Μίρκο Μπρολ και Μάριο Νόιμαν*
Αυτό που παρακολουθούμε τώρα είναι μια κορύφωση του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού που προωθείται εδώ και χρόνια: η μετακύλιση της ευθύνης στο άτομο και η ενίσχυση της αστυνομικής τάξης έρχονται να υποκαταστήσουν τη δημόσια ευθύνη.
Η πανδημία του κορονοϊού και ο πολιτικός της αντίκτυπος μας αποκάλυψαν μια πολύπλοκη σχέση: η δημόσια υγεία και η προστασία από τις ασθένειες και τον θάνατο ενέχουν μια αντίφαση. Η υγεία είναι ένα ανθρώπινο δικαίωμα που διεκδικείται και κατακτάται με αγώνες, ταυτόχρονα όμως μπορεί να αποτελέσει τη δικαιολογία για κρατικές παρεμβάσεις που οδηγούν στον περιορισμό των βασικών ελευθεριών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Η ταχύτατη εξάπλωση του ιού Covid-19 δεν άφησε περιθώρια για τον σχεδιασμό πολιτικών απαντήσεων παρά μόνο πυροσβεστικού τύπου. Ετσι, όντως, δεν υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις επειδή τα συνολικό πολιτικό πλαίσιο (εξοπλισμός των συστημάτων υγείας, συνθήκες διαβίωσης κ.λπ.) δεν μπορούσε ν’ αλλάξει άμεσα τη στιγμή της έκτακτης κατάστασης επιδημιολογικού κινδύνου.
Αυτό όμως δεν επιτρέπεται να μας εμποδίσει να αναλύσουμε την πολιτική προϊστορία της κατασκευασμένης απουσίας εναλλακτικών και να την αποδεχτούμε αδιαμαρτύρητα. Διαφορετικά θα αποδεχόμασταν την πλαστή αυτοεπιβεβαίωση των αρχών της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην υγεία μέσω των πραγματικών ή υποθετικών επιτυχιών τους στην αντιμετώπιση της πανδημίας.
Η δική μας θέση είναι ότι μέσα στην πανδημία εξαπλώνεται στο πεδίο της υγείας ένα γενικό μοτίβο αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού: η αντίληψη ότι τα κοινωνικά προβλήματα επιλύονται με μέτρα αστυνομικού τύπου και όχι με την αντιμετώπιση των αιτίων που τα έχουν προκαλέσει. Αντί του αιτήματος για αλλαγή της κοινωνίας προβάλλει τώρα το αξιωματικό πλαίσιο της ασφάλειας, μέσα στο οποίο κυβερνήσεις και κρατική εξουσία αυτοπαρουσιάζονται ως οι λύσεις στα προβλήματα που οι ίδιες δημιούργησαν.
Σκοπός μας είναι να εξετάσουμε αυτή τη θέση με βάση το παράδειγμα της Ελλάδας, όπου τα αποτελέσματα της ευρωπαϊκής πολιτικής λιτότητας για περιστολή των δικαιωμάτων και μείωση των δαπανών για την υγεία λειτουργούν τώρα ως αυτονόητη δικαιολογία για τα αυταρχικά μέτρα αντιμετώπισης του κορονοϊού.
Η υγεία ως ζήτημα ασφάλειας και αστυνομικών μέτρων
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οπαδός του Μισέλ Φουκό για να ανατρέξει σήμερα στις έρευνες και τις αναλύσεις του σε θέματα κοινωνικής πολιτικής. Ο Φουκό κατόρθωσε να αναλύσει με λαμπρό τρόπο την αλληλεπίδραση μεταξύ της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής επιβολής της τάξης, ιδιαίτερα στον τομέα της υγείας και της καταπολέμησης των επιδημιών.
Για τον Φουκό ήταν σαφές ότι η άσκηση κυβερνητικής πολιτικής δεν περιορίζεται απλώς στη συγκάλυψη των ταξικών αντιθέσεων ή στην επιβολή των συμφερόντων του κεφαλαίου (όπως συχνά υποστηρίζει μια οικονομίστικη θεώρηση του κράτους).
Η κυβερνητική εξουσία έχει ταυτόχρονα απόλυτη ανάγκη την αυτοπροβολή της σαν την πιο αποτελεσματική και ορθή τάξη πραγμάτων στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου. Στη σκέψη του κεντρικός είναι εδώ ο ρόλος που ανατίθεται στην αστυνομία και που κατ’ αυτόν δεν είναι εκείνος ενός απλού θεσμού αλλά ενός από τα πολιτικά θεμέλια αυτού του μηχανισμού.
Ο Φουκό κατόρθωσε να αναλύσει την αστυνομία όχι σαν ένα απλό όργανο καταστολής αλλά σαν τη «λαμπερή όψη της τάξης», που εκφράζει την επιβολή του Γενικού προς χάριν όλων. Διερωτάται: «Ποιο ακριβώς είναι το αντικείμενο της αστυνομίας, εφόσον αληθεύει ότι ο γενικότερος στόχος της είναι η ισχυροποίηση του κράτους, όχι μόνο να μην περιορίζεται η τάξη αυτού του κράτους αλλά αντίθετα να ενισχύεται;» Και ονομάζει πέντε βασικούς τομείς αστυνομικής δραστηριότητας, μεταξύ των οποίων και την υγεία. Έτσι, οι πολιτικές υγείας έχουν πάντα δύο αντιμαχόμενες όψεις, κινούνται μεταξύ του ανθρώπινου δικαιώματος στην υγεία αφενός και της επιβολής πειθαρχίας, αστυνόμευσης, ασφάλειας και ελέγχου αφετέρου.
Ο Φουκό αποδεικνύει με ιστορικά παραδείγματα ότι η κρατική εξουσία και η αστυνόμευση ενισχύονται ιδιαίτερα σε εποχές πανδημίας, ότι η ίδια η γέννηση και η καθιέρωσή τους εντοπίζονται σε τέτοιες συνθήκες.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι το ζήτημα της πολιτικής της υγείας δεν είναι ένας απλός αστερίσκος στην πανδημία. Οι κρατικές επεμβάσεις είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο από απλές παρεμβάσεις προς όφελος της υγείας και σε βάρος της οικονομίας. Η πολιτική της υγείας και της αντιμετώπισης του κορονοϊού δεν μπορεί επομένως να μετριέται μόνο σε αριθμούς, αντίθετα πρέπει να τεθεί και το ερώτημα από πού προκύπτουν αυτοί οι αριθμοί, από την επέκταση του ανθρώπινου δικαιώματος για ελεύθερη πρόσβαση στην υγεία ή από πολιτικές επιβολής της τάξης αστυνομικού τύπου;
Αυτό ακριβώς μας δείχνει το παράδειγμα της Ελλάδας. Μέχρι το καλοκαίρι η χώρα θεωρούνταν ο καλύτερος μαθητής στην Ευρώπη. Ο γνωστός Ισραηλινός ιστορικός Γιουβάλ Νώε Χαράρι τής είχε βάλει άριστα: «Η Ελλάδα κάνει φανταστική δουλειά στον περιορισμό αυτής της πανδημίας». «Αν έπρεπε να διαλέξω μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ για το ποια από τις δύο θα έπρεπε να ηγείται του κόσμου τώρα, θα επέλεγα οπωσδήποτε την Ελλάδα».
Αφορμή για αυτή τη διθυραμβική αξιολόγηση ήταν ο εξαιρετικά χαμηλός ρυθμός εξάπλωσης σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά τη διάρκεια του λεγόμενου πρώτου κύματος της πανδημίας. Αυτό που δεν ειπώθηκε ήταν ότι η επιτυχία ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα ενός παρατεταμένου και αυστηρού λοκντάουν που επιβλήθηκε με αστυνομικά μέτρα και επέφερε σοβαρές οικονομικές, κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις.
Η Ελλάδα σαν εργαστήριο
Τον ερχόμενο Μάιο συμπληρώνονται δέκα χρόνια από την κατάληψη της πλατείας Συντάγματος εναντίον της πολιτικής λιτότητας της τρόικας. Εύκολα ξεχνάει κανείς σήμερα ότι η Ελλάδα εδώ και δέκα χρόνια είναι ένας τόπος όπου ασκείται ευρωπαϊκή πολιτική και γράφεται ιστορία. Τρόικα, μνημόνια και ευρωπαϊκή κρίση χρέους, μαζικά κινήματα, ΣΥΡΙΖΑ, δημοψήφισμα, ΟΧΙ και τελικά η μεγάλη ήττα της πολιτικής ενάντια στη λιτότητα. Και στη συνέχεια το καλοκαίρι του 2015 πρόσφυγες και μετανάστες, αλληλεγγύη, Ειδομένη, Σύμφωνο Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας, χοτ σποτ, Λέσβος, Μόρια και πέρυσι την άνοιξη ο Εβρος.
