ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)
Αργοπορία
Έφυγε γρήγορα το καλοκαίρι: Δεν προφτάσαμε.
Μεγάλα σύγνεφα κρέμονται πάνω απ’ τα βουνά
σαν προσωπεία αρχαίας τραγωδίας. Τι να κάνουμε;
Τα παπούτσια μας, όσο παλιά, πάντοτε μας στενεύουν λίγο.
Μας στενεύει το φως, μας στενεύει το σύγνεφο.
Φτάνουμε μπροστά σ’ ένα ανθισμένο δέντρο
μπροστά στο ψωμί, μπροστά στο νερό,
μπροστά στο πιο αυριανό παράθυρο
κάπως αμήχανοι, λαχανιάζοντας,
με την αίσθηση μιας αιώνιας καθυστέρησης.
Τόσο μακριά τραβήξαμε, λοιπόν;
Παιδικό
Στο λιμανάκι η θάλασσα αντιγράφει
τα φύλλα και τα σύγνεφα και τα πουλιά
ωραία, προσεχτικά και καλλιγραμμένα-
ο αγέρας που και που με κάτι γαλανές χοντρές γραμμές
υπογραμμίζει βιαστικά τα λάθη της.
Μα αυτός που γράφει ολημερίς κοιτάζοντας τη θάλασσα
δεν κάνει ούτε ένα λάθος, -πικραμένη μου γαλήνη,-
κι όλο προσμένει την αγάπη αμίλητος
να υπογραμμίσει την καρδιά του – μόνο λάθος.
Στο Νοσοκομείο
Ήσυχο απόγευμα. Μια καμινάδα, στέγες, η γραμμή του λόφου
ένα ελάχιστο σύννεφο. Με πόση αγάπη
κοιτάς απ’ τ’ανοιχτό παράθυρο τον ουρανό
σα να τον αποχαιρετάς. Κι αυτός σε κοιτάζει. Αλήθεια,
τι πήρες; τι έδωσες; Δεν έχει καιρό να λογαριάσεις.
Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη
την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση.
Όλη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση. Τι γρήγορα
που μαδούν τα τριαντάφυλλα. Γι’ αυτό κι εσύ θα φύγεις
παρέα με την όρθιαν αρκουδίτσα που κρατάει
ένα μεγάλο πλαστικό τριαντάφυλλο στα μπροστινά της πόδια.
Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο
Νησί πικρό, νησί γλυκό, νησί τυραγνισμένο,
κάνω τον πόνο σου να πω και προσκυνώ και μένω.
Εσύ της θάλασσας ρυθμός, ολάνθιστο κλωνάρι
πως σου μαδήσαν τ’ άνθια σου διπλοί, τριπλοί βαρβάροι.
Τα θλιβερά που σεργιανάν τριγύρω σου τα ψάρια, –
κι οι αντίχριστοι να παίζουνε την τύχη σου στα ζάρια.
Κουράγιο, μικροκόρη μας, που μας εγίνεις μάνα
ύμνος και θρήνος της ζωής κι ανάστασης καμπάνα.