Εκπληκτικό ημερολόγιο από το Λύκειο Κιμώλου!

Tungsten» και «Ξεναγός»: Το ελληνικό σινεμά είναι ακόμα ζωντανό, μέσα στην κρίση

«Ο Ξεναγός» και το “Tungsten” πρωτοτυπούν και εμφανίζονται από αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες σε κοινή διανομή και με ενιαία αφίσα! Πρόκειται για δύο ταινίες πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών που μιλούν για τη σημερινή Αθήνα με αλλιώτικο τρόπο.

Κωμωδία και ηλιόλουστα έγχρωμη η πρώτη, δράμα και ασπρόμαυρη η δεύτερη. Μιλήσαμε με τους δύο νεαρούς ηθοποιούς στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, λίγο πριν από την κοινή πρεμιέρα των ταινιών.

Η ταινία «Ο Ξεναγός», σε σκηνοθεσία του πρωτοεμφανιζόμενου Ζαχαρία Μαυροειδή, γυρίστηκε πριν από δύο χρόνια, παρά το γεγονός ότι θα παιχτεί τώρα στους κινηματογράφους. Ο Ιάσονας, τον οποίο υποδύεται ο Μιχάλης Οικονόμου, κατεβαίνει από τη Θεσσαλονίκη στην πρωτεύουσα με σκοπό να εξασκήσει το καινούργιο -και άκρως πρωτότυπο- επάγγελμά του: αυτό του «ξεναγού αρχιτεκτόνων». Έτσι, με μια παρέα ξένων φοιτητών του προγράμματος Erasmus φτάνει στην Αθήνα με σκοπό να τους ξεναγήσει στις αρχιτεκτονικές ομορφιές της πόλης.

Η συζήτησή μας ξεκίνησε από το επάγγελμα του ξεναγού. «Νομίζω ότι όλοι οι Αθηναίοι γινόμαστε ξεναγοί κατά διαστήματα. Αναλαμβάνουμε να δείξουμε σε φίλους που έρχονται στην πόλη κάποια βασικά πράγματα», λέει ο Μιχάλης. Τι θα έδειχνε λοιπόν ο ίδιος σε μια τέτοια περίπτωση; «Κάποιες χαρακτηριστικές μεριές της Αθήνας, η οποία έχει μια αλλοπρόσαλλη σύνθεση. Σίγουρα την Ακρόπολη, την Πλάκα, τα Αναφιώτικα. Θα ήθελα όμως να δείξω και το πιο αποπνικτικό κομμάτι της, την Κυψέλη, που έχει ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό, όπως κάποια παλιά αρχοντικά», αναφέρει, προσθέτοντας στα σημεία ξενάγησης την παραλία ή κάποια βιομηχανική περιοχή, όπως την οδό Πειραιώς. Η επόμενη ερώτηση έρχεται αβίαστα. Τι θα απέφευγε να δείξει; «Είναι μια αλήθεια που υπάρχει. Δεν θα ήθελα να δείξω την Ομόνοια βράδυ». Όσο για το αν του αρέσει η πόλη, τονίζει πως αποτελεί εύκολη λύση να χαρακτηρίζουμε γοητευτικό αυτό το χάος και αυτή την αναρχία στη δόμηση, με απόδειξη πως κάθε επίσκεψη στο εξωτερικό δημιουργεί μια μικρή κατάθλιψη μετά την επιστροφή στην Αθήνα. «Η αισθητική της πόλης, που είναι αυτό το ρημαδιό, με καταθλίβει πολύ συχνά. Όσα χρόνια και αν περάσουν δεν μπορώ να συνηθίσω το ξερόχορτο που φυτρώνει κατά μήκος του πεζοδρομίου ή τις πεταμένες γόπες», εξομολογείται ο Μιχάλης και συμπληρώνει: «Σίγουρα όλη αυτή η κατάσταση δηλώνει ένα ελεύθερο πνεύμα από την πλευρά των Ελλήνων, από την άλλη όμως αυτό το λέμε για να ευλογάμε τα γένια μας».

Εστιάζοντας ξανά στην ταινία, τα πράγματα για τον Ιάσονα δεν πηγαίνουν τόσο καλά. Από τη μία η ερωτική διάθεση της καλύτερής του φίλης (Κατερίνα Μαυρογεώργη) και από την άλλη οι περίεργες απαιτήσεις του γκρουπ, δημιουργούν στον Ιάσονα ένα άγχος. Όταν μάλιστα μπλέκει και με το δίλημμα της σεξουαλικής προτίμησης -μια διελκυστίνδα μεταξύ ενός αγοριού και ενός κοριτσιού του γκρουπ-, τότε τα πράγματα απαιτούν κάποια λύση. «Το αρχιτεκτονικό χάος της πόλης συνδέεται με το χάος στα κεφάλια των κατοίκων της. Πολύ συχνά χάνουμε το κέντρο μας και μπερδευόμαστε. Στον Ιάσονα αυτό βγαίνει ως αναζήτηση της σεξουαλικής του ταυτότητας», εξηγεί ο Μιχάλης.

