Ο ΧΑΦΙΕΣ, Μενέλαος Λουντέμης

Τον βλέπετε αυτόν τον κύριο;

Αυτόν… αυτόν… που κάνει τον «κύριο».

Κείνον με την καφετιά ρεμπούμπλικα–

που του ταιριάζει τόσο λίγο.

Και με την απόλυτη κτηνωδία–

που του ταιριάζει τόσο πολύ.

Ναι, ακριβώς αυτόν…

με τα πολύ χοντρά ζυγωματικά,

που ολοένα πάει τοίχο… τοίχο…

κι όλο γυρίζει για να δει.

Ακριβώς εκείνον,

που τώρα σταμάτησε στο περίπτερο

και κάνει πως διαβάζει εφημερίδα

(μπορεί και… Σαίξπηρ!).

Γεννήθηκε μόλις χτες.

Γιατί προχτές δεν τον γνώριζα.

Θα υπάρχει όμως από δω κι ύστερα

σα χαρτόσημο κολλημένο στη σκιά μου.

Δεν τον γνωρίζετε ούτε και σεις προσωπικά;

Να σας τον συστήσω.

Είναι ο κ. Εφιάλτης. Μάλιστα.

Ο κ. Εφιάλτης αυτοπροσώπως.

Που ως τα σήμερα τον έβλεπα στον ύπνο μου

κι από αύριο θα τον βλέπω και ξυπνός.

Ελεύθερε άνθρωπε. Φυλάξου!

Απ’ αυτόν εξαρτάται:

Αν θα ‘σαι ελεύθερος.

Το πόσο θα ‘σαι ελεύθερος.

Και για πόσον καιρό ελεύθερος.

Γι’ αυτό –λοιπόν– φυλάξου!

Οι τσέπες του είναι γεμάτες χειροπέδες

και το κεφάλι του γεμάτο ονόματα.

Μόνο η ψυχή του είναι άδεια.

Άδεια σαν τα κρανία των νεκρών.

Και γι’ αυτό τη γιομίζει

με λίγα ψηφία, με λίγα ονόματα…

και μ’ ολόκληρη την απέχθειά μας.

Παλαιότερα ήταν ο κ. Χ.

Ο άγνωστος Χ (ή μάλλον ο μισός Χ–

γιατί το υπόλοιπο το ‘κρυβε το γείσο του–

μαζί με το μισό του μάτι…).

Τώρα βγήκαν οι βρυκόλακες στο φως

γιατί νίκησε το σκοτάδι!

Και μόνο τώρα τους βλέπουμε.

Τους βλέπουμε με μάτια ζωντανά

πόσο –όλοι αυτοί οι νυχτόβιοι ιππότες–

είναι απαίσιοι κάτω απ’ το φως.

Σκίτσο: Ο ΧΑΦΙΕΣ του Αντώνη Κανά