Η πλατεία με το βλέμμα του αρχιτέκτονα

Στη σημερινή περίοδο είναι βέβαιο (και φυσικό) ότι η λέξη “Πλατεία” γεννά συλλογικούς συνειρμούς άμεσα σχετισμένους με τη μεγάλη κοινωνικό-οικονομική κρίση και τις εκρηκτικές αντιδράσεις που αυτή και η πολιτική για την αντιμετώπισή της προκάλεσαν και προκαλούν.

Θα αποφύγω εδώ να εκμεταλλευτώ την πλατεία ως θέμα – αφορμή για περίτεχνα ποιητικά ή γλωσσοπλαστικά γυμνάσματα επί χάρτου, συγκινησιακά φορτισμένα από τα πρόσφατα (αλλά και μελλούμενα) δραματικά αυτά γεγονότα.

Και τούτο γιατί ανάλογου είδους αφηγήσεις συχνά οδηγούν στην “αισθητικοποίηση” του ουσιαστικού νοήματος της απελπισίας, της αδικίας, του φόβου, της οργής και της διαμαρτυρίας του πολίτη αμβλύνοντας την αμεσότητα και τη δύναμή τους. Ουσιαστικά μετατρέπουν το συλλογικό αυτό νόημα σε προσωπική φιλολογία ή καλλιτεχνία του γράφοντος ή λέγοντος.

Πάντως, η ακραία – ως προς τη μαζικότητα και δυναμικότητα – ενεργοποίηση και χρήση του δημόσιου χώρου, που πια συμβολίζει η “πλατεία”, αποτελεί για όλους εξαιρετικό μάθημα μέγιστου κοινωνικού, αλλά και αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος. Δηλαδή δυο διαφορετικών, αλλά σαφώς επικοινωνούντων πεδίων δράσης του δημόσιου χώρου, μιας και δεν νοείται η αρχιτεκτονική αποστερημένη από την κοινωνική και πολιτική της διάσταση. Σημειώνω λοιπόν μια σειρά σκέψεων:

α) Όταν ο πολίτης – χρήστης του δημόσιου χώρου – που υπό την πίεση μιας επιτακτικής ανάγκης – έχει την βούληση και επιθυμία να δράσει συλλογικά μέσα σε αυτόν βρίσκει τρόπο να το πράξει. Είτε ο χώρος -με αρχιτεκτονικούς όρους- προσφέρεται, είτε δεν προσφέρεται για αυτό. Και το πράττει οπουδήποτε, οποτεδήποτε και οπωσδήποτε.

Είναι μια παρατήρηση που αμφισβητεί κάποιες “βεβαιότητες” των αρχιτεκτόνων. Π.χ. ότι ο υπερ-σχεδιασμός του χώρου εξασφαλίζει και την καθοδήγηση του χρήστη σύμφωνα με τους ακριβείς υπολογισμούς και τις προβλέψεις (λειτουργικές ή αισθητικές) του “μεγάλου μαΐστορα”. Ιδιαιτέρως σε τέτοιες ακραίες συνθήκες η παντοδύναμη ροπή του πρώτου προς την απρόβλεπτη αυτενέργεια και “απείθεια προς τας υποδείξεις” υπερβαίνει κατά πολύ το πλαίσιο του σχεδιασμού του δεύτερου.

β) Η καλή ή κακή λειτουργία του δημόσιου χώρου εξαρτάται, νομίζω, πρωτίστως από την ορθή ή λαθεμένη θέση του στον πολεοδομικό ιστό ή έξω από αυτόν. Βεβαίως έχει μεγάλη σημασία και η αρχιτεκτονική του, σε επίπεδο ιδέας, διαρρύθμισης, υλικότητας και αισθητικής του χώρου. Όμως, αυτή η διάσταση του θέματος έρχεται εδώ δεύτερη σε σχέση με την πολεοδομική.

Οι διαπιστώσεις αυτές ισχύουν, πιστεύω, τόσο για τη μεγάλη κεντρική πλατεία όσο και για τη μικρή, μισοκρυμμένη στις γειτονιές της πόλης.

