Στη Βρετανία, σχολεία απαγορεύουν σε παιδιά να φοράνε πολύ ακριβά ρούχα για να αποφευχθεί το φαινόμενο του poverty shame (ντροπή της φτώχειας). Και σε αυτή την περίπτωση, το πρόβλημα δεν είναι η φτώχεια αλλά η ντροπή
Ντροπή της φτώχειας είναι το μέγεθος της αποδοχής από τους φτωχούς της δικής τους ευθύνης για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται.
Τζέρεμι Σίμπρουκ, συγγραφέας
Το θέμα επανέρχεται στη βρετανική επικαιρότητα κάθε σχολική χρονιά, μόλις πιάσουν τα πρώτα κρύα. Γονείς παραπονιούνται στους καθηγητές ότι δέχονται ασφυκτικές πιέσεις από τα παιδιά τους να τους αγοράσουν μπουφάν αξίας εκατοντάδων ή χιλιάδων λιρών που βλέπουν να φορούν οι συμμαθητές τους.
Για τον λόγο αυτό, την περασμένη εβδομάδα αρκετά σχολεία απαγόρευσαν στους μαθητές να φορούν μπουφάν από συγκεκριμένες μάρκες όπως η Canada Goose, η Moncler και η Pyrenex. Είχαν προηγηθεί απαγορεύσεις και για ορισμένα σχολικά ήδη, όπως κασετίνες από διάσημους σχεδιαστές κ.ά.
Η είδηση συνέπεσε με την παρουσίαση νέων στοιχείων για την εξάπλωση της φτώχειας στη Βρετανία, όπου πλέον ένας στους 200 κατοίκους της χώρας είναι άστεγος, ενώ ολόκληρες οικογένειες ζουν σε χόστελ. Αντίστοιχη είναι η επιδείνωση και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες περικοπές βασικών επιδομάτων και σχολικών γευμάτων, ενώ στη «μεταμνημονιακή» Ελλάδα, έκθεση του ινστιτούτου TNI αποκαλύπτει ότι το 40,5% των παιδιών αντιμετωπίζει υλικές και κοινωνικές στερήσεις.
Είναι προφανές ότι η απαγόρευση ορισμένων ειδών πολυτελείας στις σχολικές αίθουσες δεν λύνει κανένα από τα δομικά προβλήματα που αυξάνουν τις ανισότητες στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες και μάλλον θυμίζει αυτό που οι Αγγλοσάξονες περιγράφουν με τη φράση… να βάζεις κραγιόν σε ένα γουρούνι. Το πρόβλημα όμως απαιτεί άμεσες λύσεις και η κοινωνική επανάσταση που θα μας οδηγήσει στην κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων και τη δημιουργία μιας αταξικής κοινωνίας δεν προβλέπεται για την τρέχουσα σχολική χρονιά.
Το λεγόμενο poverty shame, η ντροπή δηλαδή που αισθάνονται οι φτωχοί, οδηγεί συχνά σε φαινόμενα στιγματισμού παιδιών και σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός μαθητή Δημοτικού στο Πακιστάν, ο οποίος αυτοπυρπολήθηκε επειδή οι γονείς του δεν είχαν χρήματα να του αγοράσουν τη σχολική ποδιά που ζητούσε το σχολείο του.
Στην Ιαπωνία, η οποία αντιμετωπίζει φαινόμενα ανισοτήτων χωρίς προηγούμενο στη μεταπολεμική ιστορία της, ορισμένοι γονείς δηλώνουν ότι περιορίζουν τα γεύματά τους ώστε να μπορούν να προσφέρουν στα παιδιά τους τα ίδια ρούχα που φορούν και άλλα παιδιά στο σχολείο.
Αντίστοιχα στη Βρετανία, ενώ η φτώχεια καλπάζει (400.000 παιδιά βρέθηκαν κάτω από το κατώφλι της φτώχειας τα τελευταία τέσσερα χρόνια), ο αριθμός των μαθητών που ζητούν επιπλέον δωρεάν σχολικά γεύματα τείνει να μειώνεται, καθώς μια τέτοια κίνηση οδηγεί σε άμεσο στιγματισμό τους μέσα στη σχολική τάξη.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι καπιταλιστικές κοινωνίες δεν παράγουν απλώς περισσότερη φτώχεια, αλλά και αναλογικά πολύ μεγαλύτερη ντροπή, την οποία «οφείλουν» να αισθάνονται οι φτωχοί.
Ερευνα που πραγματοποιήθηκε πριν από πέντε χρόνια για λογαριασμό της Εκκλησίας της Σκοτίας και της Ενωσης Βαπτιστών κατηγόρησε ευθέως την κυβέρνηση και τα μέσα ενημέρωσης γι’ αυτό το φαινόμενο, λέγοντας ότι παρουσιάζουν συνειδητά και συστηματικά τη φτώχεια ως προσωπική αποτυχία κάθε οικογένειας.
Ο λόγος είναι προφανής: διαδοχικές κυβερνήσεις που ήθελαν να περικόψουν επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας αποκαλούσαν τους αποδέκτες τους «τεμπέληδες», που ζουν παρασιτικά με τα χρήματα του Δημοσίου.
Ο πρώην υπουργός Εργασίας, Ιαν Ντάνκαν Σμιθ, έλεγε χαρακτηριστικά ότι υπάρχουν οικογένειες που «επιβιώνουν εδώ και τρεις γενιές» μόνο με επιδόματα, αν και ποτέ δεν παρουσίασε στοιχεία που να αποδεικνύουν τον ισχυρισμό του. Την ίδια εποχή, η βρετανική τηλεόραση γέμισε με reality shows στα οποία οι πρωταγωνιστές έδειχναν πώς μπορούν να ζουν αποκλειστικά από την κοινωνική πρόνοια.
Αντίστοιχα στις ΗΠΑ, τα μέσα ενημέρωσης παρουσιάζουν φωτογραφίες ανθρώπων που γεμίζουν ασφυκτικά τα ψυγεία τους με τρόφιμα (ακόμη και αστακούς) χάρη στα κουπόνια για συσσίτιο που διανέμουν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι πολιτείες.
Το παράδειγμα ενός ανθρώπου που καταφέρνει να εξαπατήσει το σύστημα γενικεύεται για το σύνολο όσων χρειάζονται κρατική ενίσχυση για να επιβιώσουν στις συνθήκες που δημιουργεί ο ιδιωτικός τομέας. Και προφανώς τα σχετικά ρεπορτάζ αυξάνονται πριν ανακοινωθεί ο επόμενος γύρος περικοπών επιδομάτων για τους φτωχούς και φορολογικών ελαφρύνσεων για τους πλούσιους.
Η ταπείνωση των φτωχών απαιτεί όμως και αλλαγή του λεξιλογίου. Οπως εξηγούσε η Ρουθ Πάτρικ από το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, στη Βρετανία ο όρος social security (κοινωνική ασφάλεια), που χρησιμοποιούνταν για τα προγράμματα πρόνοιας, αντικαθίσταται σταδιακά από τον αμερικανικό όρο welfare (κοινωνική ευημερία), που παραπέμπει σε ένα σύστημα που συντηρεί ανθρώπους οι οποίοι δεν εργάζονται.
Ο στόχος είναι και πάλι ο ίδιος. Ο φτωχός πρέπει να αισθανθεί υπεύθυνος για την κατάστασή του και να κλειστεί στον εαυτό του αντί να εξοργιστεί και να προχωρήσει σε συλλογικές διεκδικήσεις.
Χρειάστηκαν λοιπόν έρευνες αρκετών χρόνων από επιστήμονες σε όλο τον κόσμο για να καταλήξουν σε αυτό που περιέγραφε με έναν στίχο ο Γιάννης Αγγελάκας: Η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη αν νιώθει ότι φταίει.