Η αγωνία της Ευρωζώνης πριν από την 6η Μαΐου

Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ 6Η ΜΑΪΟΥ

 Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

Ενώ όλα τα στοιχεία καταδεικνύουν αποτυχία της συνταγής και ολική επαναφορά της κρίσης, η ευρωπαϊκή ελίτ επιμένει δογματικά και ανησυχεί πολιτικά για το ελληνικό «πείραμα».

Η συνταγή δεν βγαίνει με τίποτα. Ένα μήνα μετά τα μηνύματα καθησυχασμού που εξέπεμψε η συμφωνία για το PSI και τέσσερις μήνες από την ευρωπαϊκή απόφαση για το νέο Μνημόνιο και το νέο δανεισμό στην Ελλάδα, η κρίση στην Ευρωζώνη συνεχίζει τον θορυβώδη κοχλασμό της, με επίκεντρο αυτή τη φορά την Ισπανία και, δευτερευόντως, την Ιταλία και την Πορτογαλία. Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι η Ευρωζώνη συνολικά θα αποκολληθεί από την ύφεση ή ότι οι συνταγές ισοπεδωτικής δημοσιονομικής και μισθολογικής λιτότητας θα κατευνάσουν τις αγορές και τις «επιθέσεις» στα ομόλογα των ασθενών κρίκων της νομισματικής ένωσης.

Αντιθέτως, ενώ οι σιδηροί κανόνες του δημοσιονομικού συμφώνου που επέβαλε η γερμανική ηγεσία υιοθετούνται δειλά από τους 25 «προθύμους» της Ε.Ε., οι πιο ανήσυχοι αναλυτές της καπιταλιστικής νέας τάξης προειδοποιούν για τα καταστροφικά του αποτελέσματα. «Δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο ούτε ένα παράδειγμα, όπου οι περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικών δαπανών να οδήγησαν στην εξυγίανση ενός ασθενούς κράτους», προειδοποιεί ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς, που χαρακτηρίζει ανεπαρκές το κούρεμα του ελληνικού χρέους, πράγμα που θεωρεί μονόδρομο για όλες τις υπερχρεωμένες χώρες. «Το ευρώ χρειάζεται επιδιόρθωση και η κρίση του έχει περάσει ίσως σε θανάσιμη φάση», λέει και ο πολύς Τζορτζ Σόρος σε άρθρο του, υποδεικνύοντας το αναποδογύρισμα της πολιτικής που εφαρμόζει σήμερα η ηγεσία της Ε.Ε., με διάκριση μεταξύ τρεχουσών κρατικών δαπανών και επενδύσεων, ώστε η λιτότητα να μην «τρώει»και τις δεύτερες.

«Η Ελλάδα υποφέρει από το πιο ηλίθιο οικονομικό πείραμα στη σύγχρονη ιστορία», γράφει σε γλαφυρή ανταπόκρισή του από την Αθήνα δημοσιογράφος του βρετανικού Independent, ενώ σε μια ανάλογου, θρηνητικού ύφους ανταπόκριση η γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung μιλά για μια «Αθήνα που υποφέρει σιωπηλά» από την ανεργία, τα λουκέτα, τη μείωση της κατανάλωσης και την επέκταση της φτώχειας. Ακόμη και το Ινστιτούτο Γερμανικής Οικονομίας της Κολωνίας, το IW, θεωρεί περιττή, ίσως και ζημιογόνα, μια περαιτέρω μείωση των μισθών στις προβληματικές χώρες όπως η Ελλάδα, εφόσον οι χώρες αυτές διατηρήσουν τον παρατηρούμενο τελευταία ρυθμό αύξησης των εξαγωγών τους. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι αυτός ο ρυθμός θα διευκολυνθεί στοιχειωδώς από τις χώρες υποδοχής των εισαγωγών τους, όπως η Γερμανία που δεν παραιτείται με τίποτα από τη συσσώρευση πλεονασμάτων. Ακόμη και ανθρώπινων, όπως δείχνουν οι προσκλήσεις στους Έλληνες ή Ισπανούς εξειδικευμένους ανέργους.

