Καρλ Μάρξ (1818-2018) Διακόσια χρόνια δεν είναι αρκετά για μιαν αποτίμηση
Του Λουκά Αξελού
Η συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από την γέννηση του Καρλ Μάρξ, άνοιξε ένα νέο κύκλο συζητήσεων, ομιλιών, άρθρων και αφιερωμάτων, δίνοντας λαβή για το ακόνισμα της σπάθης φίλων ή πολεμίων του.
Το αν ο μαρξισμός υπήρξεν ή όχι ένα προοδευτικό βήμα στην πορεία της ανθρωπότητας, το αν είναι μια ανοιχτή θεωρία ή ένα κλειστό σύστημα ιδεών, το αν ήταν και εξακολουθεί να είναι οδηγός για δράση, το αν πρόκειται για μια μορφή «υλιστικής» εσχατολογίας σε αντίθεση με την «ιδεαλιστική-μεταφυσική» εσχατολογία, το αν οι αποτυχημένες ή οι σχετικά επιτυχημένες απόπειρες πρακτικής εφαρμογής του συνιστούν μια μερική ή συνολική αποτυχία του ίδιου, αποτελούν ερωτήματα μείζονος σημασίας και προπαντός ερωτήματα που δεν ξεπερνιώνται με εύκολες απαντήσεις.
Είναι κοινή, πλέον, πεποίθηση ότι η κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων το 1989, σήμανε και το τέλος μιας ολόκληρης εποχής.
Εποχής που καλώς ή κακώς πολιτογραφήθηκε ως εποχή του εφαρμοσμένου μαρξισμού (υπαρκτού, κατ’ άλλους, σοσιαλισμού) ή για την ακρίβεια των εφαρμοσμένων εκδοχών του.
Έχοντας δημόσια τοποθετηθεί από το 1993, ως απλός σκεπτόμενος πολίτης, αξίζει, ίσως, να αναπαραγάγω μέρος της τότε προβληματικής μου, που ουσιαστικά δεν άλλαξε σε όλες τις κύριες πλευρές της, εμπλουτισμένης όμως και από την εμπειρία μιας ολόκληρης εικοσιπενταετίας.
Όπως και τότε, έτσι και τώρα θα επιμείνω ότι για μένα Μαρξ, μαρξική θεωρία, επίγονοι και πρακτικές εφαρμογές δεν ταυτίζονται αναγκαστικά, αλλά και δεν διαχωρίζονται επιλεκτικά, εκεί που συμφέρει ορισμένους.
Η σχέση είναι εξαιρετικά δύσκολη και πολύπλοκη και δεν θεωρώ πρέπον ηθικά και επιστημονικά να αποφανθώ με ένα ναι ή με ένα όχι.
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, το επίδικο προς απάντηση στοιχείο για το αν ο μαρξισμός είναι νεκρός ή απλώς διέρχεται μιαν ακόμη παρατεταμένη κρίση, είναι ουσιαστικά απαντημένο. Ο βασιλιάς είναι γυμνός. Το αν αυτό αποτελεί ολοκληρωτική συντριβή, ιστορική παρακμή ή βαθύτατη κρίση, είναι, νομίζω, πολύ νωρίς ακόμα να το κρίνουμε εμείς. Με δύο λόγια διακόσια χρόνια δεν είναι αρκετά για την αποτίμηση ενός φαινομένου, που επί έναν και πλέον αιώνα συγκλόνισε την ανθρωπότητα.
Η μαρξική θεωρητική προσέγγιση, υποτίθεται ότι φιλοδοξούσε (δεν είμαι μαρξιστής, Μαρξ) να συμβάλει σε δύο κατευθύνσεις.
Πρώτον να δώσει μιαν επιστημονική ερμηνεία της ιστορικής κίνησης στην συγκεκριμένη εποχή που έζησαν οι πρωταγωνιστές της και δεύτερον να οπλίσει με την ικανή επιστημονική ανάλυση τις υποτελείς τάξεις στο να αλλάξουν τον κόσμο.
Και το πρώτο (παραγωγή σοβαρού κριτικού επιστημονικού έργου) και το δεύτερο (απόπειρες ανατροπής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων από μαθητές, ως ο Β.Ι. Λένιν και ο Μάο Τσε Τουνγκ), αποτελούν αδιαμφισβήτητα ιστορικά δεδομένα, υποκείμενα-φυσικά-στην βάσανο της κριτικής και της ιστορίας.
Όμως εκείνο που είναι αναγκαίο, κατά την γνώμη μου, να επισημανθεί, είναι ότι η ίδια η φιλοσοφία της πράξης, ανεξάρτητα από τις δηλώσεις των ιδρυτών και επιγόνων της, εμπεριέχει αδιαμφισβήτητα ολιστικά στοιχεία, αλλά και στοιχεία που είναι ανεπαρκή στο να απαντήσουν βαθιά και ουσιαστικά στο μεγάλο ερωτηματικό για τον χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης.
Στοιχεία δηλαδή που οδηγούν σε ποικίλες μορφές ιδεολογικής «απόπειρας ελέγχου», αλλά και στοιχεία συμπεριφοράς «πολιτικού αναμορφωτή» (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ δεν τους χρειάζονταν κανείς, Κ.Π.Καβάφης), που αγνοεί την πραγματικότητα, πως δεν (υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια, Κ.Π.Καβάφης).
Και αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το πυρηνικό της πρόβλημα.
Η εργαλειακή δηλαδή ανεπάρκεια για συναγωγή λειτουργικών συμπερασμάτων για τον χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης, σε συνδυασμό και με την ολέθρια σχέση με τον «ολισμό», οδηγούν σε ματαίωση, όχι μόνο τα φιλόδοξα σχέδια για την απελευθέρωση της επιστήμης και της κοινωνίας από τα δεσμά τους, αλλά και στο άτυπο διαζύγιο πάνω στο μέγιστο διακύβευμα, την σχέση δηλαδή ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα.
Θα φανεί, ίσως, τραγικά παράδοξο αυτό που θα ισχυριστώ, ότι δηλαδή μια από τις ελάχιστες «μαρξικές διαπιστώσεις», που ίσχυσαν, είναι αυτή του Φρειδερίκου Ένγκελς που συνοψίζεται στο ότι «το ιστορικό αποτέλεσμα δεν έχει καμία σχέση με τις αφετηριακές συλλήψεις των όποιων οραματιστών». Διαπίστωση που τελικά απεδείχθη ότι πριν απ’ όλους αφορούσε τους ίδιους τους μαρξιστές.
Το ερώτημα, λοιπόν, που, κατά την γνώμη μου, τίθεται είναι πώς αντιλαμβανόμαστε αυτό που πολιτογραφείται ως μαρξισμός.
Για όσους τον αντιλαμβάνονται ως μια νέα ολιστική κοσμοθεωρία – θρησκεία που δίνει απαντήσεις και λύσεις επί παντός του επιστητού, προφανώς καθήκον τους είναι, όπως θα έκαναν όλοι οι καλοί χριστιανοί, μουσουλμάνοι, βουδιστές κ.λπ., να τον απαλλάξουν από τις «κακές» πτυχές του και να τον παραδώσουν «καθαρό» στην ανθρωπότητα.
Για όσους όμως πρεσβεύουν την άποψη ότι οι ισμοί πολύ μας
ταλαιπώρησαν ή ότι αυτό που ορίζεται ως μαρξισμός δεν είναι παρά ένα ερήμην του Μαρξ κατασκεύασμα των επιγόνων, όπου η πολιτική σκοπιμότητα βασισμένη στο δίκαιο της εσχατολογίας έχει αντικαταστήσει την συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, η προσέγγιση είναι διαφορετική.
Προσωπικά, χωρίς να θεωρώ τον εαυτό μου μαρξιστή ή αντιμαρξιστή (επανάληψη δις: Δεν είμαι μαρξιστής, Μαρξ), δεν αισθάνομαι καμιάν ανάγκη να οπλίσω τον μαρξισμό με ένα νέο οπλοστάσιο που θα τον βοηθήσει να καταλάβει αυτή τη φορά «σωστά» τα Χειμερινά Ανάκτορα.
