Ήττες και νίκες: άρθρο του Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα
Λίγο μετά την οριακή ήττα του λαϊκού στρατοπέδου της Βολιβίας στο δημοψήφισμα για την τροποποίηση του Συντάγματος, ο αντιπρόεδρος της χώρας Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα πραγματοποίησε μια σημαντική παρέμβαση που εξηγεί τους λόγους της αποτυχίας. Αποφεύγοντας τις εύκολες δικαιολογίες, ο Λινέρα επισημαίνει τις βαθιές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που έχουν επισυμβεί σε σχέση με την πρώτη, ορμητική περίοδο των αλλεπάλληλων νικών – αλλαγές που διαφοροποιούν το πλαίσιο και τον τρόπο διεξαγωγής του αγώνα.
Και τονίζει ότι αυτή η «τακτική μόνο ήττα» βοηθά στην έγκαιρη καταπολέμηση της καθησυχαστικής νωθρότητας που είχε επικρατήσει, τη στιγμή που απαιτείται «το μέγιστο των δυνάμεων, το μέγιστο της ευφυΐας και το μέγιστο της τόλμης του λαϊκού κινήματος».
Όταν κάποιος πετάει μια πέτρα σ’ ένα κρυστάλλινο ποτήρι κι αυτό σπάει, προκύπτει συχνά το ερώτημα: Γιατί σπάει το ποτήρι; Σπάει λόγω της πέτρας που το χτύπησε; Ή μήπως επειδή το ποτήρι είναι εύθραυστο και συνεπώς η πέτρα το θρυμματίζει εύκολα; Πρόκειται για μια ερώτηση που συνήθως έθετε ο κοινωνιολόγος Πιερ Μπουρντιέ για να εξηγήσει ότι μόνο το δεύτερο ενδεχόμενο ήταν σωστό, επειδή σου επιτρέπει να ανακαλύψεις τις συνθήκες μετασχηματισμού του αντικειμένου στην εσωτερική διαμόρφωσή του.
Στην περίπτωση του δημοψηφίσματος της 21ης Φλεβάρη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρξε μια πολιτική εκστρατεία ενορχηστρωμένη από ξένους συμβούλους. Οι μυστικές επισκέψεις της «μη κυβερνητικής οργάνωσης» NDI (Εθνικό Δημοκρατικό Ινστιτούτο) που εξαρτάται από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, η εκπαίδευση διαδικτυακών ακτιβιστών, τα συνεχή ταξίδια των ηγετών της αντιπολίτευσης στη Νέα Υόρκη –όχι ακριβώς για χειμερινή αναψυχή– φανερώνουν έναν εξωτερικό σχεδιασμό που άσκησε σημαντική επιρροή. Αλλά, όπως ακριβώς η πέτρα που εκτοξεύθηκε στο ποτήρι, αυτή η εξωτερική δράση κατάφερε να επηρεάσει μόνο λόγω των εσωτερικών συνθηκών της πολιτικής πραγματικότητας της Βολιβίας – αυτή είναι λοιπόν που χρήζει ανάλυσης.
Η νέα δομή των κοινωνικών τάξεων
Το γεγονός ότι μέσα σε 10 χρόνια το 20% του πληθυσμού της Βολιβίας πέρασε από την ακραία φτώχεια στη μεσαία τάξη ήταν μια πράξη δικαιοσύνης κι ένα ρεκόρ κοινωνικής ανέλιξης. Ήταν επίσης μια διαδικασία ταξικής κινητικότητας (1) που μετέβαλε όλη την αρχιτεκτονική των κοινωνικών τάξεων στη Βολιβία. Αν προσθέσουμε σ’ αυτό και το ότι, στην ίδια χρυσή δεκαετία, η διαφορά μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων μειώθηκε από 128 φορές σε 39, και ότι η κοινωνική «ανωτερότητα» των λευκών έπαψε να αποτελεί ένα πλεονέκτημα που διευκόλυνε την κοινωνική ανέλιξη (αντίθετα, σήμερα είναι η ιθαγενική καταγωγή που διευκολύνει την πρόσβαση στη δημόσια διοίκηση και στην αναγνώριση), καταδεικνύεται ότι η σύνθεση των κοινωνικών τάξεων της Βολιβίας επαναδιαμορφώθηκε. Και, συγχρόνως, επαναδιαμορφώθηκαν οι συλλογικές ευαισθησίες, ή αυτό που ο Αντόνιο Γκράμσι ονομάζει «κοινή λογική» – δηλαδή ο τρόπος οργάνωσης και αντίληψης του κόσμου είναι σήμερα διαφορετικός απ’ αυτόν που κυριαρχούσε στις αρχές του 21ου αιώνα.