Όσο για την κοινή διανομή των ταινιών, ο νεαρός ηθοποιός -που τιμήθηκε με το Βραβείο Χορν το 2010- τη χαρακτηρίζει ως δώρο, μια ευχάριστη συγκυρία για τον ίδιο και τον Ομηρο Πουλάκη. «Ούτως ή άλλως, σε καιρό κρίσης η συνεργασία είναι η μόνη λύση. Είναι αυτό που έχω ως μότο τελευταία: ‘Οι σταρ πέθαναν. Ζήτω οι κολεκτίβες’». Τέλος, κατά τον Μιχάλη, «Ο Ξεναγός» αποτελεί ένα μείγμα παλιών ελληνικών ταινιών με αλμοδοβαρική αισθητική, αλλά σε πιο ανεξάρτητη και σύγχρονη εκδοχή. «Περιέχει έναν αυτοσαρκασμό σε σχέση με το σημερινό Έλληνα, ο οποίος είναι ένας άνθρωπος χαωμένος που συνέχεια κρίνεται από τους άλλους και νοιάζεται πολύ για τη γνώμη των ξένων. Είναι κάτι που ισχύει ακόμα και σε εθνικό επίπεδο», αναφέρει σχολιάζοντας την επικαιρότητα.

Όπως ακριβώς και με τον «Ξεναγό», το “Tungsten” γυρίστηκε πριν από δύο χρόνια, αποτελώντας την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Γεωργόπουλου στο χώρο του κινηματογράφου. Κατάφερε μάλιστα να κερδίσει τέσσερα βραβεία (μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας) στο 6ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Κύπρου, ενώ ήταν υποψήφιο και για δύο Βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Στην ασπρόμαυρη ταινία, ένας απελπισμένος ελεγκτής εισιτηρίων (Βαγγέλης Μουρίκης), ένα ζευγάρι με χαμένες τις ισορροπίες του (Κόρα Καρβούνη, Τάσος Νούσιας) και δύο νεαροί φίλοι οπλισμένοι με ένα περίστροφο (Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Όμηρος Πουλάκης) μπλέκονται και μπλέκουν, μπαινοβγαίνοντας με μοιραίο τρόπο ο ένας στη ζωή του άλλου.

Η ασπρόμαυρη Αθήνα της ταινίας ήταν και το πρώτο θέμα που συζητήσαμε με τον Όμηρο Πουλάκη. «Σίγουρα καμία ταινία δεν μπορεί να αποτυπώσει ολοκληρωτικά μια πόλη. Θα αποτυπώσει ένα ρεύμα, μια οπτική, μια στιγμή της. Όπως όλες οι πόλεις, έτσι και η Αθήνα έχει μια όψη ασπρόμαυρη και μια όψη έγχρωμη», εξηγεί ο Όμηρος, σημειώνοντας πως η αισθητική της ταινίας είναι αντιπροσωπευτική ενός συγκεκριμένου κομματιού της πόλης. «Υπάρχει αυτή η Αθήνα, χωρίς να σημαίνει ότι υπάρχει μόνο αυτή», λέει χαρακτηριστικά.

Στο “Tungsten” -το οποίο στα ελληνικά μεταφράζεται «τουνγκστένιο ή βολφράμιο», ένα μέταλλο με υψηλή αγωγιμότητα και μεγάλες αντοχές στη θερμότητα- η Αθήνα μαστίζεται από απανωτές, μαζικές διακοπές ρεύματος. Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό σκηνικό, κάθε ήρωας συναντιέται με το κακό του πρόσωπο και οδηγείται σε βίαιες συμπεριφορές και πράξεις. «Καταρχάς, θεωρώ ότι οι άνθρωποι είμαστε ένα τεράστιο δίκτυο και μεταφέρουμε ενέργεια ο ένας στον άλλον. Είμαστε αλληλοεξαρτώμενοι», αναφέρει ο Όμηρος σχετικά με τη βία, το θέμα με το οποίο καταπιάνεται η ταινία, και δίνει ένα παράδειγμα: «Αν σου μιλήσει κάποιος άσχημα στο δρόμο, εσύ πολύ πιθανόν θα διοχετεύσεις αυτή την ένταση κάπου αλλού, με άλλη μορφή. Αυτή η μορφή, λοιπόν, εξαρτάται από το κάθε άτομο και από την κάθε κατάσταση. Άλλος μπορεί να την εκτονώσει χορεύοντας και άλλος σκοτώνοντας».

Έχοντας στο μυαλό μου την κλισέ φράση «Η βία είναι καταδικαστέα από όπου και αν προέρχεται», ρωτάω τον Ομηρο για τη δική του άποψη. «Ζούμε σε έναν πολιτισμό ο οποίος αναζητά τους δίκαιους λόγους για κάτι. Στην περίπτωση της βίας, γνωρίζει ότι δεν μπορεί να γνωρίζει τίποτα -όπως λέει και η σωκρατική φράση- σχετικά με το τι είναι σωστό ή λάθος. Επίσης, γνωρίζει ότι μπορεί να επανασυμφωνεί -ανά πάσα ώρα και στιγμή- για το τι είναι δίκαιο και τι όχι. Άρα να δικαιολογεί», εξηγεί ο Όμηρος, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως ακόμα και η πιο ακραία μορφή βίας μπορεί να κριθεί εκ νέου δίκαιη ή άδικη. «Αν και γενικά δεν είμαι βίαιος στη ζωή μου, πιστεύω ότι η βία οφείλει να ελέγχεται ξανά και ξανά, κατά περίπτωση και σφαιρικά». Τέλος, αναφέρει πως δεν δικαιολογεί καμία από τις πράξεις βίας των ηρώων της ταινίας, αλλά φυσικά μπορεί να τις δικαιολογήσει και όλες, τονίζοντας με αυτό τον τρόπο τη σύνθετη μορφή του φαινομένου.

Όσο για το κινηματογραφικό εγχείρημα της κοινής εξόδου, ο νεαρός ηθοποιός σχολιάζει πως αυτός ο διάλογος μεταξύ δύο σύγχρονων έργων του κινηματογράφου είναι μια πολύ καλή και ενδιαφέρουσα ιδέα. «Ο κοινός άξονας είναι η Αθήνα, αλλά, όποιος και αν ήταν ο άξονας, θεωρώ πως ο διάλογος είναι το μεγαλύτερο πολιτιστικό μας κληροδότημα. Είναι το υποκατάστατο της βίας», λέει χαμογελώντας.

Tungsten»

Σκηνοθεσία: Γιώργος Γεωργόπουλος

Ερμηνεία: Βαγγέλης Μουρίκης, Τάσος Νούσιας, Όμηρος Πουλάκης, Προμηθέας Αλιφερόπουλος, Κόρα Καρβούνη, Αγγελική Αναγνωστοπούλου

Η Αθήνα της κρίσης στη μεγάλη οθόνη, σε άσπρο μαύρο, και με όλες τις διαβαθμίσεις στο γκρίζου ενδιάμεσα, όπως αποτυπώνονται στα πρόσωπα και τους χαρακτήρες αυτής της φρέσκιας, «συγχρονισμένης» με την εποχή της νεανικής ματιάς. «Δουλεμένες» επιρροές από Οικονομίδη και Γιάνναρη, εύστοχα καδραρίσματα του άξενου αυτής της μεγαλούπολης που διαλύεται μπροστά στα μάτια μας, με την κάμερα και τη σκηνοθεσία να εστιάζει στους τσιμεντένιους όγκους, στους δρόμους του «καθημερινού πολέμου», σε υπέργειες διαβάσεις, στα γραφεία αναζήτησης εργασίας, στους χώρους ανάπαυλας…

Η καθημερινή βία, το ψυχολογικό αδιέξοδο που κατατρώει τις ψυχές, αφήγηση μη γραμμική, γλώσσα αναγνωρίσιμη και εύστοχη… «Μια κοινωνία στα όριά της, ξεχασμένη στο σκοτάδι», όπως λέει ένας από τους πρωταγωνιστές. Δείτε το «Tungsten», αξίζει τα λεφτά του.

«Ο Ξεναγός».

Σκηνοθεσία: Ζαχαρίας Μαυροειδής

Ερμηνεία: Μιχάλης Οικονόμου, Κατερίνα Μαυρογεώργη, Kathrin Suckfiel, François Renault, Anne Marie O’Sullivan, Σταυρούλα Κοντοπούλου, Maria Perez, Michael-John Raftopoulos

Και δεύτερη ευχάριστη έκπληξη από τον ελληνικό κινηματογράφο αυτή την εβδομάδα: Μια εντελώς ανεξάρτητη παραγωγή, που εύκολα σε «ξεγελάει» για παραγωγή αξιώσεων, με το εξαιρετικά δουλεμένο σενάριό της και την προσοχή στις λεπτομέρειες (συν τις απολαυστικές ερμηνείες, από νέα πρόσωπα). Ήρωας ο Ιάσονας, που κατεβαίνει στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη, ξεκινώντας τη νέα του φιλόδοξη καριέρα ως «ξεναγός νέων αρχιτεκτόνων», καθώς το γκρουπ που ξεναγεί αποτελείται από φοιτητές αρχιτεκτονικής από το εξωτερικό που ολοκληρώνουν το Erasmus τους στην Ελλάδα. Πώς να καθοδηγήσεις όμως τους άλλους όταν δεν είσαι σε θέση να βρεις τον δρόμο για τον εαυτό σου; Τα προσωπικά-ερωτικά αδιέξοδα του ήρωα μπλέκονται με τα αδιέξοδα μιας ολόκληρης χώρας, που δεν μπορεί να ξεκαθαρίσει την ταυτότητά της, κι όλα αυτά δίνονται με έξυπνους, φαινομενικά «ανάλαφρους» διαλόγους, που κρύβουν επιμελημένα το «κεντρί» του προβληματισμού και της σοβαρότητας των θεμάτων, ανάμεσα σε έναν πολύωρο καφέ και μια ξενάγηση στην Ακρόπολη…