Δημήτρης Μακροδημόπουλος*
Οπως έγραφε ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ, αναλύοντας τη διαφορά ανάμεσα στη φιλελεύθερη και στη νεοφιλελεύθερη πρακτική δανεισμού, βάσει της πρώτης οι δανειστές αναλάμβαναν τις απώλειες που προέκυπταν από κακές επενδυτικές αποφάσεις ενώ βάσει
της δεύτερης οι δανειζόμενοι εξαναγκάζονται από κρατικές και διεθνείς δυνάμεις, όπως το ΔΝΤ, να αναλαμβάνουν όλο το κόστος της αποπληρωμής του χρέους, ανεξάρτητα από τις συνέπειες στη ζωή και στην ευημερία του τοπικού πληθυσμού.
Αν αυτό απαιτεί την παράδοση των περιουσιακών στοιχείων σε ξένες εταιρείες σε εξευτελιστικές τιμές, αυτό γίνεται χωρίς ενδοιασμούς.
Μπορούν λοιπόν να μας εξηγήσουν οι τραπεζίτες γιατί, αντίθετα με την παραπάνω νεοφιλελεύθερη πρακτική, ενώ κάθε ιδιωτική επιχείρηση που αστοχεί χρεοκοπεί, κάθε ιδιωτική τράπεζα υπερχρεώνει την κοινωνία; Γιατί διαμαρτύρονται για τα «κόκκινα» δάνεια, όταν εντελώς απερίσκεπτα ενίσχυαν τον οργασμό της ανοικοδόμησης τη δεκαετία του 2000; Πού οδήγησε η ανεξέλεγκτη λειτουργία των ιδιωτικών τραπεζών «ερήμην» του κράτους;
Η παγκόσμια κρίση του 2008 αποδίδεται στις τράπεζες και όχι στο χρέος των κρατών. Η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Κύπρος δεν είχαν υψηλό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η διάσωση των τραπεζών τις βύθισε στο χρέος. Διότι το σύνθημα που επικράτησε για την αντιμετώπιση της κρίσης, σύμφωνα με τον Ούλριχ Μπεκ, ήταν και είναι: «Κρατικός σοσιαλισμός για τους πλούσιους και για τις τράπεζες, νεοφιλελευθερισμός για τα μεσαία στρώματα και τους φτωχούς – πολιτική που οργανώνει μια αναδιανομή από τα κάτω προς τα πάνω».
Φταίει λοιπόν ο δημόσιος τομέας; Ο Ντάνι Ρόντρικ στο βιβλίο του «Το παράδοξο της παγκοσμιοποίησης» διερωτάται γιατί, κατά τη σημερινή κρίση, η παγκόσμια οικονομία δεν κατακρημνίστηκε στα βράχια του προστατευτισμού, όπως συνέβη στη Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του 1930.
Οπως σημειώνει, «η απάντηση είναι ότι οι σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες, στις δεκαετίες που μεσολάβησαν, δημιούργησαν ένα εκτεταμένο πλέγμα θεσμών κοινωνικής προστασίας –επιδόματα ανεργίας, προγράμματα μετεκπαίδευσης και άλλες παρεμβάσεις στις αγορές εργασίας, ασφάλεια υγείας, οικογενειακή υποστήριξη– που αμβλύνουν την απαίτηση για πιο χονδροειδείς μορφές προστατευτισμού, όπως η οχύρωση της οικονομίας πίσω από υψηλά δασμολογικά τείχη».
Πώς επιτεύχθηκε αυτό; «Οι πολίτες» συνεχίζει «απαιτούν να αντισταθμίζονται οι κίνδυνοι όταν οι οικονομίες τους είναι πιο εκτεθειμένες στις δυνάμεις της διεθνούς οικονομίας και οι κυβερνήσεις ανταποκρίνονται σε αυτή την απαίτηση, οικοδομώντας διευρυμένα δίκτυα ασφαλείας είτε μέσω κοινωνικών προγραμμάτων είτε μέσω της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα… Το κράτος πρόνοιας» καταλήγει «είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος της ανοιχτής οικονομίας… Αν θέλεις να αναπτύξεις τις αγορές, πρέπει να κάνεις το ίδιο με τον δημόσιο τομέα»!