Οι σημερινές λαϊκές κοινωνικές τάξεις δεν είναι πλέον ίδιες μ’ εκείνες που πραγματοποίησαν την εξέγερση του 2003. Σήμερα οι αγρότες που ποτίζουν τα χωράφια τους ελέγχουν οι ίδιοι τα αρδευτικά δίκτυα. Οι μεταλλωρύχοι και οι βιομηχανικοί εργάτες έχουν πενταπλασιάσει το μισθό τους. Το 80% των κατοίκων των υψιπέδων, που αγωνίστηκαν για το φυσικό αέριο, απολαμβάνει πλέον την παροχή οικιακού αερίου. Οι αγροτικές και ιθαγενείς κοινότητες κατέχουν εξαπλάσια έκταση γης σε σχέση με τον επιχειρηματικό τομέα. Οι δε Αϊμάρας και Κέτσουας, που στο παρελθόν ήταν περιθωριοποιημένοι λόγω της ιθαγενικής καταγωγής τους, τώρα ηγούνται της «ιθαγενοποίησης» του βολιβιάνικου Κράτους. Υπάρχει, λοιπόν, μια εκδημοκρατισμένη οικονομική και πολιτική εξουσία στη λαϊκή βάση, η οποία τροποποιεί τις μεθόδους κοινωνικών αγώνων που αποσκοπούν στο να υπηρετεί το Κράτος τις ανάγκες της.
Παράλληλα, η αστικοποίηση (2) έχει αυξηθεί αλλά, κυρίως, οι αστικές υπηρεσίες παιδείας, υγείας, επικοινωνιών και μεταφορών έχουν επεκταθεί στις αγροτικές περιοχές, διευρύνοντας τις διαδικασίες ατομικοποίησης των νέων γενεών, διαφοροποιώντας τις πηγές πληροφόρησης και οικοδόμησης της κοινής γνώμης πέραν των παραδοσιακών, δηλαδή του συνδικάτου ή της συνέλευσης. Σ’ αυτά ας προσθέσουμε το γεγονός ότι, αφού πέρασε η περίοδος της εξεγερσιακής κοινωνικής ανόδου (2003-2009), ακολουθεί αναπόφευκτα μια κοινωνική παλινδρόμηση, μια συντεχνιακή αναδίπλωση η οποία αποδυναμώνει τις κοινωνικές οργανώσεις και την παραγωγή ενός παγκόσμιου οράματος. Έτσι είναι φυσιολογική μια περίοδος κοινωνικής αποπολιτικοποίησης που περιορίζει τον κεντρικό ρόλο των συνδικάτων ως προνομιακού πυρήνα οικοδόμησης της λαϊκής κοινής γνώμης, την οποία διευρύνει προς μια ποικιλία άλλων πηγών όπως τα μέσα επικοινωνίας, η κρατική διαχείριση, τα κοινωνικά δίκτυα κ.λπ.
