Antonio Gramsci – Οι αδιάφοροι

ANTONIO GRAMSCI – ΟΙ ΑΔΙΑΦΟΡΟΙ

Μισώ τους αδιάφορους. Όπως ο Federico Hebbel, θεωρώ ότι «το να ζεις σημαίνει ότι παίρνεις θέση»[i].

Δεν μπορούν να υπάρξουν απλώς άνθρωποι, ξένοι προς την πόλη. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να μην είναι πολίτης και να παίρνει θέση. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι΄ αυτό μισώ τους αδιάφορους.

Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας. Είναι η σφαίρα από μολύβι που κρατά δέσμιο τον νεωτεριστή, είναι το αδρανές υλικό που συχνά πνίγει τους πιο λαμπερούς ενθουσιασμούς, είναι το τέλμα που περικυκλώνει την παλιά πόλη και την προστατεύει καλύτερα από τα πιο στέρεα τείχη, καλύτερα από τα στήθη των πολεμιστών της, διότι καταπίνει στις λιμώδεις δίνες του τους επιτιθέμενους, τους αποδεκατίζει και τους αποκαρδιώνει κι ενίοτε τους κάνει να παραιτηθούν από τον ηρωικό άθλο τους.

Η αδιαφορία δρα δυνατά στην ιστορία. Δρα παθητικά, αλλά δρα. Είναι η μοιρολατρία.

Είναι αυτό επάνω στο οποίο δεν μπορείς να βασιστείς. Είναι εκείνο που ανατρέπει τα προγράμματα, που ακυρώνει ακόμη και τα πιο μελετημένα σχέδια. Είναι το ακατέργαστο υλικό που εξεγείρεται ενάντια στην ευφυΐα και την στραγγαλίζει. Είναι ο,τι συμβαίνει, το κακό που πλήττει τους πάντες. Το ενδεχόμενο καλό που μια ηρωική πράξη (οικουμενικής αξίας) μπορεί να παράγει, δεν οφείλεται τόσο στην πρωτοβουλία των λίγων που δρουν, όσο στην αδιαφορία, στην απουσία, των πολλών. Ο,τι συμβαίνει δεν συμβαίνει τόσο διότι κάποιοι θέλουν να συμβεί, όσο γιατί η ανθρώπινη μάζα παραιτείται από τη βούληση της, τα παρατάει, αφήνει να μπερδεύονται κόμποι που μόνον το σπαθί θα μπορέσει να λύσει, αφήνει να θεσπιστούν νόμοι που μόνον η εξέγερση θα μπορέσει να καταργήσει, αφήνει να ανέβουν στην εξουσία άνθρωποι που στη συνέχεια μόνο μια ανταρσία θα μπορέσει να ανατρέψει. Η μοίρα που φαίνεται να εξουσιάζει την ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά απατηλή εικόνα αυτής της αδιαφορίας, αυτής της απουσίας.

Γεγονότα ωριμάζουν στο σκοτάδι, λιγοστά χέρια, που κανένας έλεγχος δεν επιτηρεί, υφαίνουν το ιστό της συλλογικής ζωής και η μάζα το αγνοεί διότι δεν την ενδιαφέρει. Η μοίρα κάθε εποχής καθορίζεται ανάλογα  με τις περιορισμένες αντιλήψεις, τους άμεσους στόχους, τις φιλοδοξίες και τα προσωπικά πάθη μικρών δραστήριων ομάδων και η ανθρώπινη μάζα το αγνοεί διότι δεν την ενδιαφέρει. Τα γεγονότα όμως που ωρίμασαν κάποτε εκδηλώνονται. Ο ιστός που υφάνθηκε στο σκοτάδι ολοκληρώνεται. Και τότε φαίνεται σαν να είναι η μοίρα που παρασύρει τους πάντες και τα πάντα, φαίνεται σαν η ιστορία να μην είναι τίποτε άλλο παρά μία τεράστια θεομηνία, η έκρηξη ενός ηφαιστείου, ένας σεισμός που προκαλεί θύματα παντού, ανάμεσα  σε όσους θέλησαν και όσους δεν θέλησαν, ανάμεσα σε όσους ήξεραν και όσους δεν ήξεραν, ανάμεσα σε όσους είχαν δράσει και όσους ήταν αδιάφοροι. Και αυτοί οι τελευταίοι θυμώνουν, θα ήθελαν να αποφύγουν τα επακόλουθα, θα ήθελαν να καταστεί σαφές  ότι εκείνοι δεν ήθελαν, ότι εκείνοι δεν έχουν ευθύνες. Άλλοι κλαψουρίζουν αξιοθρήνητα, άλλοι βλαστημούν χυδαία, αλλά κανένας ή ελάχιστοι αναρωτιούνται: αν κι εγώ έκανα το καθήκον μου, αν είχα προσπαθήσει να εκφράσω τη θέληση μου, τη συμβουλή μου, θα συνέβαινε ο,τι συνέβη; Αλλά κανείς ή ελάχιστοι κατηγορούν τον εαυτό τους για την αδιαφορία τους, για τον σκεπτικισμό τους, γιατί δεν προσέφεραν τη δύναμη και τη δράση τους σε εκείνες τις ομάδες πολιτών που, ακριβώς για να αποφύγουν το δεινό αυτό, μάχονταν με στόχο να φέρουν το τάδε καλό.

