ΟΙ ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ ΣΗΜΕΡΑ
Ένας απολογισμός για το κίνημα που έφερε το ριζοσπαστισμό στο προσκήνιο.
Του Λάσε Τόμασεν
Τους τελευταίους μήνες δύο ήταν οι εξελίξεις στις γραμμές του κινήματος των Ισπανών Αγανακτισμένων. Και οι δύο έχουν αφαιρέσει από το κίνημα στοιχεία από τον αρχικό ριζοσπαστικό του χαρακτήρα.
Καταρχήν, μετά τις εθνικές εκλογές του περασμένου Νοέμβρη, η ισπανική πολιτική σκηνή μετατοπίστηκε επιστρέφοντας στις παραδοσιακές της φόρμες και διχαστικές γραμμές. Σχετίζεται τώρα με περικοπές και μέτρα λιτότητας, συντάξεις και εργασιακά. Σήμερα πάλι, η ισπανική πολιτική είναι ένα παιχνίδι με πρωταγωνιστές τους συνήθεις ύποπτους πολιτικούς, κόμματα και συνδικάτα.
Αυτή η μορφή πολιτικής είναι ακριβώς αυτό που οι Αγανακτισμένοι διατάραξαν τον Μάη του προηγούμενου χρόνου. Ας θυμηθούμε δύο συνθήματα των διαδηλωτών. Το ένα ήταν «No Nos Representan!» – «Δεν μας αντιπροσωπεύουν». Οι πολιτικές ελίτ δεν μιλούν πλέον στο όνομα των απλών ανθρώπων και αυτοί οι τελευταίοι διεκδικούν να έχουν δική τους φωνή. Το άλλο σύνθημα ήταν «Νo somos mercancía en manos de políticos y banqueros! – «Δεν είμαστε εμπορεύματα προς πώληση από τους πολιτικούς και τους τραπεζίτες». Οι πολίτες δεν ήταν πλέον ψηφοφόροι και παθητικά υποκείμενα προς διαχείριση από τις πολιτικές ελίτ. Δεν τηρούσαν πλέον τον ορισμένο παθητικό τους ρόλο αλλά απαιτούσαν περισσότερη άμεση δημοκρατία και περισσότερη συμμετοχή.
Όταν οι διαδηλωτές ξέσπασαν ενάντια στην πολιτική σκηνή, διατάραξαν την εικόνα τού τι είναι πολιτική, τι μπορεί κανείς να διεκδικήσει και ποιος μπορεί να προβάλει απαιτήσεις. Πριν από τις διαμαρτυρίες του 2011, οι άνθρωποι πίστευαν πως η πολιτική αποτελείται από πολιτικούς που ασκούν πολιτική και πολίτες που επιλέγουν τους εκπροσώπους τους από τις γραμμές της πολιτικής ελίτ κάθε τέσσερα χρόνια. Οι πολίτες ήταν παθητικοί, οι πολιτικές ελίτ ήταν ενεργητικές.
Είναι πολύ ταιριαστή μια παρομοίωση της κατάστασης με θεατρική σκηνή. Στην περίπτωση κλασικής μορφής άσκησης της πολιτικής (politics as usual), η πολιτική υποβιβάζεται σε μια παράσταση όπου το κοινό (ο λαός) είναι παθητικός και οι ηθοποιοί (οι πολιτικοί) προσπαθούν να διαχειριστούν τις προσδοκίες των ψηφοφόρων. Οι διαμαρτυρόμενοι δεν εισέβαλαν απλά στη σκηνή, αλλά της γύρισαν την πλάτη. Η πολιτική σκηνή δεν ήταν πλέον αποκλειστικά οι επίσημοι πολιτικοί θεσμοί, αλλά και οι πλατείες όλης της χώρας. Εμφανίστηκαν στη σκηνή νέοι ηθοποιοί και επίσης μια νέα γλώσσα.
Στο γνώριμο σκηνικό
Εντούτοις, τώρα έχουμε επιστρέψει στο σύνηθες σκηνικό (politics as usual). Η προσοχή των ΜΜΕ και του απλού κόσμου έχει μετατοπιστεί επιστρέφοντας στις περικοπές, την εργασία και τους φόρους στην αγορά ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων (subprime rates). Δεν είναι ότι ο κόσμος είναι εντελώς παθητικοποιημένος: σε βδομαδιάτικη βάση γίνονται διαδηλώσεις και απεργίες. Αλλά πρόκειται για κινητοποιήσεις που έχουν μια αναγνωρισμένη μορφή: ο κόσμος διεκδικεί δωρεάν υγειονομική περίθαλψη, δουλειά κ.λπ. και τα αιτήματα απευθύνονται στους πολιτικούς. Οι ρόλοι είναι ίδιοι όπως παλιά.