Η εθνική κοινότητα που αγωνιζόταν κατά των ιδιωτικοποιήσεων, η οποία απογυμνωνόταν από τους πόρους της και διεκδικούσε την ανάκτησή τους, ή η πληγωμένη κοινότητα των θυμάτων της σφαγής του Οκτώβρη του 2003, που αποτέλεσαν τη βάση της επαναστατικής ανόδου μεταξύ 2000 και 2006, δημιούργησαν έναν άλλον τύπο διεκδικητικών κοινοτήτων, περισσότερο διάσπαρτων γεωγραφικά, περισσότερο προσανατολισμένων στη διαχείριση αναπτυξιακών σχεδίων ή εκπαιδευτικών προοπτικών ατομικού χαρακτήρα. Πρόκειται για κοινότητες που δημιουργήθηκαν μέσω του διαδικτύου ή των μέσων επικοινωνίας, που μεταλλάσσουν όχι μόνο τις μεθόδους του αγώνα αλλά και το ίδιο το περιεχόμενό του, τις αντιλήψεις περί του επιθυμητού, του αναγκαίου και του κοινού.
Συνολικά, η δομή των κοινωνικών τάξεων έχει μεταβληθεί. Ο εκδημοκρατισμός στην πρόσβαση στους οικονομικούς πόρους, κλειδί του μοντέλου ανάπτυξης της Βολιβίας, επέτρεψε την ταχεία κοινωνική άνοδο των φτωχών στρωμάτων και τη μείωση της οικονομικής απόστασης από τα πλουσιότερα στρώματα της κοινωνίας. Η ραγδαία υποτίμηση της «ανωτερότητας» των λευκών ως εθνικού κεφαλαίου κοινωνικής καθιέρωσης, μαζί με τη μετατροπή της συσπείρωσης στα συνδικάτα σε κοινωνικό και πολιτικό κεφάλαιο, αναβαθμισμένο από το Κράτος ώστε να έχει ο καθένας πρόσβαση σε δικαιώματα, θέσεις και δημόσια αξιώματα, έχουν αλλάξει την υλική σύνθεση των κοινωνικών τάξεων, καθώς και τη σχέση μεταξύ τους. Η φυσιολογική και προβλέψιμη αναδίπλωση της κοινωνίας μετά από μια μεγάλη περίοδο εξεγέρσεων (2000-2009), ανέδειξε ατομικές στρατηγικές κοινωνικού ταξικού επαναπροσδιορισμού, αλλά επίσης κι ένα είδος προσωρινής «απογοήτευσης» από τη συλλογική δράση, δημιουργώντας νέα πλαίσια μιας αμβλυμένης πολιτισμικής αντίληψης και πολιτικής διαθεσιμότητας. Αν, δε, λάβουμε υπόψη ότι ένα σημαντικό μέρος των συνδικαλιστικών στελεχών περνούν σταδιακά στη δημόσια διοίκηση (δημαρχεία, υπουργεία, νομοθετικές συνελεύσεις κ.λπ.), έχουμε ένα σκηνικό εσωτερικής και παροδικής αποδυνάμωσης των επιπέδων καθοδήγησης των κοινωνικών οργανώσεων, οι οποίες νωρίτερα είχαν συγκεντρώσει την πολιτική λειτουργία της κοινωνίας.
Βρισκόμαστε, συνεπώς, όχι μόνο μπροστά σε μια νέα ταξική διάρθρωση, αλλά επίσης ενώπιον νέων πολιτιστικών πλαισίων κινητοποίησης και αντίληψης του κόσμου. Έτσι, η συνέλευση του συνδικάτου ή της κοινότητας, που μετατράπηκε σε εκλογικό κεφάλαιο το 2005 ή το 2009, και μετά διαχύθηκε σε τομείς της ατομικοποιημένης κοινωνίας των πολιτών, σήμερα δεν αρκεί για να παράξει το ίδιο εκλογικό αποτέλεσμα. Αναμφίβολα, ο εργατικός συνδικαλιστικός κόσμος, ο κόσμος των ιθαγενών αγροτών και οι φτωχοί πολίτες εξακολουθούν να είναι το πιο σταθερό και πιστό προπύργιο στη διαδικασία της αλλαγής – κι αυτό επαληθεύτηκε ξανά στις τελευταίες εκλογές με εξαιρετικές χειρονομίες, όπως η δωρεά ενός μεροκάματου εκ μέρους των προλετάριων μεταλλωρύχων του Ουανούνι για την προεκλογική εκστρατεία. Αλλά δεν έχει πλέον την ίδια απήχηση στην κοινωνία.