Μου αρκεί να μελετώ και να εμβαθύνω, συστηματικά ό,τι η ανάλυσή τους έχει αναδείξει ως επιβοηθητικό στοιχείο στον αδιάκοπο αγώνα των υποτελών τάξεων, στην ανάδειξή τους ως ιστορικών υποκειμένων και θεωρώ επιστημονική και ηθική μου υποχρέωση να μνημονεύω συνέχεια ότι οι Μαρξ-Ένγκελς και ελάχιστοι επίγονοι, με πρώτον από όλους τον Αντόνιο Γκράμσι, με βοήθησαν στο να καταλάβω τον κόσμο καλύτερα και να χρησιμοποιώ την φιλοσοφία της πράξης ως ένα ακόμη εργαλείο στον αγώνα για την εθνική, κοινωνική και ατομική αυτοδιάθεση-απελευθέρωση.
Είναι, μάλλον, προφανές ότι όλα τα παραπάνω με απομακρύνουν σαφώς από μια λογική «αγωνίας» για το μέλλον του μαρξισμού με την έννοια της τύχης των Αγίων Γραφών.
Αντιθέτως, εξακολουθώ να θεωρώ σημαντικό το ζήτημα που εν τοις πράγματι έχει τεθεί: Ότι η κατάργηση και αυτού του ισμού δεν οδήγησε σε έναν κόσμο δικαιότερο, κάθε άλλο μάλιστα.
Είναι πια προφανές ότι το όνειρο που οι σταυροφόροι του νεοφιλελευθερισμού και της Νέας Τάξης επαγγέλλονταν για τον παράδεισο της ελεύθερης αγοράς, με την επικράτηση της παγκοσμιοποίησης, υλοποιήθηκε ως εφιάλτης για την ανθρωπότητα.
Και είναι εδώ που η παρακαταθήκη του Μαρξ δεν μπορεί να αναφερθεί δίκην αστερίσκου ή μιας ακόμη απλής αναφοράς. Γιατί στον καπιταλισμό παντός είδους, η παραγωγική διαδικασία κυριαρχεί στους ανθρώπους και όχι οι άνθρωποι πάνω σε αυτήν ή για να διατυπωθεί και διαφορετικά, γιατί οι εργαζόμενοι δεν υπάρχουν παρά μόνο για τις ανάγκες αξιοποίησης του δοσμένου πλούτου και όχι αντίθετα ότι ο δοσμένος πλούτος πρέπει να εξυπηρετεί τις ανάγκες των εργαζόμενων.
Μπορεί να έχουν περάσει δύο εκατονταετίες από τότε που διατυπώθηκαν αυτά στο Κεφάλαιο και τα Grundrisse, αλλά, τι να κάνουμε, δυστυχώς, εξακολουθούν να είναι απολύτως εν ισχύι. Καθημερινά ζούμε όλοι μας το δράμα της διασπάθισης της ανθρώπινης ζωής και της συνειδητής προσπάθειας της αριστοκρατίας του χρήματος, να μετατρέψει τον ανθρώπινο ιδρώτα και αίμα σε εμπόρευμα.
Με αυτή την έννοια φρονώ ότι:
Πρώτον: Όχι ο «μαρξισμός», αλλά αρκετές θεωρητικές προσεγγίσεις, τόσο των Μαρξ-Ένγκελς, όσο και των ελάχιστων συνταξιδιωτών τους στην μακρά πορεία συγκρότησης μιας κριτικής θεωρίας για τα εθνικά και κοινωνικά δρώμενα, μιας θεωρίας που θα ήθελα να αντιστοιχεί σε αυτό που φαντάζομαι ως φιλοσοφία της πράξης και
Δεύτερον: Όχι το σύνολο των δράσεων, αλλά ορισμένες πτυχές αυτού που οι υποτελείς τάξεις ως πραγματικό κίνημα και όχι ως εγκάθετος κομματικός μηχανισμός, έθεσαν ή και οριακά προσπάθησαν να εφαρμόσουν με την ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων, διατηρούν την μερική (και όχι ολική) αξία τους, αποτελώντας έναν πολικό αστέρα που εξακολουθεί να παραμένει στην θέση του, ανεξάρτητα από το αν η αιθαλομίχλη της Νέας Τάξης προσωρινά καλύπτει.
Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο slpress.gr.