Ούτε η καταστροφή στη Λέσβο και τα άλλα νησιά του Αιγαίου ούτε η ελληνική υγειονομική κρίση ξεκίνησαν το 2020. Ο,τι διαβάζει σήμερα ολόκληρος ο κόσμος στις επικεφαλίδες και μαθαίνει από τα έκτακτα δελτία ειδήσεων είναι για την Ελλάδα μια σκληρή πραγματικότητα εδώ και μια δεκαετία. Το σύστημα υγείας ήταν ελλειμματικό ήδη πριν από την οικονομική κρίση. Τα ευρωπαϊκά μέτρα από το 2010 και μετά επιδείνωσαν ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
Το πολιτικό πρόγραμμα της λιτότητας ήταν στην ουσία ένα πρόγραμμα κατάργησης δικαιωμάτων, όχι βέβαια αποκλειστικά και μόνο στην υγεία, που έθεσε τις βάσεις για την εν πολλοίς απουσία εναλλακτικών για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι πολιτικές λιτότητας τορπίλισαν το δικαίωμα στη σωματική και την ψυχική υγεία. Οι εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας και άλλων ανεξάρτητων οργανισμών το απέδειξαν και το καταδίκασαν.
Το σύνθημα των κοινωνικών κινημάτων, «Η λιτότητα σκοτώνει», δεν επαληθεύθηκε μόνο μέσα από την καθημερινή εμπειρία αλλά και από μια σειρά μελετών για τη δημόσια υγεία που στοιχειοθέτησαν τις επιπτώσεις των προγραμμάτων μείωσης των δαπανών πάνω στην υγεία του πληθυσμού.
Αυτό που συνέβη ήταν η αποδιάρθρωση του δημόσιου συστήματος υγείας (όπως την ανέδειξε και ο Αλέξης Μπένος). Μία από τις απαιτήσεις της τρόικας ήταν η μείωση των δημόσιων δαπανών υγείας στο 6% του ΑΕΠ (σημειωτέον εν μέσω οικονομικής κρίσης). Ο σχετικός προϋπολογισμός μειώθηκε σχεδόν στο μισό, από 15,41 δισ. ευρώ το 2009 σε 8,81 δισ. το 2017, μείωση 42,8%. Οι κατά κεφαλήν δαπάνες στο διάστημα 2008-2013 έπεσαν κατά μέσο όρο 7,3% ετησίως, ενώ στην Ε.Ε. σημειώθηκε μέση ετήσια αύξηση 0,7%.
Ο τότε υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος δεν ήταν ανακριβής όταν έλεγε πως οι περιστολές των δαπανών θα γίνονταν όχι μόνο με το νυστέρι αλλά στην ανάγκη και με τον κασμά. Το 37% των νοσοκομείων έκλεισε, νοσηλευτικές κλίνες μειώθηκαν κατά χιλιάδες, ενώ οι αποδοχές του προσωπικού μειώθηκαν κατά 30%. Καταργήθηκαν επίσης εκατοντάδες μονάδες πρωτοβάθμιας περίθαλψης και 25.000 θέσεις εργασίας. Το ένα τρίτο του ελληνικού πληθυσμού βρέθηκε για ένα χρονικό διάστημα ανασφάλιστο, επομένως αποκλεισμένο ουσιαστικά από το δημόσιο σύστημα υγείας.
Οι ελλείψεις σε ιατρικό τεχνολογικό εξοπλισμό και σε φάρμακα συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Η γερμανική κυβέρνηση είχε ουσιαστική συμμετοχή σε αυτά τα «μέτρα δομικής προσαρμογής» της τρόικας, μάλιστα ειδικά στον τομέα της υγείας ήταν το γερμανικό υπουργείο Υγείας, τότε υπό τον έλεγχο του Κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), εκείνο που είχε αναλάβει από το 2012 τον ηγετικό ρόλο ως «Domain Leader» στο πλαίσιο του Μνημονίου μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και ευρωπαϊκών θεσμών.
Οι επιπτώσεις αυτής της πολιτικά υποκινούμενης καταστροφής του ελληνικού συστήματος υγείας εμφανίζονται τώρα μπροστά μας με ακόμα πιo επώδυνο τρόπο από ό,τι κιόλας τα προηγούμενα χρόνια.
Από τον Οκτώβριο αυξάνονται τα κρούσματα και οι θάνατοι, οι μονάδες εντατικής θεραπείας εξαντλούνται και τελευταία όλο και περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν νοσηλευόμενοι σε κοινές κλίνες. Κι ενώ διαδηλώσεις και άλλες πολιτικές εκδηλώσεις απαγορεύτηκαν στο όνομα της υγείας, το καλοκαίρι η Ελλάδα άνοιξε τα σύνορα για τον τουρισμό. Αυτά τα δύο μέτρα και δύο σταθμά δικαίως προκαλούν αντιδράσεις.
Μετά την επιβολή και του δεύτερου λοκντάουν αναμένεται μείωση του ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 10% και αύξηση της ανεργίας στο 22,3%. Το μέσο οικογενειακό εισόδημα έχει ήδη μειωθεί κατά 314 ευρώ, ένα τρίτο των μικρών επιχειρήσεων κινδυνεύει να μην επιβιώσει μετά το δεύτερο λοκντάουν. Οι υπηρεσίες αρωγής καταγράφουν αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας κατά 230% καθώς επίσης και των γυναικοκτονιών. Η δομική ενίσχυση του συστήματος υγείας από την άλλη δεν υλοποιείται.
Περισσότερη αστυνομία για την υγεία
Αν και ο αριθμός των κλινών εντατικής θεραπείας διπλασιάστηκε από τις 600 στις 1.200, οι 579 από αυτές έχουν δεσμευθεί για περιστατικά Covid (βάσει διεθνών προδιαγραφών οι κλίνες εντατικής στην Ελλάδα χωρίς πανδημία θα έπρεπε να είναι 3.500). Δεν δημιουργήθηκαν όμως νέες κλίνες, απλώς αναβαθμίστηκε ένας αριθμός από τις ήδη υφιστάμενες άλλου τύπου, με αποτέλεσμα την αδυναμία κάλυψης άλλων αναγκών. Και παρατηρείται το ίδιο πρόβλημα που αντιμετωπίζει και η Γερμανία, ότι δηλαδή δεν είναι από μόνος του ο αριθμός των κλινών καθοριστικός, πρέπει να υπάρχει και το αντίστοιχο προσωπικό.
Η ελληνική κυβέρνηση μιλάει για 2.000 νέες προσλήψεις. Αποσιωπά όμως το γεγονός ότι ως επί το πλείστον πρόκειται για ήδη εργαζόμενους/ες που υπέγραψαν νέες συμβάσεις εργασίες ή που οι υφιστάμενες συμβάσεις τους παρατάθηκαν, καθώς επίσης για περιπτώσεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Ταυτόχρονα οι πολιτικές διεκδικήσεις με σκοπό το δικαίωμα όλων σε υγειονομική περίθαλψη αντιμετωπίζονται με αστυνομικές μεθόδους.
Είναι ενδεικτικό ότι ο νέος νόμος για τις συναθροίσεις εφαρμόστηκε πρώτη φορά με την άσκηση δίωξης εναντίον του προέδρου της ΠΟΕΔΗΝ Μιχάλη Γιαννάκου εξαιτίας της συγκέντρωσης των εργαζόμενων στα δημόσια νοσοκομεία για την ενίσχυση του συστήματος υγείας έξω από το υπουργείο Υγείας τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Οσο χειρότερη είναι η κατάσταση του συστήματος υγείας τόσο πιο σκληρά μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας και των κοινωνικών επαφών πρέπει να λαμβάνονται. Αυτό που παρακολουθούμε τώρα είναι μια κορύφωση του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού που προωθείται εδώ και χρόνια: η μετακύλιση της ευθύνης στο άτομο και η ενίσχυση της αστυνομικής τάξης έρχονται να υποκαταστήσουν τη δημόσια ευθύνη.
Τα άτομα δεν έχουν το δικαίωμα να προστατευθούν (για παράδειγμα το δικαίωμα να μην πηγαίνουν στο τόπο εργασίας), καλούνται όμως με πολιτικά μέτρα να φέρουν εκείνα την ευθύνη, πρακτικά και ηθικά, για το κοινωνικό καλό (χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι όλα τα μέτρα είναι λάθος). Το δικαίωμα στη δημόσια υγεία αντικαθίσταται σταδιακά από την ατομική υποχρέωση για πρόληψη κάτω από αστυνομική επιτήρηση.