Αυτή η επιστροφή στην κλασική μορφή της πολιτικής (politics as usual), χαρακτήρισε και τις κινητοποιήσεις για τον εορτασμό της πρώτης επετείου των διαμαρτυριών. Όταν οι Αγανακτισμένοι βγήκαν στις πλατείες στα μέσα Μάη ήταν επικεντρωμένοι πολύ περισσότερο στις περικοπές, την εργασία, τις συντάξεις και άλλα κοινωνικά αιτήματα. Ο ριζοσπαστισμός, σε ένα σημαντικό βαθμό, είχε χαθεί: οι διαμαρτυρόμενοι κατέθεταν αιτήματα στο πολιτικό σύστημα αντί να ασχολούνται με τη νομιμότητα αυτού του συστήματος.
Το άλλο γεγονός που συνέβη αφορά τη διάσπαση του «Democracia Real Ya» (Πραγματική Δημοκρατία τώρα) – μιας από τις ομάδες στο εσωτερικό του κινήματος των Ισπανών Αγανακτισμένων. Στα τέλη Απρίλη, ένα κομμάτι του «Democracia Real Ya» καταχώρησε την ομάδα ως νόμιμη μορφή στο ισπανικό υπουργείο Εσωτερικών. Επιδιώκουν να δημιουργήσουν μια επίσημη οργάνωση με τις διαδικασίες του υπουργείου με στόχο τον επηρεασμό της ισπανικής πολιτικής ζωής. Άλλα μέλη του «Democracia Real Ya» τους αποκαλούν προδότες και υποστηρίζουν πως η κίνηση αυτή στρέφεται ενάντια σε όσα πρέσβευε το κίνημα των Αγανακτισμένων.
Αυτή η διάσταση απόψεων χαρακτήριζε το κίνημα των Αγανακτισμένων από τα πρώτα του βήματα. Υπήρχαν αυτοί που υποστήριζαν τη μεταρρύθμιση του εκλογικού συστήματος και του τραπεζικού τομέα και εκείνοι που απέρριπταν το σύστημα της αντιπροσώπευσης υποστηρίζοντας την ανάγκη για ένα συνολικά νέο είδος πολιτικής. Η διάσταση αυτή παρουσιάζεται συχνά από τους Αγανακτισμένους ως διάσταση μεταξύ της ιεραρχίας και της οριζοντιότητας.
Οι δύο γραμμές
Στη μια πλευρά του «Democracia Real Ya» βρίσκονται αυτοί που, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της ανάγκης, έχουν μετατρέψει το κίνημα σε μια επίσημη οργάνωση. Υποστηρίζουν πως είναι απαραίτητο να μορφοποιηθεί το κίνημα και να δημιουργηθούν δομές αντιπροσώπευσης στο εσωτερικό του. Αυτό θα το κάνει, λένε, πιο αποτελεσματικό και θα αποτρέψει την παράλυση που δημιουργείται από τη μέθοδο των συνελεύσεων που βασίζονται στη συναίνεση.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν ότι αυτό θα οδηγήσει σε απώλεια της οριζοντιότητας. Το κεντρικό ζητούμενο του κινήματος, λένε, ήταν η δημιουργία μιας διαφορετικού είδους πολιτικής, οριζόντιας, συμμετοχικής, ανοιχτής. Εάν το πρόβλημα είναι η δυνατότητα λήψης αποφάσεων, τότε οι υποστηρικτές αυτής της άποψης λένε πως η λύση πρέπει να αναζητηθεί στη μεγαλύτερη και ποιοτικά αναβαθμισμένη συμμετοχή.
Η διάσπαση στο «Democracia Real Ya» αφορά κάτι παραπάνω από την αποτελεσματικότητα. Εάν ο στόχος είναι η οριζοντιότητα και η συμμετοχή, τότε τι λειτουργεί καλύτερα: οι οριζόντιες δομές ή μια περισσότερο ιεραρχική και επίσημη οργάνωση; Παραμένει να αποδειχτεί ποια θα είναι η έκβαση της διάσπασης αυτής. Φαίνεται απίθανο το DRY να αποδειχθεί ιδιαίτερα επιτυχές ως επίσημη οργάνωση, καθώς όσοι ήταν πιθανό να προσελκύονταν από αυτό έχουν ήδη ένα μέρος να κατευθυνθούν κι αυτό είναι το Izquierda Unida (IU), αντίστοιχο του ελληνικού ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που είναι βέβαιο είναι πως, με τη μετατόπιση σε περισσότερο παραδοσιακά πολιτικά αιτήματα και με μια πιο ιεραρχική δομή, ο ριζοσπαστισμός του κινήματος των Αγανακτισμένων υποχωρεί.
* Ο Λάσε Τόμασεν είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στο πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου