Ένωση Ευρωπαϊκών Στρατοκρατικών Δημοκρατιών

Του Κ. Αργυρού

Η ΕΕ (πρώην ΕΟΚ) αυτοδιαφημιζόταν ως ένα «πρότζεκτ της ειρήνης». Καμάρωνε για επτάμιση δεκαετίες ειρήνης και σταθερότητας στην ήπειρο, κάνοντας τα στραβά μάτια για κάποια «παρατράγουδα», όπως η εισβολή στην Κύπρο ή η διάλυση με βίαιο τρόπο της Γιουγκοσλαβίας, που έχει ακόμα αφήσει ανοικτές πληγές σε Κόσοβο και Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Τώρα, αποφάσισε να ντύσει στο χακί το λευκό περιστέρι της ειρήνης, που τόσο πολύ φρόντιζε και αγαπούσε.

Η νέα «στρατηγική της πυξίδα», που ήδη είχε σχολιαστεί αρνητικά ως ένα κείμενο που μοιάζει να σκέφτεται τον πόλεμο, όταν είχε πρωτοπαρουσιαστεί το περασμένο φθινόπωρο, τώρα «φορτώθηκε» ακόμα περισσότερο, με αφορμή τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Πρόκειται για ένα κείμενο, που ουσιαστικά θέτει την Ευρώπη σε μια διαρκή στρατιωτική «ετοιμότητα». Πλέον η ΕΕ αυξάνει ραγδαία τις στρατιωτικές δαπάνες, ικανοποιώντας καθυστερημένα ένα πάγιο αίτημα των ΗΠΑ από την εποχή Τραμπ. Ψάχνει τρόπους για να εξαιρέσει από τον υπολογισμό του δημόσιου χρέους τους εξοπλισμούς. Δεν απορρίπτει ακόμα και την ιδέα ενός ευρωομολόγου, το οποίο θα χρηματοδοτήσει όλες αυτές τις «ανάγκες», κατά τα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης, ασχέτως αν το τελευταίο προχωρά με ρυθμούς χελώνας και δεν έχει δικαιώσει τις αρχικές εξαγγελίες. Ίσως με τις πολεμικές δαπάνες οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών να είναι πιο ανοιχτοχέρηδες. Άλλωστε, όπως δείχνει και το παράδειγμα της Γερμανίας, το βιομηχανικό-στρατιωτικό σύμπλεγμα έχει έτοιμες τις προτάσεις, για το τι «πραμάτεια» θα μπορούσε να παραδώσει στους Ευρωπαίους, για να τους καταστήσει «ετοιμοπόλεμους». Αυτή τη στιγμή τρεις μόνο χώρες της ΕΕ Γαλλία, Ελλάδα και Λετονία ξεπερνούν το 2% του προϋπολογισμού τους σε στρατιωτικές δαπάνες. Στόχος είναι να το ξεπεράσουν όλες.

Σπασμωδικές, βιαστικές αποφάσεις

Όλα αυτά συμβαίνουν τώρα με χαρακτήρα κατεπείγοντος, προφανώς για να μην χαθεί η συγκυρία. Μια κοινωνία σε σοκ από τη βάναυση ρωσική επίθεση, βομβαρδισμένη με εικόνες ανήμπορων ανθρώπων, που ξεκινούν για το άγνωστο με μια βαλίτσα μόνο στο χέρι, έχει ετοιμαστεί να δεχτεί οτιδήποτε την διαβεβαιώνουν ότι γίνεται για την προστασία της. Ακόμα και περικοπές σε μισθούς, αμοιβές, επιδόματα, κοινωνικές παροχές ή πρόσθετες επιβαρύνσεις για να χρηματοδοτηθεί η «αδιαμφισβήτητη» οικολογική-στρατιωτική μετάβαση σε ένα νέο ευρωπαϊκό μοντέλο.

Αυτό είναι το «οικονομικό» πρόβλημα αυτής της εσπευσμένης στροφής της Ευρώπης.