Ομως, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2014 για τη χώρα μας (τότε δηλαδή που οι σήμερον κυβερνώντες υποστηρίζουν ότι ως κυβέρνηση είχαν φέρει τη χώρα στην έξοδο από την κρίση), η Ελλάδα συμπεριλαμβανόταν στις ευρωπαϊκές χώρες με τις χαμηλότερες δαπάνες για την κοινωνική προστασία με αποτέλεσμα να διαθέτει μόλις το 8,6% των συνολικών δαπανών της για την Υγεία έναντι 14,8% του μέσου όρου στην Ε.Ε. και 7,6% για την Παιδεία έναντι 10,3% στην Ε.Ε..
Αλλά και για τους τομείς, όπως «ασθένεια και αναπηρία», διατίθετο το 2,5% των δαπανών έναντι 5,8% στην Ε.Ε., για «οικογένεια και παιδιά» μόλις 1,1% έναντι 3,5% στην Ε.Ε., αλλά και για την «ανεργία» μόλις 1,5% της συνολικής δαπάνης έναντι 3,2% στην Ε.Ε. και 3,8% στη ευρωζώνη.
Πόσο λοιπόν μπορούσε να μειωθεί ακόμη ο δημόσιος τομέας για να ικανοποιήσει τους τραπεζίτες και τους δανειστές; Αλλά δεν είναι μόνον ο Ντέιβιντ Ρόντρικ και άλλοι οικονομολόγοι, όπως ο Ντέιβιντ Κάμερον. Και ο Πολ Κρούγκμαν σε άρθρο του στους New York Times με τίτλο «Γιατί η κρίση του 2008 δεν οδήγησε στο 1930» αποδίδει την αντοχή της αμερικανικής οικονομίας στο μέγεθος του αμερικανικού δημόσιου τομέα που ήταν πολλαπλάσιος έναντι του 1930 και ιδιαίτερα στις κοινωνικές δαπάνες που ήταν πολύ μεγαλύτερες ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Ο δημόσιος τομέας λοιπόν στηρίζει την οικονομία μιας χώρας και δεν την τροχοπεδεί. Ούτε βέβαια νοείται ευνομούμενο κράτος χωρίς κοινωνικές υπηρεσίες, με νοσοκομεία και σχολεία να υπολειτουργούν και ανεπαρκείς υπηρεσίες πρόνοιας. Ομως, όταν αναφερόμαστε στον δημόσιο τομέα, αναφερόμαστε σε έναν υγιή μηχανισμό που λειτουργεί υπηρετώντας τις ανάγκες του κράτους και της κοινωνίας.
Το πολιτικό θράσος στη χώρα μας έγκειται στη διαπίστωση ότι καταφέρονται κατά του δημόσιου τομέα αυτοί που επί δεκαετίες τον οικοδόμησαν έτσι ώστε να υπηρετεί τις ανάγκες του δικομματισμού και τον απαξιώνουν. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη από την πρώτη μέρα αναπαρήγαγε το παρελθόν της Ν.Δ. στελεχώνοντας όλους τους τομείς του Δημόσιου με στελέχη της και αποτυχημένους υποψήφιους βουλευτές.
Ομως, όπως είπε ο Αλμπερτ Αϊνστάιν, τα προβλήματα δεν λύνονται με τον τρόπο σκέψης που τα γέννησε. Επειδή ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας λειτουργούν συμπληρωματικά στο πλαίσιο του κράτους και επομένως συνδιαμορφώνονται, οι νοητικές αντιλήψεις που καλλιεργούνται από αυτή την κυβερνητική τακτική για τον δημόσιο τομέα συμπαρασύρουν και τον ιδιωτικό τομέα στην απαξίωση αναπαράγοντας διαρκώς τα ίδια αδιέξοδα.
*πολιτικός μηχανικός