Εθνική κυριαρχία και γερμανικές αποζημιώσεις
Του Αριστομένη Ι. Συγγελάκη*
«Ο λαός που τσακίζεται από την υπέρμετρη βία για μία στιγμή, δεν είναι ακόμη σκλάβος.
Σκλάβος γίνεται από τη στιγμή που ψυχικά δέχεται τη σκλαβιά. […]
Οχι! Κανένα είδος συμβιβασμό, κανένα είδος μοιρολατρία δεν αποδέχεται ο λαός ο ελληνικός»
(Δημήτρης Γληνός, «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», 1942).
Πολύς λόγος γίνεται για την «έξοδο από τα μνημόνια» έπειτα από μια περίοδο πολιτικής και κοινωνικής βαρβαρότητας οκτώ και πλέον ετών. Μια περίοδο που άφησε βαθιές τις πληγές της στο σώμα της Ελλάδας: απώλεια 25% του ΑΕΠ, γιγάντωση της φτώχειας και των ανισοτήτων, ραγδαία επιδείνωση της υγείας των Ελλήνων, μαζική φυγή στο εξωτερικό του ανθού της νεολαίας μας.
Θα ήταν, συνεπώς, εύλογο να υπάρξουν αυθόρμητοι λαϊκοί πανηγυρισμοί την 21η Αυγούστου.
Όσο, όμως, κι αν η κυβέρνηση επιχείρησε να διαμορφώσει εορταστικό κλίμα, λαϊκοί πανηγυρισμοί δεν υπήρξαν. Όχι μόνο γιατί το κλίμα είναι βαρύ, ένα μήνα μετά την τραγωδία στο Μάτι αλλά, κυρίως, διότι ο λαός δεν έχει πιστέψει το αφήγημα της «εξόδου από τα μνημόνια» και των «καλύτερων ημερών που έρχονται».
Και πώς, άραγε, να πιστέψει κανείς ότι τέλειωσε το μαρτύριο των μνημονίων, όταν τα δεδομένα είναι αδυσώπητα: η «αυστηρή επιτήρηση» θα διαρκέσει έως την αποπληρωμή του 75% των δανείων, τα συμφωνημένα τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα θα συνεχίσουν να αφυδατώνουν την πραγματική οικονομία και τα εισοδήματα των πολιτών, ενώ τα εναπομείναντα δημόσια αγαθά «πρέπει» να ιδιωτικοποιηθούν στο σύνολό τους και το κοινωνικό κράτος να συρρικνωθεί περαιτέρω.
Πάνω στα κοινωνικά αποκαΐδια των μνημονίων ο λαός και, ιδίως, οι νεότερες γενιές καλούνται να πληρώσουν τον λογαριασμό των καταστροφικών επιλογών της πολιτικής ελίτ και να χτίσουν μια νέα Ελλάδα.
Όμως το δίλημμα είναι ξεκάθαρο και επιτακτικό: η νέα Ελλάδα θα είναι της δημιουργίας, της αλληλεγγύης, της δημοκρατίας; Θα χτισθεί σε σταθερά θεμέλια εθνικής ανεξαρτησίας, παραγωγικής ανασυγκρότησης και κοινωνικής δικαιοσύνης; Ή θα υποταχθεί οριστικά στους σχεδιασμούς του ξένου παράγοντα;
Θα οικοδομηθεί ένα σύγχρονο παραγωγικό και κοινωνικό μοντέλο με βάση τις λαϊκές και εθνικές ανάγκες και προτεραιότητες ή θα ακολουθήσουμε πιστά τις συνταγές του ΔΝΤ, μετατρέποντας τη χώρα μας σε μπανανία;
Χωρίς υπερβολή, η υπόθεση των γερμανικών οφειλών αποτελεί βαρόμετρο για την πορεία της χώρας.
Πρώτον, γιατί αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα άσκησης εθνικής κυριαρχίας.
Δεύτερον, διότι είναι ζήτημα δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας: μήνυμα αντιφασιστικό, απόκρουσης του ναζισμού, που τολμά να ξανασηκώσει κεφάλι στην Ελλάδα, τη Γερμανία και σ’ όλη την Ευρώπη, αλλά και σεβασμού του λαού, που στηρίζει ομόψυχα τη διεκδίκηση.
Τρίτον, διότι η απόδοση δικαιοσύνης αποτελεί προϋπόθεση ειλικρινούς συμφιλίωσης και συνεργασίας των δύο χωρών, στη βάση της ισοτιμίας και του σεβασμού της Ιστορίας και του διεθνούς δικαίου. Μακριά και πέρα από τις νεοαποικιοκρατικές γερμανικές μεθοδεύσεις ψευδεπίγραφης «συμφιλίωσης».
