[Ένα ποίημα του Δημήτρη Δεσύλλα στη μνήμη του Γιώργου Δελαστίκ]
Καλπάζοντας με το ατίθασο άτι της πένας του
ξεπέρασε την καθηλωτική δύναμη της μιζέριας,
για να δει αποστασιοποιημένα και σφαιρικά
το απέραντο τέλμα των επίγειων πραγμάτων.
Είδε κοπάδια λαών να βοσκάνε λαίμαργα
στα μεγάλα λιβάδια της τηλεοπτικής αποχαύνωσης,
έχοντας πλήρη την ελευθερία του μηρυκασμού
ανάμεσα στο άρμεγμα και στη σφαγή τους.
Παρατήρησε έναν πλανήτη αενάως περιστρεφόμενο
μέσα στις βαριές και αποπνικτικές αναθυμιάσεις,
της φτώχειας, της βλακείας, της αλαζονείας
και στην προσμονή μιας ευεργετικής καθαρτήριας βροχής.
Σκαρφάλωσε στα αλλεπάλληλα κύματα της δυνατότητας,
ανάμεσα στην πλήρη καταστροφή και την αναγέννηση,
στην ανείπωτη βαρβαρότητα και την ελευθερία,
στην τυραννία της ασχήμιας και τον θρίαμβο του ωραίου.
Αποφάσισε τότε να κατέβει στη γη
με το αλεξίπτωτο των ανατρεπτικών ελπίδων
και προσγειώθηκε σε ένα ολάνθιστο περιβόλι
μέσα σε νέους και νέες που τραγουδούσαν το μέλλον.
20/10/2020