλά δεν είναι. Σε συνθήκες κρίσης σαν τη σημερινή αναπτύσσεται στις κοινωνίες κλίμα φόβου. Η μάχη μ’ έναν άγνωστο και πολύ ισχυρό εχθρό δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες και ενστάσεις, ιδιαίτερα αν δεν ευθύνεται η κυβέρνηση για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί και της αναγνωρίζεται πως είναι υποχρεωμένη, όπως όλες οι κυβερνήσεις, να πλέει σε αχαρτογράφητα νερά.
Είναι λοιπόν λογικό να κάνει και λάθη, όπως άλλωστε έχουν κάνει και άλλες κυβερνήσεις που διοικούν χώρες με πολύ πιο οργανωμένους κρατικούς μηχανισμούς. Η απειλή αφορά όλο τον πλανήτη και ο πανικός που προκαλείται εξαιτίας της λειτουργεί υπέρ των κυβερνήσεων. Οι πολίτες που επέλεξαν τη Δεξιά τον Ιούλιο του 2019 και σήμερα δυσανασχετούν χρειάζονται χρόνο για να δηλώσουν κοψοχέρηδες. Δεν είναι εύκολο να παραδεχτούν ότι ήταν λανθασμένη η απόφασή τους. Εχουν περάσει μόλις δύο χρόνια.
Πηγή: Εφ. ΕΦ.ΣΥΝ