Οι περισσότεροι από αυτούς, αντίθετα, όταν συμβαίνουν όλα αυτά, προτιμούν να μιλούν για χρεοκοπημένα ιδεώδη, για προγράμματα που ματαιώθηκαν οριστικά και για άλλα φαιδρά. Αρχίζουν έτσι  ξανά να ξεφεύγουν από κάθε ευθύνη. Όχι πως δεν βλέπουν ξεκάθαρα κι ενίοτε δεν είναι ικανοί να προτείνουν πολύ καλές λύσεις στα πιο επείγοντα προβλήματα ή σε εκείνα που, παρόλο που απαιτούν μεγάλη προετοιμασία και χρόνο, είναι εν τούτοις επίσης επείγοντα. Αυτές οι λύσεις όμως παραμένουν πολύ καλά άγονες, καθώς αυτή η συνεισφορά στο συλλογικό βίο δεν εμπνέεται από καμία ηθική φλόγα. Είναι προϊόν νοητικής περιέργειας, όχι αιχμηρό αίσθημα μιας ιστορικής ευθύνης που απαιτεί να είμαστε όλοι δραστήριοι στη ζωή μας, που δεν ανέχεται αγνωστικισμούς και αδιαφορίες κανενός είδους.

Μισώ τους αδιάφορους και γιατί βαριέμαι το κλαψούρισμα τους σαν να ήταν πάντα αθώοι. Ζητώ από τον καθένα τους να μου αναφέρει πώς έφερε σε πέρας το καθήκον που του έθεσε και του θέτει καθημερινά η ζωή,  τι έκανε και προπαντός τι δεν έκανε. Κι αισθάνομαι πως πρέπει να είμαι αμείλικτος, πως δεν πρέπει να χαραμίσω τον οίκτο μου, πως δεν πρέπει να μοιράσω μαζί τους τα δάκρυα μου. Παίρνω θέση, ζω, στις αντρίκιες συνειδήσεις της παράταξης μου αισθάνομαι να πάλλεται η δράση της μελλοντικής πόλης που η παράταξη μου οικοδομεί. Και σε αυτήν, η κοινωνική αλυσίδα δεν βαραίνει επάνω στους λίγους, σε αυτήν ο,τι συμβαίνει δεν οφείλεται στην τύχη, στη μοίρα, αλλά είναι ευφυές έργο των πολιτών. Εκεί κανείς δεν κάθεται στο παράθυρο να κοιτά τους λίγους που θυσιάζονται, που χύνουν το αίμα τους στη θυσία. Κι εκείνος που κάθεται στο παράθυρο, που παραμονεύει, να θέλει να απολαύσει το ελάχιστο καλό που παρήγαγε η δράση των λίγων και να ξεσπάει απογοητευμένος βρίζοντας το θύμα, εκείνο που έχυσε το αίμα του, διότι απέτυχε το σκοπό του.

Ζω, παίρνω θέση. Γι΄ αυτό μισώ όσους δεν εντάσσονται, μισώ τους αδιάφορους.

 Στο La Città Futura τ. 1


[i]  Friedrich Hebbel, Ημερολόγιο, εισαγωγή μετάφραση Scipio Slataper, εκδ. Carabba, Lanciano 1912, σελ. 82: «Να ζεις σημαίνει να παίρνεις θέση» (στοχασμός αρ. 2127). Ο ίδιος στοχασμός του  Hebbel είχε αναδημοσιευτεί στο “Grido del Popolo” στις 27 Μαΐου 1916, μαζί με τους ακόλουθους δυο στοχασμούς από το ίδιο έργο: «1. Ο αιχμάλωτος είναι κήρυκας της ελευθερίας. 2. Συχνά οι νέοι κατηγορούνται ότι πιστεύουν πως ο κόσμος γεννήθηκε μαζί τους. Αλλά οι γέροι ακόμη πιο συχνά πιστεύουν ότι ο κόσμος παύει να υπάρχει μαζί τους. Τι είναι χειρότερο;»