Έχουν προκύψει νέες κοινωνικές συλλογικότητες μεταξύ των λαϊκών τάξεων και στις διάφορες μεσαίες τάξεις λαϊκής προέλευσης, οι οποίες είναι πιο άστατες λόγω διαμονής, σπουδών ή κοινωνικών δικτύων. Συλλογικότητες που εκκινούν από άλλα σημεία αναφοράς και από διαφορετικά συμφέροντα, πολλές φορές ατομικού χαρακτήρα. Ως επαναστατική κυβέρνηση, βοηθήσαμε να αλλάξει ο κόσμος. Ωστόσο, στην εκλογική δράση, σ’ ένα μέρος των δικών μας δράσεων, συνεχίζαμε ακόμη να δρούμε σαν να μην έχει αλλάξει ο κόσμος. Καταφύγαμε σε μέσα κινητοποίησης και πληροφόρησης ανεπαρκή για τη νέα κοινωνική δομή των τάξεων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, χρησιμοποιήσαμε ερμηνευτικά πλαίσια του κόσμου που δεν ανταποκρίνονταν πλέον στο σημερινό κοινωνικό momentum.
Ηγεμονία δεν σημαίνει συνέχιση της ηγεσίας
Η ισχύς μιας επαναστατικής διαδικασίας εδράζεται στην καθιέρωση ενός πλαισίου ερμηνείας του κόσμου, βάσει του οποίου οι άνθρωποι, οι κυρίαρχες και οι κυριαρχούμενες τάξεις, οργανώνουν την καθημερινότητά τους και το μέλλον τους. Ο Ντουρκχάιμ το αποκαλούσε δομές ηθικού και λογικού κομφορμισμού της ζωής σε κοινότητα. Και ένα ηγετικό κοινωνικό μπλοκ που είναι ικανό να καθοδηγήσει ενεργητικά αυτές τις δομές, αποτελεί το ηγεμονικό κοινωνικό μπλοκ. Η διαδικασία της αλλαγής δημιούργησε μια βάση ερμηνείας και οργάνωσης του κόσμου: Πολυεθνικό Κράτος, ισότητα των εθνών και των ιθαγενών λαών, πλουραλιστική οικονομία με κρατική καθοδήγηση, αυτονομίες.
Σήμερα δεξιοί και αριστεροί κινούνται γύρω απ’ αυτές τις ερμηνευτικές παραμέτρους, οι οποίες ρυθμίζουν το πλαίσιο του εφικτού και του επιθυμητού που είναι κοινωνικά αποδεκτό. Σήμερα ο απλός κόσμος δίνει σχήμα στα προσωπικά σχέδια και τις προσδοκίες του μέσα από ένα ενδυναμωμένο σύστημα ιδεών για το μέλλον, έτσι όπως αυτό εκφράζεται από το σχέδιο Πατριωτική Ατζέντα του 2025, και δεν έχει απέναντί του κανένα άλλο κρατικό και οικονομικό σχέδιο που να το επισκιάζει. Με αυτήν την έννοια, μιλάμε για ένα μονοπολικό πολιτικό περιβάλλον. Το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Έβο έχει μια δημοφιλία και στήριξη στη διακυβέρνηση που αγγίζει το 80%, σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες δημοσκοπήσεις, επιβεβαιώνει αυτό το ηγεμονικό γεγονός.
