Να μιλήσουμε για το κοινωνικό ζήτημα

Συντάκτης: 

Θανάσης Βασιλείου

Κάποια στιγμή είχε γίνει ο εξής διάλογος ανάμεσα στον περίφημο ντετέκτιβ Σέρλοκ Χολμς και τον κ. Λεστρέιντ της Σκότλαντ Γιαρντ, μια νύχτα που ο Λεστρέιντ από αμηχανία μιλούσε για τον καιρό και τις εφημερίδες. Ο Χολμς τον κοιτούσε επίμονα.


-Τίποτα αξιόλογο σ’ εκκρεμότητα; είχε ρωτήσει.
-Α, όχι, κύριε Χολμς, τίποτε ιδιαίτερο!
-Τότε μιλήστε μου γι’ αυτό.

Ας μιλήσουμε λοιπόν γι’ αυτό. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το σύνολο των ενηλίκων του πλανήτη έχει γεννηθεί τον 20ό αιώνα. Το 2018 είναι σημαντικό γιατί, τυπικά, θα μπει στη χορεία των ενηλίκων η πρώτη φουρνιά όσων γεννήθηκαν τον 21ο αιώνα, με μόνο ένα καθήκον: «γήρανση το συντομότερο δυνατό». Γιατί το λέω αυτό; Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση για την Παγκόσμια Ανισότητα του 2018, απλά, πλουτίζουν οι πλούσιοι και φτωχαίνουν οι περισσότεροι. Ποιοτικά παρόμοιες, αν και λιγότερο έντονες, τάσεις χαρακτηρίζουν το σύνολο των χωρών της Ευρώπης, όπως η Γαλλία, η Γερμανία αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο. Για την Ελλάδα, οι οικονομικοί-κοινωνικοί δείκτες είναι γνωστοί. Δεν χρειάζεται επανάληψη η ανεργία και η φτώχεια.

Αλλά αν μιλήσει ο Λα Ροσφουκό από τον μακρινό 17ο αιώνα, θα μας πει ότι σήμερα «ενοχλούμαστε συχνά μ’ αυτούς που διαπραγματεύονται διότι, πάντοτε σχεδόν, θυσιάζουν το συμφέρον των φίλων τους στο συμφέρον της επιτυχίας των διαπραγματεύσεων, οι οποίες μετατρέπονται, τελικά, σε δικό τους συμφέρον, μιας που θα έχουν την τιμή να λένε ότι πέτυχαν σε αυτό που είχαν αναλάβει».

Λοιπόν, «διασώθηκε» η Ελλάδα αλλά όχι οι Ελληνες. Κι αν θέλουμε να μιλήσουμε για το σχετικά πρόσφατο παρελθόν, το πράγμα φάνηκε από τη μήτρα του. Με την κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, το κράτος και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα διέσωσαν τους τραπεζίτες αλλά όχι τους πολίτες. Και, πιο συγκεκριμένα, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στο ευρωπαϊκό, μέχρι να φτάσουμε στην περίπτωση της Ελλάδας, βλέπουμε τη μετεξέλιξη του ίδιου μοντέλου: τις αλεπούδες να φυλάνε το κοτέτσι.

Οταν ο οικονομολόγος Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ έγραφε πριν από 40 χρόνια το «Η εποχή της αβεβαιότητας», περιέγραφε έναν γνώριμο κόσμο που βασανιζόταν πρόσκαιρα από τις «κρίσεις του πετρελαίου» και του στασιμοπληθωρισμού. Ομως, σε μια εποχή που οι προοπτικές για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν ρόδινες. Η Δανία, η Ιρλανδία και, κυρίως, η Βρετανία είχαν μόλις προσχωρήσει σε μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η τότε ΕΟΚ ήταν κεντρομόλος και όχι φυγόκεντρος∙ έλκυε. Η εικόνα της, με τόσα μανιφέστα ομοσπονδιοποίησης των λαών, ήταν η πολιτική εικόνα της Ενωσης στην οποία όλοι επιδίωκαν να ενταχθούν προκειμένου να επιτύχουν δημοκρατία και ταχύτερη ανάπτυξη.

Σήμερα, ο ιστορικός και φιλόσοφος Εντσο Τραβέρσο στο βιβλίο του «Τα νέα πρόσωπα του φασισμού» (Εκδόσεις του 21ου, 2017) διαπιστώνει –δεν είναι ο μόνος– ότι η Ευρώπη έχει απομακρυνθεί από το αρχικό σχέδιο των αλληλέγγυων λαών και κρατών. Η Ε.Ε. έχει διαβρώσει την εθνική κυριαρχία των κρατών-μελών της και έχει παραδώσει την ήπειρο στην πλανητική ηγεμονία των χρηματιστικών αγορών. Η ελληνική κρίση έδειξε ποια ήταν η αληθινή ηγεσία της Ε.Ε. (η ΕΚΤ, το ΔΝΤ και η Κομισιόν ως πολιτικός βραχίονας της Ε.Ε.).

Μιλάμε, δηλαδή, για πολιτικές επιλογές –και όχι για πολιτικά εικονοσχήματα–, οι οποίες για τους πολλούς προκαλούν οπισθοδρομκή αντίδραση στην έλλειψη ορίζοντα προσμονής, και στους λίγους, ήδη πλούσιους (μεγάλες εταιρείες και τράπεζες), παρέχουν πλήρη ελευθερία κινήσεων εις βάρος των πολλών. Μερικοί (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, ΔΗΜΑΡ και ένα κρίσιμο μέρος της κυβέρνησης) όλο αυτό το κατανοούν ως πραγματικότητα του διεθνούς ανταγωνισμού, την οποία μάλιστα εξυμνούν και καθαγιάζουν ως επωφελή για τους πάντες. Αλλά δεν είναι έτσι.

Το 1914 οι ηγεμόνες στη Γερμανία και σε όλες τις χώρες θεωρούσαν τη δουλειά τους οικογενειακό δικαίωμα και παράδοση. Αλλά, αν ήταν η κληρονομιά που έδινε σε κάποιον τα προσόντα για αξιώματα, τότε η σωφροσύνη δεν αποτελούσε προϋπόθεση. Ούτε η έλλειψή της αποτελούσε λόγο για να πάει κάποιος σπίτι του. Αντίθετα η σωφροσύνη ήταν μια απειλή γι’ όσους δεν τη διέθεταν και, επομένως, υπήρχε σοβαρός λόγος για να εξαιρούν όσους τη διέθεταν. Αυτή η τάση επικρατούσε το 1914. Σήμερα έχει αλλάξει ελαφρώς το πράγμα. «Σε όλη την Ευρώπη, τα κόμματα εξουσίας, είτε δεξιά είτε αριστερά, δεν στρατολογούν πια διανοούμενους αλλά επικοινωνιολόγους» (Εντσο Τραβέρσο).

Ομως, έτσι εντείνεται το κοινωνικό ζήτημα. Και όσο δεν μιλάμε γι’ αυτό, δεν θα υπάρχει πειστικό αφήγημα. Γιατί αν θες να πεις κάτι, το λες στους εταίρους κοιτώντας τους στα μάτια. Αν έχεις κάτι να πεις, το λες καθαρά σε περήφανους ανθρώπους και όχι σε ταπεινωμένους που εδώ και χρόνια έχουν ενσωματώσει αποκλειστικά και μόνον την ταυτότητα του φορολογούμενου και του καματερού. Γι’ αυτά θα πρέπει να μιλάμε κάθε μέρα, ανοιχτά.