Το πολιτικό ζήτημα με την γιγαντιαία αύξηση των αμυντικών δαπανών είναι ότι δεν φαίνεται να κινείται προς μια γεωπολιτική απεξάρτηση από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Αντίθετα συνδέει ακόμα πιο στενά τους δύο διεθνείς οργανισμούς και επηρεάζει τις αποφάσεις των Ευρωπαίων και σε άλλα πεδία. Το εμπάργκο και η απεξάρτηση από ρωσικές ενεργειακές πηγές, ο περιορισμός των εμπορικών σχέσεων ειδικά σε τομείς αιχμής είναι μόνο μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα αποφάσεων που λαμβάνονται βιαστικά και χωρίς να στνυπολογίζονται οι πραγματικά ιστορικές τους διαστάσεις.

Και μπορεί ορισμένοι, όπως ο γάλλος πρόεδρος να ονειρεύονται εκτός από την ενεργειακή και μια αμυντική απεξάρτηση, αλλά όπως αποδεικνύεται, κάτι τέτοιο μοιάζει ανέφικτο, με τις δεδομένες πολιτικές ηγεσίες και συσχετισμούς στην Ευρώπη. Στην πράξη, η ηγεσία της ΕΕ υιοθετεί μια πολιτική, που θεωρεί δεδομένη την ένταση, τον χωρισμό του πλανήτη σε στρατόπεδα, τη γλώσσα της ισχύος ως τη μοναδική, που θα πρέπει να διέπει στο εξής τις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.

Η ΕΕ απέτυχε στην κρίση της Ουκρανίας και στον πόλεμο που ακολούθησε, να κάνει αυτό που έκανε ακόμα και σε δύσκολες περιόδους του ψυχρού πολέμου. Να προσπαθήσει να λειτουργήσει ως γέφυρα ανάμεσα στις αντίπαλες μεγάλες δυνάμεις να προσπαθήσει να συγκρατήσει την κούρσα των εξοπλισμών, να κρατήσει ζωντανούς τους διαύλους της επικοινωνίας, ακόμα και με τον «εχθρό», όπως αντιλαμβανόταν την Σοβιετική Ένωση.

Ανίκανη για ειρηνευτικές πρωτοβουλίες

Έκπληκτη η κοινή γνώμη βλέπει σήμερα χώρες με πολύ μικρότερο πληθυσμό ή ειδικό βάρος, όπως το Ισραήλ ή την Τουρκία να ρίχνουν γέφυρες, να προσφέρονται ή και να δρουν ως μεσολαβητές, να αυξάνουν το διπλωματικό τους κεφάλαιο και την Ευρώπη στριμωγμένη, να ακολουθεί με σφιγμένα τα δόντια αποφάσεις ή απαιτήσεις των ΗΠΑ.

Αυτά που ο κύριος Μπορέλ και η κυρία φον ντερ Λάιεν επιχειρούν να πουλήσουν ως «μακρόπνοο» σχεδιασμό δεν είναι παρά σπασμωδικές αντιδράσεις, αντιφατικές επικοινωνιακές επινοήσεις, που επιβεβαιώνουν το άγχος τους να εμφανιστούν ως «συγγραφείς της ιστορίας».

Η Ευρώπη δεν διεκδικεί την αναβάθμιση του ρόλου της και την αναβάθμισή της σε παγκόσμιο παίκτη, όπως επαίρεται, αλλά ουσιαστικά πλειοδοτεί σε αποφάσεις των ΗΠΑ, που την μετατρέπουν σε ουραγό τους. Οι μόνοι που μπορούν να αισθάνονται ικανοποιημένοι από τις εξελίξεις, είναι οι εκπρόσωποι της στρατιωτικής βιομηχανίας που εξασφαλίζουν μακροχρόνια και εγγυημένα συμβόλαια πολλών δισεκατομμυρίων, τα οποία ανατρέπουν τον προϋπολογισμό της ΕΕ και μετατοπίζουν το κέντρο βάρους του σε μια περίδο έτσι κι αλλιώς δύσκολη για την ευρωπαϊκή οικονομία.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι μέσα από αυτή την αντιπαράθεση η Ευρώπη δείχνει χωρίς προσανατολισμό για τη μελλοντική σχέση της με τη Ρωσία, με ή χωρίς Πούτιν. Οι Ευρωπαίοι συμπεριφέρονται σαν μικρά θυμωμένα παιδιά, που μπαζώνουν τα παράθυρα τους για να μην βλέπουν τον ενοχλητικό γείτονα.

Λες και ξεχάστηκε ο υπόλοιπος πλανήτης

Παράλληλα, η Ευρώπη συμπεριφέρεται λες και δεν υπάρχει άλλη ήπειρος στον πλανήτη, πλην της ίδιας και της Βόρειας Αμερικής. Ειδικά στην Αφρική και δευτερευόντως στην Λατινική Αμερική, οι Ευρωπαίοι χάνουν σταθερά σε αξιοπιστία. Η πρόσφατη ψηφοφορία καταδίκης της ρωσικής εισβολής στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ έδειξε για παράδειγμα μια απροθυμία σχεδόν 25 χωρών να ευθυγραμμιστούν με τη Δύση (17 ψήφισαν λευκό, 7 δεν ψήφισαν καν). Ειδικά στην Αφρική φαίνεται να εδραιώνει την παρουσία της η Κίνα, η οποία απέφυγε τη μονομερή καταδίκη της Μόσχας και επέλεξε ένα ρόλο διαμεσολαβητή, στηρίζοντας παράλληλα προσεκτικά τη ρωσική οικονομία και κοιτώντας προφανώς τι «κενά» μπορεί να αφήσει η αποχώρηση των δυτικών από τη ρωσική οικονομία.

Το επόμενο στοίχημα που πολλοί φοβούνται ότι κινδυνεύει να χάσει η Ευρώπη σχετίζεται με τη στάση που θα υιοθετήσει, σε περίπτωση που οι ΗΠΑ αναζητήσουν αφορμή για μετωπική σύγκρουση και με το Πεκίνο. Πολλοί θεωρούν κάτι τέτοιο αναπόφευκτο.

Ήδη την περασμένη Τετάρτη η υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, εξέδωσε αυστηρή προειδοποίηση προς τις κινεζικές εταιρείες που ενδέχεται να αψηφήσουν τους περιορισμούς των ΗΠΑ κατά των εξαγωγών στη Ρωσία, λέγοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα τους αποκόψουν από τον αμερικανικό εξοπλισμό και το λογισμικό που χρειάζονται για την παραγωγή των προϊόντων τους.

Στο κείμενο της στρατηγικής πυξίδας, η Κίνα εξακολουθεί να περιγράφεται ως εταίρος, ανταγωνιστής και αντίπαλος, αλλά το νέο σχέδιο υπογραμμίζει την ανησυχία για το γεγονός ότι «έχει αναπτύξει σημαντικά τα στρατιωτικά της μέσα και στοχεύει να έχει τις πιο προηγμένες τεχνολογικά ένοπλες δυνάμεις μέχρι το 2049, επηρεάζοντας την περιφερειακή και παγκόσμια ασφάλεια». Η κυβέρνηση της Λιθουανίας εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι «η Ευρώπη πρέπει να ορθώσει το ανάστημά της» απέναντι στην Κίνα, υπό το φως των πιέσεων, που ασκεί το Πεκίνο στη χώρα λόγω της αναθέρμανσης των διπλωματικών της σχέσεων με την Ταϊβάν. Η ίδια κυβέρνηση, που μαζί με άλλες βαλτικές πρωτοστάτησαν στις εκκλήσεις για σκληρά μέτρα κατά της Μόσχας.