Ωστόσο, όταν στις δημοσκοπήσεις τίθεται στους πολίτες το ερώτημα αν συμφωνούν με την εκ νέου υποψηφιότητα του Προέδρου Έβο, μόνο το ήμισυ όσων υποστηρίζουν τη διακυβέρνηση απαντά θετικά (3). Η υποστήριξη στο σχεδιασμό του Κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας δεν είναι η ίδια με τη στήριξη στη νέα υποβολή υποψηφιότητας. Ή, με άλλα λόγια, η ηγεμονία δεν ταυτίζεται ευθέως με τη συνέχιση της ηγεσίας.
Πιθανόν να ευθύνεται η φυσιολογική δυσπιστία προς μια μακροχρόνια διαχείριση. Όπως και να ’χει, πάνω σ’ αυτό το εκλογικό σώμα, που έδινε τη στήριξή του στη διακυβέρνηση αλλά όχι στη νέα υποψηφιότητα, επικεντρώθηκε όλο το βαρύ πυροβολικό της εκστρατείας, τόσο της αντιπολίτευσης όσο και του κυβερνώντος κόμματος. Η αντιπολίτευση στηρίχτηκε γρήγορα σε μια βάση χονδροειδών απόψεων, αλλά επεξεργασμένη προ πολλού με τη στήριξη «διεθνών οργανισμών», υποστηρίζοντας ότι οι επαναστατικές κυβερνήσεις της αριστεράς είναι «αυταρχικές», «καταχρηστικές», «θέλουν να κυβερνούν εσαεί» κ.λπ. Και έτσι η εκ νέου θέση υποψηφιότητας συνδυάστηκε γρήγορα με τη λογική περί «κατάχρησης», «αυταρχισμού» κ.λπ.
Επιπλέον, ορισμένοι αριστεροί του «καφενείου» υιοθέτησαν αυτό το αφήγημα, και κατά συνέπεια η διάδοσή του υπήρξε ευρύτατη. Στο μεταξύ το κυβερνών κόμμα έπρεπε να κάνει διπλάσια προσπάθεια για να δώσει εξηγήσεις. Πρώτον, να καταδείξει με έμφαση ότι αυτοί που δεν ήθελαν τη νέα υποψηφιότητα ήταν η παλιά δεξιά των ιδιωτικοποιήσεων, και στη συνέχεια ότι η νέα υποψηφιότητα εγγυόταν τη συνέχιση της διαδικασίας της αλλαγής. Σ’ αυτή τη διττή εξήγηση χάθηκε η δύναμη της απλότητας του εκλογικού συνθήματος, ενώ απέναντί μας είχαμε ένα εξαιρετικά επεξεργασμένο πλαίσιο που είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο ακριβώς λόγω της απλοϊκότητάς του.
Τα δίκτυα: νέοι χώροι αγώνα
Πρόσφατα βρέθηκα στο Σαν Πέδρο της Κουραουάρα, έναν απομακρυσμένο δήμο κοντά στα σύνορά μας με τη Χιλή. Οι Μάλκους και οι Μαματάλας μας υποδέχθηκαν με αγάπη και ήταν πολύ καλά οργανωμένοι. Είχαν αποφασίσει στη συνέλευσή τους τα θέματα συζήτησης, καθώς και τους ομιλητές. Ήρθαν ακόμη να με υποδεχτούν σπουδαστές, που είχαν όλοι ένα smartphone παρόμοιο με το δικό μου και, παρ’ όλο που δεν είχαν πάρει μέρος στη συνέλευση των κοινοτήτων, είχαν ενημερωθεί τηλεφωνικά ή με το WhatsApp ότι ερχόμασταν στην περιοχή.
