Του Γιάννη Δημογιάννη
Στην περίπτωση του Βραζιλιάνου φωτογράφου, Σεμπαστιάο Σαλγάδο, η προσωπική μου άποψη, όσο κι αν κουβαλά μία δόση υπερβολής, εντούτοις είναι σαφής: «σπάνια χωράνε τόσα χρώματα, τόσες διαφορετικές, χρωματικές διακυμάνσεις, σ’ ένα μονάχα, ασπρόμαυρο κάδρο.
Ειδάλλως, είναι ν’ απορείς πώς μπορούν να «συνωστίζονται» τόσα εκτυφλωτικά χρώματα, μέσα σ’ έναν, σχεδόν εικαστικό, φωτογραφικό καμβά, που συνθέτουν δύο μονάχα – φαινομενικά αμφίπλευρα και αντιθετικά, μεταξύ τους – χρώματα. Απορία, που σαφώς φαντάζει απλοϊκή, ενδεχομένως έως και παιδική, για κάποιον μυημένο, πλην όμως αγγίζει, έστω και σχηματικά, την ουσία της τέχνης του.
Το θέμα είναι ν’ αναλογιστούμε πόσα επιπρόσθετα συναισθήματα, πόσες αδυσώπητες αγωνίες μπορούν να συμπυκνωθούν σ’ ένα μόλις μαυρόασπρο, Ουράνιο Τόξο… Πόσες σιωπές, πόσες κραυγές, πόσα μετέωρα, αναπάντητα ερωτηματικά. Κοντολογίς, ο κόσμος, η σύγχρονη τραγωδία, αλλά και η ανάγκη μας να ιχνηλατήσουμε, μέσα από εικόνες, τους γρίφους της ανθρώπινης Βαβέλ. Και εδώ, πολύ φοβάμαι, την απάντηση συνοψίζει ο ίδιος ο Σεμπαστιάο, με ελάχιστες λέξεις: «το βουβό δράμα του φωτογράφου».
Βουβό, όπως ανέκαθεν συμβαίνει με τις φωτογραφίες και την εκκωφαντική σιωπή τους. Δράμα, όπως συμβαίνει ισόβια με την ανθρώπινη Οδύσσεια. Δίλημμα, όπως συχνά ισχύει με τη μοίρα των χαρισματικών καλλιτεχνών. Καλή ώρα, σαν το Λεονάρντο ντα βίντσι, με τις «πολύχρωμες» μονοχρωμίες των σχεδίων του, ή τον Καραβάτζιο, με τις δυναμικές εναλλαγές των φωτεινών και σκοτεινών του περιγραμμάτων ∙ όλων εκείνων των φωτοσκιάσεων, που συναποτελούν το Chiaroscuro του δικού του δραματικού καμβά. Για να καταλήξουμε στ’ ανεπανάληπτα τοπία, που αναδεικνύουν οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες αυτού του οικουμενικού ταξιδιώτη, ενός ανορθόδοξου, Βραζιλιάνου προσκυνητή, που ταξίδεψε σε περισσότερες από 100 χώρες. Αναρίθμητα τοπία ανθρώπων, μοναδικές απεικονίσεις της Φύσης, αλλά και των πλασμάτων που υποφέρουν εξαιτίας της αθεράπευτης αλαζονείας μας.
Απέναντι, όμως, στις συσσωρευμένες σύγχρονες προκλήσεις, ο ίδιος ο Σαλγάδο οριοθετεί το στίγμα του προσωπικού του διάπλου: «Πολλοί άνθρωποι μου λένε πως είμαι φώτο-δημοσιογράφος, ένας ανθρωπολόγος φωτογράφος, ένας ακτιβιστής φωτογράφος, αλλά εγώ πιστεύω πως είμαι κάτι παραπάνω απ’ όλα αυτά. Για μένα η φωτογραφία είναι η ζωή μου. Ζω ολοκληρωτικά μέσα από τη φωτογραφία…» Έως ότου, στη δεκαετία του ’90, μεταξύ 1994 και 2000, ασχολήθηκε με το project “Migrations” (μεταναστεύσεις), όπου και «έζησε την απόλυτη βαρβαρότητα, κυρίως στον εμφύλιο της Ρουάντα». Χιλιάδες θάνατοι, καθημερινά – μία διψασμένη για αίμα, γκιλοτίνα, που, κυριολεκτικά, τον έκαναν «να χάσει την πίστη του, στο ανθρώπινο Είδος». Για να νοσήσει, έπειτα, από επιθετικό σταφυλόκοκκο, κινδυνεύοντας άμεσα να πεθάνει, έως ότου το «αίνιγμα» διαφώτισε κάποιος φίλος, γιατρός: «Sebastian, δεν είσαι καθόλου άρρωστος και ο προστάτης σου είναι απολύτως υγιής. Αυτό που συνέβη, είναι πως είδες (στη Ρουάντα) τόσους πολλούς θανάτους, που πεθαίνεις και εσύ. Πρέπει να το σταματήσεις!!»
Και το σταμάτησε, κάνοντας εκεχειρία με το θάνατο, που εγκυμονούσε μέσα του. Άφησε στην άκρη, πρώτη φορά, την εμμονή του με τη φωτογραφία, και αποφάσισε με την Leila, να επιστρέψουν στον παιδικό του Παράδεισο, σε μία τροπική φάρμα, όπου ο ίδιος μεγάλωσε δίπλα στις 7 αδελφές, και την όμορφη μητέρα του. Πάραυτα, εκείνος ο κήπος είχε πια πεθάνει, ακριβώς όπως πέθαινε κι αυτός: τόσο η οικογενειακή φάρμα, όσο και ο Σεμπαστιάο, είχαν μετατραπεί στο παρόν, σε Κρανίου τόπο… Ένα δάσος, που, όντας παιδί, το έζησε σαν Όνειρο, με πάνω από 50% τροπική βλάστηση, αλλά τελικά κατάντησε άγονη έρημος, όπως, εξάλλου, συμβαίνει με τ’ αχανή δάση της Βραζιλίας, που αποψιλώθηκαν στο βωμό μίας ανελέητης, βιομηχανικής έκρηξης. Για να έρθει, ξανά, λυτρωτική, η Leila, με την απίστευτη, τρελή της ιδέα. «Έλα να επιστρέψουμε στον Παράδεισό σου, κι ας τον αναστήσουμε.»
Η κατάληξη του «Πειράματός» τους συνιστά την πλέον αδιάψευστη δικαίωση των Δονκιχωτικών εμμονών. Το θαύμα έγινε, αφού περισσότερα από 2.000.000 δέντρα, που φυτεύτηκαν επιτυχώς, όχι απλά ανάστησαν το τροπικό δάσος, και τις παιδικές του μνήμες, αλλά απέδειξαν λυτρωτικά τη δύναμη της Προμηθεϊκής φλόγας… Ο καθείς, επομένως, ας επωμιστεί το χρέος του. Ο μεγάλος κύκλος μάς περιμένει. Αξίζει να προσπαθήσουμε!
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 24.2.2017