Ιδιαιτέρως η πρώτη περίπτωση είδαμε προσφάτως “επί τόπου του έργου” ότι χρειάζεται να έχει την κατάλληλη θέση και το κατάλληλο μέγεθος σε αναφορά με τα κομβικά σημεία όπου χτυπά ο παλμός της καρδιάς της πόλης ή πάνω στους μεγάλους άξονες όπου αναπτύσσονται τα δίκτυα της ζωής και της κίνησής της, καθώς από εκεί παίρνει ενέργεια, ρεύμα.

Γιατί πριν από όλα η “πλατεία” είναι ζωντανός υποδοχέας και πυκνωτής κοινωνικών δράσεων, απ’ όπου αντλεί και το συμβολικό της νόημα (πολιτικό, ψυχαγωγικό, εμπορικό, ως τόπος συνάντησης, επικοινωνίας, στοχασμού – ακόμη και σιωπηλής απομόνωσης- ή ως τόπος επαφής με το αδιαμόρφωτο φυσικό περιβάλλον. Ο δημόσιος χώρος δεν είναι απλώς ωραία εικόνα.

γ) Και βεβαίως ο δημόσιος χώρος χρειάζεται (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) να είναι ανοιχτός, ελεύθερος, προσπελάσιμος. Ώστε ο πολίτης να νιώσει ότι του ανήκει ως συλλογική δημόσια αξία. Πολλές φορές δεν χρειάζεται παρά ένα απλό, καθαρού σχήματος, ανθεκτικό δάπεδο και ένα δέντρο, σε μια σωστή θέση. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει η ζωή.

Άλλωστε, η Αρχαία Αγορά, πρώτιστο σύμβολο του κοινωνικού δημόσιου χώρου – πλατείας που γεννήθηκε στον τόπο αυτό, είναι σχεδόν δίπλα στην Πλατεία Συντάγματος και επιβεβαιώνει τα παραπάνω: Εν αρχή ανοιχτή και ελεύθερη (χωρίς την τωρινή της περίφραξη), πολυλειτουργική, μεταλλασσόμενη στον χρόνο, με καθαρούς άξονες και φυγές, με τις φωτεινές ή σκιερές πτυχές της ιστορίας της.

δ) Και η αισθητική; Βεβαίως και είναι σημαντική αξία για τον πολίτη. Χρειάζεται όμως να βρει και αυτή το μέτρο της δικαιοδοσίας της όσον αφορά ειδικά την αρχιτεκτονική και μάλιστα εκείνη του δημόσιου χώρου.

Γιατί στην περίπτωσή της αρχιτεκτονικής πρόκειται, νομίζω, πολύ περισσότερο για αισθητική εν δράσει ζωντανού οργανισμού και λιγότερο αισθητική στατικού αντικειμένου (ζωγραφικού ή γλυπτικού). Ο άνθρωπος δεν στέκει απέναντι στον αρχιτεκτονικό χώρο ως θεατής του όπως συμβαίνει σε μια έκθεση τέχνης. Αντιθέτως βρίσκεται εντός του, συμμετέχοντας μαζί του σε ένα δρώμενο της ίδιας της ζωής. Με ό,τι -θαυμαστό ή δραματικό, τακτοποιημένο ή άτακτο, ασφαλές ή ανασφαλές- τούτο συνεπάγεται.

Γι’ αυτό ας μην φοβόμαστε τον ενεργό δημόσιο χώρο ακόμη κι όταν αγριεύει, καθώς έχει τον παλμό και το σημάδι της κοινωνίας, αλλά και του ατομικού ή συλλογικού εαυτού μας.

Η ιδιωτεύουσα σιωπή, η ακινησία, η απουσία της ζωής από την πλατεία και τον δρόμο είναι που πραγματικά τρομάζουν.

* Ο Τάσος Μπίρης είναι ομότιμος καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Του Τάσου Μπίρη