Αυτό που είδα στην Κουραουάρα επαναλαμβάνεται σε όλη τη Βολιβἰα. Το ίντερνετ και τα δίκτυα έχουν ανοίξει μια νέα υλική βάση επικοινωνίας, τόσο σημαντική όσο κι αυτές του παρελθόντος: η τυπογραφία το 18ο αιώνα, το ραδιόφωνο στις αρχές του 20ού, η τηλεόραση στα τέλη του ίδιου αιώνα. Πρόκειται για μέσα επικοινωνίας ολοένα και πιο παγκόσμια, που ήρθαν για να μείνουν και τα οποία τροποποιούν όχι μόνο το πολιτιστικό και εκπαιδευτικό οικοδόμημα των κοινωνιών, αλλά και τον τρόπο άσκησης πολιτικής και του αγώνα για την κοινή λογική.
Η μαζικότητα και η καινοτομία αυτής της νέας υλικής βάσης επικοινωνίας προκάλεσε μια υπερβολική επικοινωνιακή αναστάτωση, που χρησιμοποιήθηκε επιτυχώς από τις πολιτικές δυνάμεις της δεξιάς, οι οποίες διέθεσαν χρήματα και ειδικούς στον κυβερνοχώρο στην υπηρεσία ενός βρώμικου πολέμου χωρίς προηγούμενο στη δημοκρατία μας. Ενός βρώμικου πολέμου που ξέβρασε όλη την κοινωνική ελεεινότητα στο πεδίο της κοινής γνώμης. Είναι σαφές ότι τα κοινωνικά δίκτυα καθαυτά δεν ευθύνονται για το βρώμικο πόλεμο. Είναι η δεξιά, που δεν είχε κανένα ενδοιασμό γι’ αυτόν τον μονόπλευρο βρώμικο πόλεμο, αυτή που ευτέλισε το μέσον.
Η δεξιά, επιπλέον, κατάφερε να δημιουργήσει μια διάρθρωση σε πραγματικό χρόνο μεταξύ παραδοσιακών μέσων επικοινωνίας (εφημερίδες, τηλεόραση και ραδιόφωνο) και κοινωνικών δικτύων, με τέτοιο τρόπο ώστε μια πληροφορία ή μια καταγγελία –διοχετευμένη, παραδείγματος χάριν, από το ραδιόφωνο– διέθετε ακαριαία ένα μικρό στρατό επαγγελματιών ακτιβιστών για να την αναπαράξουν, να τη διευρύνουν και να την μετατρέψουν σε viral. Έτσι προσέγγιζε χιλιάδες ακολούθους οι οποίοι, πριν το βραδινό δελτίο ειδήσεων ή την πρωινή εφημερίδα, τη γνώριζαν ήδη και αναζητούσαν περισσότερη πληροφόρηση. Κατά τον ίδιο τρόπο, ένα ψεύδος κατασκευασμένο από τα δίκτυα μπορούσε να βρει με προσχεδιασμένο τρόπο το γραπτό του αντίστοιχο την επόμενη μέρα, επιμηκύνοντας έτσι την κοινωνική ζωή μιας «είδησης» που, αλλιώς, θα είχε διαλυθεί στην εφήμερη ύπαρξη, η οποία αποτελεί ίδιον των κοινωνικών δικτύων.
Κι εμείς; Ασκήσαμε ερασιτεχνική άμυνα ενώ βρισκόμασταν σ’ ένα περιβάλλον βαριάς επικοινωνιακής βιομηχανίας. Τελικά κι αυτό συνέβαλλε στην ήττα. Στο μέλλον είναι σαφές ότι τα κοινωνικά κινήματα και το κυβερνών κόμμα πρέπει να εντάξουν στην γκάμα των κινητοποιήσεών τους και τα κοινωνικά δίκτυα ως προνομιούχο χώρο στη διαμάχη για την καθοδήγηση της κοινής λογικής. Άρα πρέπει να εκδημοκρατίσουμε κι άλλο την πρόσβαση των λαϊκών στρωμάτων σ’ αυτό το μέσο επικοινωνίας. Αυτό θα επιτρέψει να μην μονοπωλεί τη συζήτηση στα κοινωνικά δίκτυα η παραδοσιακή μεσαία τάξη – η οποία, στη διάρκεια της επαναστατικής δεκαετίας, είχε πάντα συντηρητική στάση και τώρα φαίνεται ότι αυτή είναι που διαμορφώνει την κοινή γνώμη στα κοινωνικά δίκτυα.
«Μέχρι το 2005 οι ιθαγενείς, αν και αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού της Βολιβίας, ήταν «αόρατοι». Μια ολιγάριθμη λευκή άρχουσα τάξη, υποστηριζόμενη από τη Δύση, τους καταπίεζε και τους εκμεταλλευόταν επί αιώνες. Έτσι, η εκλογή του ιθαγενούς Έβο Μοράλες μετά από μεγάλους και αιματηρούς αγώνες δεκαετιών αποτέλεσε πραγματικό σεισμό και σηματοδότησε την έναρξη μιας διαδικασίας «ιθαγενοποίησης» ολόκληρου του κράτους».
Ενωμένη αντιπολίτευση
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 15 χρόνων οι εκλογικές μάχες δόθηκαν ενάντια σε μια κατακερματισμένη συντηρητική παράταξη της δεξιάς. Από τις εκλογές του 2002 μέχρι αυτές του 2014, η πολιτική δεξιά παρουσίαζε πολλαπλές υποψηφιότητες, που διασκόρπιζαν τη δεξιά ψήφο. Αντίθετα, η πολιτική αριστερά βασίστηκε σε μία και μόνο υποψηφιότητα, υποστηριζόμενη επιπλέον από ένα και μόνο μπλοκ κοινωνικής αριστεράς (συνδικάτα, κοινότητες, συνελεύσεις κατοίκων).
Το 2016 αυτό το σκηνικό έχει αλλάξει. Παρ’ όλες τις διαφωνίες της, η δεξιά κατάφερε να συσπειρωθεί γύρω από μία και μόνη θέση: αυτή του «Όχι». Επιπλέον, κατάφερε να συμπαρασύρει τα θραύσματα μιας «απογαλακτισμένης αριστεράς», που παλαιότερα είχε υποστηρίξει τον Γκονζάλο Σἀντσες ντε Λοσάδα στην κυβερνητική του θητεία.
Ο παλιός κατακερματισμός της δεξιάς βελτίωνε σαφέστατα την εκλογική θέση του ΜΑS (4), που εμφανιζόταν ως η μοναδική δύναμη με πραγματική βούληση διακυβέρνησης. Εν τούτοις, όταν η δεξιά συνενώθηκε ενόψει του δημοψηφίσματος, εξαφανίστηκαν προσωρινά οι ρωγμές και οι εσωτερικές συγκρούσεις της, που την αποδυνάμωναν έναντι του ΜΑS. Έτσι, το «όλοι κατά του ΜΑS» επέτρεψε να ανέβουν στο ίδιο όχημα οι πάντες: από τους κλασικούς φασίστες ως τους μετριοπαθείς δεξιούς και τους ντροπιασμένους τροτσκιστές. Και, σ’ ένα γκροτέσκο πολιτικό παιχνίδι που θα μείνει αξέχαστο, τη νύχτα της 21ης Φεβρουαρίου ενώθηκαν σε ένα σφιχτό εναγκαλισμό αυτοί που μερικά χρόνια πριν άρπαζαν μπαστούνια του μπέιζμπολ για να σπάσουν τα κεφάλια των εργατριών γης με μερικούς πρώην αριστερούς, που κάποτε υπερθεμάτιζαν από το γραφείο τους για τα δικαιώματα των ιθαγενών.
Τελικά, η ήττα του «Ναι» ταρακούνησε τις κοινωνικές οργανώσεις των ιθαγενών, των αγροτών, των κατοίκων των φτωχογειτονιών, των νέων, των εργατών, όλων αυτών που υποστηρίζουν τη διαδικασία της αλλαγής. Και αυτό συνέβη για καλό και την κατάλληλη στιγμή. Την κατάλληλη στιγμή, διότι απομένουν τέσσερα χρόνια για να διορθωθούν λάθη, δεδομένου ότι πρόκειται για μια τακτική μόνο ήττα στην πορεία μιας στρατηγικής επίθεσης και νίκης της διαδικασίας αλλαγής. Και για καλό, διότι οι επαναλαμβανόμενες νίκες των τελευταίων δέκα ετών είχαν δημιουργήσει μια επικίνδυνη εμπιστοσύνη και νωθρότητα, ενώ βρισκόμαστε σ’ ένα σκηνικό διαρκώς μεταλλασσόμενου ταξικού αγώνα που απαιτεί το μέγιστο των δυνάμεων, το μέγιστο της ευφυΐας και το μέγιστο της τόλμης του λαϊκού κινήματος.
Διότι οι επαναστάσεις προχωρούν επειδή μαθαίνουν από τις ήττες τους. Ή, για να το πούμε με τα λόγια του Καρλ Μαρξ, οι κοινωνικές επαναστάσεις «κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τους τον εαυτό, διακόπτουν κάθε τόσο την ίδια τους την πορεία, ξαναγυρίζουν σ’ εκείνο που φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, περιγελάνε µε ωμή ακρίβεια τις μισοτελειωμένες δουλειές, τις αδυναμίες και τις ελεεινότητες των πρώτων τους προσπαθειών, φαίνονται να ξαπλώνουν κάτω τον αντίπαλό τους µόνο και µόνο για να του δώσουν την ευκαιρία να αντλήσει καινούριες δυνάμεις από τη γη και να ορθωθεί πάλι πιο γιγάντιος μπροστά τους, οπισθοχωρούν συνεχώς μπροστά στην ακαθόριστη απεραντοσύνη των σκοπών τους, ώσπου να δημιουργηθεί η κατάσταση η οποία κάνει αδύνατο κάθε πισωγύρισμα και όπου οι ίδιες οι περιστάσεις φωνάζουν: Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!»
* Ο Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα είναι αντιπρόεδρος του Πολυεθνικού Κράτους της Βολιβίας. Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύθηκε την Κυριακή 6 Μαρτίου στο δικτυακό τόπο της Αντιπροεδρίας (www.vicepresidencia.gob.bo), και στο έντυπο φύλλο 304 του Δρόμου της Αριστεράς σε ελαφρά συντετμημένη μορφή. Εδώ αναρτάται το πλήρες κείμενο.
Μετάφραση: Σπυριδούλα Συλλιγαρδάκη.
1 Ο Λινέρα χρησιμοποιεί στα ισπανικά τους όρους «desclasamiento y reenclasamiento social» για να περιγράψει τη διαδικασία μετάβασης από μία κοινωνική τάξη σε μία άλλη.
2 Η τάση μετοίκησης από την ύπαιθρο προς τα μεγάλα αστικά κέντρα.
3 Το δημοψήφισμα της 21ης Φλεβάρη αφορούσε τροποποίηση του Συντάγματος, ώστε να μπορεί να θέσει για τέταρτη συνεχή φορά υποψηφιότητα για το προεδρικό αξίωμα ο Έβο Μοράλες (βλ. σχετικά άρθρα στα φύλλα 300, σελ. 15, και 301, σελ. 15). Η τροποποίηση απορρίφθηκε από το 51,3% των ψηφοφόρων.
4 «Κίνημα προς το Σοσιαλισμό», το κόμμα-κίνημα που υποστηρίζει την κυβέρνηση του Έβο Μοράλες και έχει αποσπάσει την απόλυτη πλειοψηφία σε όλες τις βουλευτικές και προεδρικές εκλογές από το 2005 μέχρι σήμερα.
Δημοσιεύθηκε στην εφ. «Δρόμος της Αριστεράς»