Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Τέσσερα στιγμιότυπα που αποκαλύπτουν την κατάληψη της οικονομικής και παραγωγικής βάσης της χώρας από «θεσμούς» και «επενδυτές»
Το στρατηγικό βάθος του 3ου Μνημονίου και η ευρύτερη επίδρασή του στον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας αποκαλύφθηκε τις προηγούμενες μέρες από τέσσερα περιστατικά, εκ πρώτης όψεως ασύνδετα και μεταξύ τους και με τη διαδικασία της αξιολόγησης.
Η «έφοδος» στο ΤΧΣ
Το πρώτο και σημαντικότερο περιστατικό είναι η κίνηση της «ανεξάρτητης» επιτροπής αξιολόγησης των Διοικήσεων του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) και των τραπεζών να ζητήσει τις παραιτήσεις των νυν μελών του Δ.Σ. του ΤΧΣ, οι οποίοι δεν έχουν καν κλείσει χρόνο στα πόστα τους, με την έγκριση του ευρωπαϊκού μηχανισμού εποπτείας του τραπεζικού συστήματος, του SSM. Οι «ανεξάρτητοι» αξιολογητές έκριναν «ανεπαρκή» τα μέλη του ΤΧΣ και δρομολογούν ήδη την αντικατάστασή τους με πρόσωπα που διαθέτουν μακρά προϋπηρεσία στο «διεθνές τραπεζικό σύστημα», όπως περιγράφει το μνημόνιο και ο σχετικός εφαρμοστικός νόμος.
Ήδη, κατά τις πληροφορίες, για τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου του ΤΧΣ προαλείφεται τραπεζικό στέλεχος από την Πολωνία, ενώ ανάλογης «διεθνούς εμπειρίας» θα είναι και τα υπόλοιπα μέλη. Τα περιθώρια αντίδρασης της κυβέρνησης σ’ αυτή την κίνηση των δανειστών είναι ανύπαρκτα, βάσει των προβλέψεων του μνημονίου.
Τι σημαίνει η κίνηση αυτή είναι παραπάνω από προφανές: οι δανειστές επιδιώκουν να αποκτήσουν τον απευθείας και χωρίς καμιά διαμεσολάβηση έλεγχο του ΤΧΣ και μέσω αυτού όλου του τραπεζικού συστήματος, στο οποίο το ΤΧΣ διαθέτει μετοχές με δικαιώματα ψήφου, μετά και την τρίτη ανακεφαλαιοποίησή του. Ο έλεγχος που επιζητείται δεν είναι απλώς θέμα «εμπιστοσύνης», όπως λέει συνήθως ο επικεφαλής του Eurogroup Γ. Ντάισελμπλουμ, αλλά υπόθεση τεράστιου οικονομικού ενδιαφέροντος που συνδέεται με τα 100 δισ. κόκκινων δανείων τα οποία έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους οι τράπεζες. Με δεδομένο ότι η πώληση των δανείων έχει απελευθερωθεί και η πλειοψηφία τους είναι επιχειρηματικά, οι δανειστές φιλοδοξούν να ελέγξουν πλήρως, και για λογαριασμό των επενδυτικών κεφαλαίων των χωρών τους, σχεδόν ολόκληρο τον επιχειρηματικό τομέα της χώρας.
Η πολιορκία των τραπεζών
Απολύτως συναφές είναι το δεύτερο περιστατικό και αφορά την τράπεζα Πειραιώς, στο χαρτοφυλάκιο της οποίας «φιλοξενείται» το μεγαλύτερο μέρος κόκκινων επιχειρηματικών δανείων στους 10 σημαντικότερους κλάδους της οικονομίας. Με δεδομένο ότι οι διοικήσεις των τραπεζών βρίσκονται κι αυτές σε διαδικασία αξιολόγησης -πάντα από την «ανεξάρτητη» επιτροπή που ελέγχουν οι δανειστές- μέχρι το τέλος Ιουλίου, ο ευρωπαϊκός μηχανισμός SSM ζήτησε από το ΤΧΣ να ανακαλέσει την έγκρισή του στον διορισμό του Χρ. Παπαδόπουλου ως διευθύνοντος συμβούλου, κατόπιν «ανωνύμου καταγγελίας».
Ο κόσμος το ’χει τούμπανο ότι η παρέμβαση απηχεί τις επιδιώξεις του επενδυτικού fund του Τζον Πόλσον, ο οποίος ελέγχει άμεσα το 10% της Πειραιώς και έμμεσα μέχρι και το 25% και αποκαλύπτει το παιχνίδι που κάνουν οι υπεράνω υποψίας «θεσμοί» με συγκεκριμένα επενδυτικά λόμπι. Το σκηνικό αναμένεται να επαναληφθεί και στις άλλες συστημικές τράπεζες, και ήδη φωτογραφίζεται η «ακαταλληλότητα» της Λ. Κατσέλη στην ηγεσία της Εθνικής Τράπεζας, λόγω πρόσφατης συμμετοχής της σε κομματική θέση (την Κοινωνική Συμφωνία).
Οι σχετικές διατυπώσεις του μνημονίου αποδεικνύονται πολύ καλά υπολογισμένες από τους δανειστές και δεν αφήνουν περιθώρια ελιγμών από την κυβέρνηση.
Το κινέζικο λιμάνι
Εξαιρετικά αποκαλυπτικό ήταν και το τρίτο περιστατικό της εβδομάδας, η περιπέτεια της σύμβασης πώλησης του ΟΛΠ στην Cosco. Κάποιες ελάχιστες, όχι πολύ ουσιαστικές αποκλίσεις διατάξεων του νομοσχεδίου που κατατέθηκε στη Βουλή από το κείμενο της σύμβασης, προκάλεσαν την ακαριαία αντίδραση της κινεζικής εταιρείας και υποχρέωσαν την κυβέρνηση σε ολική αναδίπλωση και ταχεία συμμόρφωση στο καθεστώς κράτους εν κράτει στο ιδιωτικό Λιμάνι του Πειραιά.
Η εξέλιξη δεν απαίτησε παρέμβαση των δανειστών -μην ξεχνάμε ότι η πώληση του ΟΛΠ ήταν προαπαιτούμενη-, αλλά αποτελεί «πιλότο» για το πώς οι ιδιώτες που θα συμμετάσχουν στη λεηλασία της δημόσιας περιουσίας θα διασφαλίζουν τα συμφέροντά τους.
Το μεγάλο «φέσι»
Το τέταρτο περιστατικό είναι η αίτηση υπαγωγής της «Μαρινόπουλος» στο άρθρο 99. Η περίπτωση της μεγάλης αλυσίδας λιανικής με 13.000 εργαζόμενους και σχεδόν 500 καταστήματα είναι χαρακτηριστική του πώς διαπλέκεται ο ολετήρας της «εσωτερικής υποτίμησης» και του Μνημονίου με τις ιδιομορφίες του εγχωρίου κλεπτοκρατικού καπιταλισμού.
Ανεξάρτητα από το αν η «προσωρινή προστασία» της «Μαρινόπουλος» ήταν ή όχι μονόδρομος στην παρούσα φάση (σ.σ. το γιατί ο εκπρόσωπος του Δημοσίου, το ΝΣΚ, τάχθηκε εναντίον της, προκαλώντας την αντίδραση του Μαξίμου, είναι προς διερεύνηση), η υπόθεση έχει πολλούς σκελετούς στην ντουλάπα, που παραπέμπουν σε δολία πτώχευση με πολλούς συνεργούς: Έχει γαλλική πολυεθνική που έκανε την αρπαχτή της και αποχώρησε (Carrefour). Έχει έναν μεγάλο ανταγωνιστή (Σκλαβενίτης) που αφού προχώρησε σε εικονικό deal, μπήκε στα άδυτα της εταιρίας, έμαθε ό,τι χρειαζόταν και τελικά αποχώρησε, στη συνέχεια εμφανίστηκε ως «λευκός ιππότης». Έχει μια επιχειρηματική οικογένεια που για δεκαετίες, με τις πλάτες του τραπεζικού συστήματος, εκτρέφει μια φούσκα. Έχει και μια επικοινωνιακή φούσκα που για πολλά χρόνια τάιζε τον άλλο πόλο της διαπλοκής, τα ΜΜΕ, με το παιχνίδι των προσφορών και των διαφημίσεων. Έχει τις ίδιες τις συστημικές τράπεζες. Και έχει, κυρίως, το φέσωμα εκατοντάδων, ίσως και χιλιάδων μικρών προμηθευτών που, μαζί με τους εργαζόμενους, θα είναι τα μεγάλα θύματα της «διάσωσης» ή του «κανονιού».
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: από τα 2 δισ., των οφειλών της Μαρινόπουλος, πάνω από τα μισά αφορούν εκατοντάδες μικρές επιχειρήσεις του αγροτο-διατροφικού τομέα. Η «προστασία» της εταιρίας από τους πιστωτές, πρακτικά, θα οδηγήσει σε κλείσιμο ένα μεγάλο τμήμα αυτών των μικρών επιχειρήσεων. Διόλου τυχαία, στην υπεράσπιση της αίτησης της «Μαρινόπουλος» και των 3 μικρότερων εταιριών της, έσπευσαν οι τράπεζες (με μόλις το 10% των συνολικών οφειλών) και μερικοί από τους μεγάλους προμηθευτές, ανάμεσά τους 13 εισηγμένες επιχειρήσεις (μονοπώλια στον τομέα τους) με οφειλές μόλις 100 εκατ. από το σύνολο των 2 δισ.
Τα παραπάνω «στιγμιότυπα» είναι μόνον ο αφρός των διεργασιών που πυροδοτεί το 3ο Μνημόνιο. Η εφαρμογή «του πνεύματος και τους γράμματός του» και η ευρύτερη επίδρασή του, κυρίως μέσω τραπεζικού συστήματος, σε ό,τι απομένει από τον παραγωγικό ιστό της χώρας καταλήγει στον πλήρη έλεγχό της, τελικά στην ιδιοκτησία της, από τους δανειστές.
Ίσως γι’ αυτό οι τελευταίοι επιμένουν με τόσο ζήλο στην ανάγκη να αποκτήσουν η κυβέρνηση, το πολιτικό σύστημα, η κοινωνία την «ιδιοκτησία του Μνημονίου». Είναι η μόνη «ιδιοκτησία» που δικαιούμαστε.
Δημοσιεύθηκε στην εφ. «Δρόμος της Αριστεράς»