Την περίοδο μετά την Κατοχή, αν και ουδέποτε υπήρξε παραίτηση της Ελλάδας από τις απαράγραπτες αξιώσεις της, εντούτοις το εγχώριο πολιτικό προσωπικό, εξαρτημένο ον από τη Γερμανία και τις ΗΠΑ, δεν διεκδίκησε σθεναρά τις γερμανικές οφειλές. Η πιο σημαντική εξαίρεση ήταν η επίδοση ρηματικής διακοίνωσης από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου στις 14.11.1995.
Ωστόσο, με τον αγώνα του Μανώλη Γλέζου, των αείμνηστων Γιάννη Σταμούλη, Ευάγγελου Μαχαίρα και συνολικά του Εθνικού Συμβουλίου, το ζήτημα παρέμεινε ανοικτό και με την έλευση των μνημονίων επανήλθε ορμητικά στο επίκεντρο.
Υπό τη λαϊκή πίεση και παρά τον ασφυκτικό κλοιό των δανειστών έγιναν κάποια μικρά, έστω, αλλά θετικά βήματα από τις ελληνικές κυβερνήσεις: η Ελλάδα παρενέβη (ως μη διάδικο μέρος) στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στη δίκη για την υπόθεση του Διστόμου (Σεπτέμβριος 2011), τεκμηριώθηκαν εκ νέου και προσδιορίστηκαν οι ελληνικές αξιώσεις από το Γενικό Λογιστήριο (2012-2014), συγκροτήθηκε Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τις Γερμανικές Οφειλές (2014) η οποία κατέληξε, τελικά, σε Εκθεση (Ιούλιος 2016), ενώ στα τέλη της ίδιας χρονιάς καταργήθηκε το δικαστικό ένσημο για τις αναγνωριστικές αγωγές αποζημίωσης των θυμάτων των κατοχικών δυνάμεων (μία αντισυνταγματική ρύθμιση που είχε επιβληθεί με το δεύτερο μνημόνιο). Εκτοτε ουδέν!
Ο φόβος για «γερμανικά αντίποινα» μετέθεσε (;) τις αναγκαίες ενέργειες διεκδίκησης μετά την 20ή Αυγούστου.
Η ώρα της διεκδίκησης έχει προ πολλού σημάνει! Σε αντίθεση με τον φόβο ή, έστω, την αμφιθυμία του πολιτικού προσωπικού απέναντι στις γερμανικές αποζημιώσεις, οι πολίτες συμμετέχουν μαζικά και ενθουσιωδώς στις εκδηλώσεις μνήμης σε ολόκληρη τη χώρα, αξιώνοντας τη δικαίωση της Αντίστασης και της θυσίας της Ελλάδας.
Αν η κυβέρνηση θέλει, πράγματι, να αποτινάξει τα δεσμά των μνημονίων, δεν υπάρχει καλύτερο πρώτο βήμα από την αποφασιστική διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών.
Όπλα υπάρχουν πολλά: νέα ρηματική διακοίνωση, εκτέλεση των αμετάκλητων αποφάσεων της Ελληνικής Δικαιοσύνης (Δίστομο, Αίγιο, Ρέθυμνο), αξιοποίηση της Έκθεσης της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διεθνοποίηση του ζητήματος. Η πολιτική βούληση είναι το ζητούμενο!
Το αποτύπωμα της ναζιστικής κτηνωδίας στην Ελλάδα έμεινε χαραγμένο στους εκατοντάδες χιλιάδες τάφους των θυμάτων, στα πρόωρα γηρασμένα πρόσωπα των επιζώντων, στα μαύρα ρούχα των γυναικών, στα καμένα χωριά. Στις ίδιες τις τρομερές επιγραφές που άφησαν οι κατακτητές.
Σφράγισε ανεξίτηλα τη ζωή των Ελλήνων και ιδίως των παιδιών, που γνώρισαν τη σκληρότητα από τα πιο τρυφερά τους χρόνια. Υπονόμευσε βίαια την πορεία της Ελλάδας.
Σε λίγες μέρες, στη Βιάννο, στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τα Ολοκαυτώματα και τις Γερμανικές Αποζημιώσεις, Ελληνες και Γερμανοί, θα θέσουμε την κυβέρνηση, τη Βουλή και συνολικά το πολιτικό σύστημα προ των ευθυνών τους. Ανυποχώρητος αγώνας για δικαιοσύνη και αποζημίωση!
*Διδάσκων στο ΕΑΠ, συγγραματέας του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα