ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ (1919-2005)
Η νοσταλγία γυρίζει
Η γυναίκα γδύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι
ένα φιλί ανοιγόκλεισε πάνω στο πάτωμα
οι άγριες μορφές με τα μαχαίρια αρχίσαν
να ξεπροβάλλουν στο ταβάνι
στον τοίχο κρεμασμένο ένα πουλί πνίγηκε κι έσβησε
ένα κερί έγειρε κι έπεσε απ’ το καντηλέρι
έξω ακουγόνταν κλάματα και ποδοβολητά
Άνοιξαν τα παράθυρα μπήκε ένα χέρι
έπειτα μπήκε το φεγγάρι
αγκάλιασε τη γυναίκα και κοιμήθηκαν μαζί
Όλο το βράδυ ακουγόταν μια φωνή:
Οι μέρες περνούν
το χιόνι μένει
Οι τρεις εραστές
Στις βραδινές βρεγμένες στράτες
αχνίζει ένα φως θαλασσί
πλατύ χέρι στην καρδιά
βήματα ερειπωμένα
τρεις εραστές διαβαίνουν απ’ τα χέρια πιασμένοι.
Ο πρώτος…
Κρέμασε σ’ ένα δέντρο την αγάπη του
τα μεσάνυχτα προσεύχεται κάτω απ’ το δέντρο
να κατέβει η αγάπη πιασμένη απ’ τα φύλλα
να κοπάσει η πλημμύρα των φύλλων που λιώνουν
τα δάκρυά του στο χώμα τα πίνει ένας σκύλος
η αγάπη στα κλαδιά τον πετροβολάει
το δέντρο ουρλιάζει ο αγέρας ο σκύλος.
Ο δεύτερος…
Χάρισε την αγάπη του σ’ έναν τρελό βιολιστή
ο τρελός την επήρε τραγούδι
βρέχει ο ουρανός λουλούδια νομίσματα
αντηχούνε οι δρόμοι τ’ ολέθριο βιολί
της αγάπης το τραγούδι το’χουν μάθει τώρα όλοι
με χείλια σφιχτά μελανά το σφυρίζουν
μόνο αυτός δεν το ξέρει.
Ο τρίτος…
Έκανε την αγάπη του καράβι
την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες
τώρα έγινε πάλι παιδί
σιάχνει πύργους με άμμο
και μαζεύει χαλίκια κοχύλια
και προσμένει να γυρίσει ξανά
το καράβι η αγάπη.
Στην καρδιά τους έχουν κι οι τρεις χαράξει ένα δέντρο
ένα βιολί σιμά στ’ αυτί θα τους τρελάνει
κι ο καπετάνιος παίζει στο βυθό με τα κοράλλια.