Ειδικά σε περιόδους υγειονομικής κρίσης επιβάλλεται η αύξηση των επενδύσεων στο σύστημα υγείας. Όμως η πρόσθετη κατά κεφαλήν δαπάνη για την υγεία λόγω της πανδημίας φτάνει στην Ελλάδα τα 30 ευρώ, κατατάσσοντάς την στην προτελευταία θέση στην Ε.Ε. Ο δε προϋπολογισμός για το 2021 προβλέπει μείωση των δαπανών υγείας κατα 572 εκατομμύρια.
Αντί να ενισχυθεί το σύστημα υγείας, εξοπλίζονται ακόμα περισσότερο οι αστυνομικές δυνάμεις και αυξάνονται οι στρατιωτικές δαπάνες. Ήδη έχουν εξαγγελθεί χιλιάδες νέες προσλήψεις αστυνομικών και ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα εξοπλισμού στην ιστορία της ελληνικής αστυνομίας. Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι και πριν από αυτά τα μέτρα ενίσχυσης, η Ελλάδα βρισκόταν στη δεύτερη θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. ως προς τον αριθμό αστυνομικών ανά 100.000 κατοίκους. Ως προς το νοσηλευτικό προσωπικό, βρίσκεται στην τελευταία θέση.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η απουσία του κράτους από συγκεκριμένους κοινωνικούς τομείς αντισταθμίζεται από την υπερπαρουσία του σε κάποιους άλλους. «Το κράτος θέλει να περιοριστεί, ώστε να ενισχυθεί […] και δεν θα μπορέσει να υλοποιήσει αυτόν τον ακρωτηριασμό αν προηγουμένως δεν ενισχυθεί πολιτικά και αστυνομικά», γράφει ο Γάλλος πολιτικός επιστήμονας Γκρεγκουάρ Σαμαγιού (Grégoire Chamayou). Αυτό ακριβώς πρεσβεύει ο αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός, όχι την απόλυτη απουσία του κράτους, αλλά την οικειοθελή αποδυνάμωσή του στην κοινωνική πολιτική και την ενίσχυσή του στις πολιτικές ασφάλειας.
Και ο Νίκος Πουλαντζάς είχε μιλήσει για την «ταυτόχρονη ενίσχυση και αποδυνάμωση του κράτους». Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η εμφάνιση του κράτους-τιμωρού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αυξανόμενη κοινωνική αβεβαιότητα και την περιστολή των δικαιωμάτων και όχι τάχα με την αύξηση της παραβατικότητας και της εγκληματικότητας. Ηδη εδώ και πάνω από δέκα χρόνια ο Γάλλος κοινωνιολόγος Λοΐκ Βακάντ (Loïc Wacquant) απέδειξε αυτό τον συσχετισμό για τις ΗΠΑ. Βλέπουμε ότι και στην εδώ πλευρά του Ατλαντικού υπάρχουν πολλές περισσότερες ομοιότητες με τις ΗΠΑ από όσο πολλοί θα ήθελαν να πιστέψουν.
Σε όλες τις πολιτικές που επιβλήθηκαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα από την Ευρώπη διακρίνει κανείς την ωμή βία της κατάργησης των κοινωνικών δικαιωμάτων που ασκείται εναντίον κάθε διεκδίκησης για τη διαφύλαξη έστω ενός ελάχιστου από αυτά και εντέλει για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Το σύστημα υγείας ήταν ένα καίριο πεδίο αντιπαράθεσης και θα παραμείνει ως τέτοιο. Μετά την απαξίωσή του το πολιτικό βάρος πέφτει τώρα στην ενίσχυση της αστυνόμευσης – στη «μάχη» κατά του κορονοϊού. Μια μάχη που έχει μετατεθεί από το πεδίο των δικαιωμάτων στο πεδίο της ασφάλειας.
*Ο Μίρκο Μπρολ (Mirko Broll) είναι κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Η έρευνά του επικεντρώνεται στις πολιτικές λιτότητας και την υπερεθνική αλληλεγγύη. Ο Μάριο Νόιμαν (Mario Neumann) είναι εκπρόσωπος Τύπου της γερμανικής ΜΚΟ αρωγής και ανθρώπινων δικαιωμάτων medico international.
Πηγή: ΕΦ. ΕΦ.ΣΥΝ