Επαχθής δημοκρατία

Τίποτα από αυτά δεν φαίνεται να συγκινεί τις ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες που, ακόμη κι όταν έχουν να αντιμετωπίσουν έναν άμεσο πολιτικό κίνδυνο -όπως π.χ. οι εκλογές στη Γαλλία ή στην Ελλάδα- απαντούν απλώς με αύξηση της θανατηφόρας δόσης λιτότητας. Στην Ισπανία, το παράδειγμα της οποίας, με την ανεργία των νέων πάνω από 50%, περιφέρεται ως φόβητρο σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, η κυβέρνηση Ραχόι εξήγγειλε περικοπές δαπανών 27 δισ. ευρώ μόνο για φέτος, ενώ η επικεφαλής της αυτόνομης κυβέρνησης της Μαδρίτης Εσπεράντζα Αγκίρε, σε μια έκρηξη νεοφιλελεύθερου οίστρου, πρότεινε την κατάργηση της διοικητικής διαίρεσης της Ισπανίας σε 17 αυτόνομες περιφέρειες και τη μετεξέλιξή της σε ένα υπερσυγκεντρωτικό κράτος, με στόχο την εξοικονόμηση 48 δισ. ευρώ ετησίως. Η δημοκρατία και η αποκέντρωση είναι ένα επαχθές κόστος για τους υπερσυντηρητικούς οπαδούς της δημοσιονομικής ορθοδοξίας.

Την ίδια στιγμή, η ευρωκρατία των Βρυξελλών επιχειρεί να διατυπώσει μια εξαιρετικά αδύναμη απάντηση στο ζητούμενο της ανάπτυξης, με ένα σχέδιο που αναμασά παραλλαγές της συνταγής της λιτότητας και της ριζικής αναδιάρθρωσης-αποδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας. Στο επίκεντρο του σχεδίου βρίσκεται μια μετατόπιση του φορολογικού βάρους από την απασχόληση στα περιουσιακά στοιχεία και στην ενεργειακή κατανάλωση, στην κατάργηση των περιορισμών στη μετακίνηση εξειδικευμένων εργαζομένων από χώρα σε χώρα και στη μετατόπιση της συνολικής εργασιακής πολιτικής από τα κράτη στο ευρωπαϊκό διευθυντήριο. Όπως είναι προφανές, επί της ουσίας το σχέδιο ενίσχυσης της ανάπτυξης και της απασχόλησης επικεντρώνει στα συνήθη: στο μισθολογικό κόστος και στη χρησιμοποίηση του «εφεδρικού στρατού» των ανέργων και της κινητικότητάς του ως μοχλού πίεσης στους μισθούς από χώρα σε χώρα.

Η επικίνδυνη μακροζωία

Σε μια κυνική αντίστιξη, το ΔΝΤ, με έκθεσή του που δημοσιοποιήθηκε προ ημερών αντιμετωπίζει ως μείζονα δημοσιονομικό «κίνδυνο» για τις ανεπτυγμένες χώρες τη μακροζωία του πληθυσμού(!) και, φωτογραφίζοντας κυρίως τις ευρωπαϊκές και ιδιαίτερα τις πιο αδύναμες πλην με υψηλό προσδόκιμο επιβίωσης χώρες του Νότου, προτείνει παρεμβάσεις όπως οι εξής: Να υπολογιστεί η δημοσιονομική έκθεση κάθε κράτους απέναντι στον «κίνδυνο της μακροζωίας», να κατανεμηθεί το κόστος ασφάλισης μεταξύ κράτους και ιδιωτικών ασφαλιστικών φορέων, να προσαρμοστούν τα όρια συνταξιοδότησης στις τάσεις μακροζωίας. Πάλι καλά που δεν προτείνουν ζωή με ημερομηνία λήξης. Ωστόσο, οι προτάσεις αυτές είναι προφανές πως έχουν πρώτο πεδίο εφαρμογής την Ευρωζώνη και, εν σπέρματι, στοιχεία τους υπάρχουν ήδη στο ελληνικό Μνημόνιο, προϊδεάζοντας για ένα νέο γύρο ασφαλιστικού πανικού.

Στον πυρήνα, πάντως, αυτών των ακροβασιών που καθόλου δεν αποφορτίζουν το κλίμα πιέσεων στην Ευρωζώνη από τις αγορές, βρίσκονται οι πολιτικοί φόβοι. Οι πιο ήπιοι σχετίζονται με την ενδεχόμενη «αταξία» που μπορεί να προκαλέσει μια νίκη του Γάλλου σοσιαλιστή Φρανσουά Ολάντ στις προεδρικές εκλογές. Αν τηρήσει τη βασική του δέσμευση για αναδιαπραγμάτευση του δημοσιονομικού συμφώνου, ακόμη κι αν αυτή περιοριστεί σε επουσιώδη και γαλλικού κυρίως ενδιαφέροντος ζητήματα, θα προκληθεί μια μίνι κρίση διακυβέρνησης στην Ευρωζώνη. Αυτή μπορεί, ενδεχομένως, να διευθετηθεί με μερικές ακόμη Συνόδους και έναν νέο γαλλογερμανικό συμβιβασμό.

Οι πολιτικοί φόβοι

Πολύ βαθύτεροι είναι, όμως, οι πολιτικοί φόβοι για την έκβαση των εκλογών της 6ης Μαΐου στην Ελλάδα. Οι προειδοποιήσεις που συχνά – πυκνά διατυπώνονται από Ευρωπαίους αξιωματούχους ή από αναλυτές χρηματοπιστωτικών οίκων ότι ενδεχόμενη φυγή της Ελλάδας από το ευρώ θα ήταν καταστροφική για το σύνολο της Ευρωζώνης είναι βασική εκδήλωση αυτών των βαθύτερων πολιτικών φόβων. Που κατά βάση είναι δύο: πρώτον, μια θεαματική ενίσχυση του -ετερόκλητου, είναι αλήθεια- μπλοκ των αντιευρωπαϊκών-ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων που διαπερνούν όλο το πολιτικό φάσμα. Δεύτερον, η επικύρωση από το εκλογικό αποτέλεσμα της γενικής ανυποληψίας του πολιτικού συστήματος, που μπορεί να δημιουργήσει κενό διακυβέρνησης, αν όχι και εξουσίας.

Και ενδεχομένως για ένα σημαντικό τμήμα της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ ίσως είναι μικρό κακό να αποκοπεί ο ελληνικός κρίκος και να εγκαταλειφθεί στην τύχη του. Το ειδικό οικονομικό βάρος της Ελλάδας είναι πλέον ασήμαντο για να τους κάνει να ανησυχούν ζωηρά. Πολύ περισσότερο τους ανησυχεί η πολιτική και κοινωνική επίδραση σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες με ανάλογες παθογένειες, ιδιαίτερα στον λεγόμενο ευρωπαϊκό Νότο. Η εμπειρία της αραβικής άνοιξης, με την ταχύτητα και τον τρόπο μετάδοσής της, είναι πολύ νωπή για να την αγνοήσουν, έστω κι αν έχει δώσει πια τη θέση της σε έναν σχεδόν «αραβικό χειμώνα».

Αγωνία για το πειραματόζωο

Η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να έχει τον ρόλο ενός χρήσιμου «πειραματόζωου» για την ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία, ιδιαίτερα το τμήμα της που είναι δογματικά προσηλωμένο στη νεοφιλελεύθερη «διαπαιδαγώγηση» όλης της Ε.Ε. Πρέπει με κάποιο τρόπο και το πείραμα να πετύχει και το πειραματόζωο να μην τους μείνει στα χέρια από υπερβολική δόση θεραπείας. Αλλά, αυτό είναι αδύνατο χωρίς τους ντόπιους πολιτικούς διαμεσολαβητές του πειράματος, τα κόμματα του πρώην δικομματισμού και τους νέους ή παλιούς δορυφόρους τους.

Επομένως, έχει πολύ ενδιαφέρον στη βραχύτατη προεκλογική περίοδο που απομένει να δούμε με ποιον τρόπο οι ευρωπαϊκοί παράγοντες θα παρέμβουν για να διασώσουν ό,τι μπορεί να διασωθεί. Με ποιες δόσεις καρότου και μαστίγιου, με ποιες αναλογίες τρομοκρατίας και δελεασμού θα προσπαθήσουν να αναστηλώσουν το καταρρακωμένο κύρος των βασικών πόλων της επόμενης συγκυβέρνησης, της Ν.Δ., που αντί να προσεγγίζει απομακρύνεται από το όνειρο της αυτοδυναμίας, και του ΠΑΣΟΚ που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την τεχνογνωσία του βαθέως κράτους και να μετατρέψει σε απροσδόκητο ντέρμπι τον εκλογικό «εμφύλιο» της συγκυβέρνησης, έστω κι αν αφορά τη νομή ενός πολιτικού σώματος που θα είναι θαύμα αν ξεπεράσει το 40%.

Αλλά ποιος και πώς θα ξεπεράσει την ετυμηγορία του λοιπού 60% που θα προσέλθει οργισμένο στις κάλπες, αλλά και εκείνου του απροσδιόριστου που δεν θα προσέλθει καν τυλίγοντας σφιχτά το κομματικό σύστημα σε ένα σάβανο ανυποληψίας και πλήρους απονομιμοποίησης;