Τα χαμένα παιδιά μας

ΤΑ ΧΑΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ

ΝΑΤΑΣΑ ΠΟΛΟΝΥ

Το σχολείο λοιπόν κατασκευάζει νέους εκπαιδευμένους να ψάλλουν το ίδιο τροπάρι που τους έμαθαν στην αγωγή του πολίτη για την ανεκτικότητα, σίγουρα πολύ «ανοι­χτούς» προς τον σύγχρονο κόσμο ‑ δηλαδή εντελώς υπο­ταγμένους στα ταμπού και τις προκαταλήψεις της εποχής τους – αλλά στο έλεος του χειρότερου δυνατού σκοταδισμού, γιατί η κοινή λογική και η ακρίβεια έχουν ηττηθεί.

Η λατρεία της βραχυπρόθεσμης αποδοτικότητας, σε συν­δυασμό με μια καθαρή περιφρόνηση για ό,τι δεν έχει πρό­σφατη ημερομηνία, παντρεύει τους ιδεολόγους της αμνησιακής προόδου με τους απαίδευτους μάνατζερ. Αυτός ο θεσμός, που κάποτε έφερε τις ελπίδες χειραφέτησης και ελευθερίας ενός ολόκληρου έθνους, είναι τώρα συνυπεύ­θυνος για τις αποτυχίες της κοινωνίας που ήθελε να αλλάξει, συνυπεύθυνος για την υποταγή στην τρέχουσα κατά­σταση και την αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας.

Δεν τίθεται ζήτημα να γυρίσουμε πίσω στο παρελθόν. Οι ουμανιστές που διακήρυσσαν το σεβασμό τους προς τη γνώση της αρχαιότητας δεν ζητούσαν την επαναφορά της αθηναϊκής δημοκρατίας ή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ήθελαν να θεμελιώσουν το μέλλον. Και να το θεμελιώσουν πάνω στην πλούσια και πλήρη γνώση του παρελθόντος.

Το να σκεφτούμε μια αληθινά ανθρώπινη κοινωνία απαιτεί να στοχαστούμε τις συνθήκες με τις οποίες οι άνθρωποι μπο­ρούν να συνδεθούν μεταξύ τους, στον κάθετο άξονα των γενιών και στον οριζόντιο μιας πολιτικής κοινότητας. Στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα βρίσκεται ένας μύθος, που, όπως όλοι οι παλιοί μύθοι που επέζησαν στους αιώνες, μπορεί να μας διαφωτίσει. Λέει ότι στην αρχή του κόσμου, ενώ οι άνθρωποι είχαν λάβει τη φωτιά και την τεχνική από τον Προμηθέα, ενώ κατείχαν το λόγο, τη γλώσσα και τη λογική, δεν μπορούσαν να ζήσουν σαν άνθρωποι. Είτε εξο­ντώνονταν από τα ζώα ή συγκεντρώνονταν σε πόλεις, αλ­λά εκεί αλληλοσκοτώνονταν. Ο Δίας τους έβγαλε από αυ­τή την κατάσταση δίνοντάς τους την Αιδώ και τη Δίκη, αχώριστες μεταξύ τους, αφού η μία δημιουργούσε το σε­βασμό για την άλλη. Η Αιδώς, η αξιοπρέπεια, που μετα­φράζεται και ως σεμνότητα, ντροπή ή τιμή ανάλογα με την περίσταση, είναι μια χαμένη αρετή, γιατί είναι αρετή συλλογική, που προκύπτει από τη ζωή σε κοινωνία. Η Αιδώς είναι η ενστικτώδης αίσθηση για το τι πρέπει να κάνουμε ώστε να φανούμε αντάξιοι του βλέμματος του άλλου. Εί­ναι η ιδέα ότι ο άνθρωπος τρέφεται και από το συλλογικό, το οποίο δεν τον αλλοιώνει, αλλά στερεώνει την ύπαρ­ξή του. Η ιδέα ότι κάθε ανθρώπινη ομάδα υφίσταται μό­νο αν λάβει υπόψη της και αναγνωρίσει συνειδητά το χρέ­ος μας προς αυτή τη συλλογικότητα, προς αυτούς που μας περιβάλλουν, αυτούς που υπήρξαν πριν από εμάς και αυ­τούς που θα έρθουν μετά. Απίθανα αντιδραστικό. Αλλά και απαραίτητο για τη ζωή σε κοινωνία, για κάθε αξιο­πρεπή και δημιουργική ανθρώπινη ζωή.

Το να επαναφέρουμε στη μόδα της εποχής μας αυτή την αρχαία αρετή, την αιδώ, να την ξανασκεφτούμε σε έναν σύγχρονο κόσμο που αναγνωρίζει την ιστορία και τις ρίζες του, θα μπορούσε να είναι το πρόγραμμα ενός νέου αν­θρωπισμού: μια πρόκληση για τον αιώνα που ξεκινά, για το παρόν των γενιών μας και για εκείνες που θα ακολουθήσουν.

Μετάφραση: Ξένια Σκούρα

Natacha Polony, Τα χαμένα παιδιά μας, εκδ. «Πόλις», Αθήνα 2006.

Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός