Επί τέσσερις σχεδόν εβδομάδες απεργούν οι ανθρακωρύχοι στις περιοχές της βόρειας Ισπανίας, Αστούριας και Λεόν.
Τη Δευτέρα 18/6 μια γενική απεργία σε 50 κοινότητες ανθρακωρύχων σε όλη τη χώρα –που αναγκάστηκαν να στηρίξουν και τα επίσημα συνδικάτα, Κομισιόνες Ομπρέρας και Γενική Ένωση Εργατών-, με μεγάλες διαδηλώσεις στα αστικά κέντρα, νέκρωσε τις πόλεις που γειτνιάζουν με τα ανθρακωρυχεία. Γραφεία, εργοστάσια, καταστήματα έκλεισαν, αναρτώντας πινακίδες που έγραφαν: «Για αλληλεγγύη στους ανθρακωρύχους, για την επιβίωση».
Τα τελευταία 20 χρόνια, το εργατικό δυναμικό των ανθρακωρυχείων έχει μειωθεί κατά 40.000, στο πλαίσιο της δέσμευσης της Ισπανίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κλείσει δημόσιες επιχειρήσεις. Με τη μείωση της επιδότησης κατά 63% το 2012, βάσει του πακέτου περικοπών των δημοσίων δαπανών, ύψους 27 δισ., που ψήφισε η δεξιά κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι πριν από μερικούς μήνες συνεχίζοντας την πολιτική των σοσιαλιστών προκατόχων της, 8.000 επιπλέον ανθρακωρύχοι θα χάσουν τη δουλειά τους. Το κλείσιμο των ανθρακωρυχείων θα συμπαρασύρει άλλες 30.000 θέσεις εργασίας σε μια χώρα που η ανεργία χτυπάει «κόκκινο», έχοντας φθάσει στο 25% του εργατικού δυναμικού. Αυτά, όμως, είναι πολύ γνωστά στοιχεία από τα καθημερινά δελτία ειδήσεων. Εκείνο που μπορεί να επισημάνει κανείς είναι ορισμένες γενικότερες τάσεις. Πρώτον, η κλιμάκωση του κρατικού αυταρχισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι στις περιοχές των ανθρακωρυχείων, μεταξύ των υπόλοιπων δυνάμεων καταστολής, αναπτύχθηκαν δυνάμεις της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας, ένας συμβολισμός πολύ σημαντικός, που προοιωνίζεται το πώς θα αντιμετωπιστεί κάθε επίμονος εργατικός αγώνας. Οι αστυνομικοί έριξαν κατά των απεργών πλαστικές σφαίρες, δίπλα στα «παραδοσιακά» μέσα των δακρυγόνων και του ξυλοδαρμού. Η κρατική καταστολή, όμως, αντί να κάμψει το φρόνημα, οδήγησε σε εξεγερτικές διαθέσεις. Οι ανθρακωρύχοι δεν υποχώρησαν στο φόβο, απάντησαν στις επιθέσεις της αστυνομίας με δυναμισμό, κατασκευάζοντας αυτοσχέδιες ρουκέτες, αποκλείοντας δρόμους και σιδηροτροχιές με οδοφράγματα, πράγμα που, φυσικά, έκανε το γύρο του κόσμου από πανομοιότυπα ρεπορτάζ των ΜΜΕ, για να στηλιτευτούν οι «ταραξίες».
Δεύτερον, μέσα από την απεργία προωθήθηκε η ενότητα των εργαζομένων σε όλο τον κλάδο και συγκροτήθηκε ένα ευρύ κοινωνικό μέτωπο εργατών, μικροεπαγγελματιών, βιοτεχνών, γυναικών και νέων, εφόσον τα αιτήματά τους και κυρίως η διατήρηση των θέσεων εργασίας και η λειτουργία των ανθρακωρυχείων από τα οποία ζουν και τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα ανταποκρίνεται στα ζωτικά τους συμφέροντα. Η εμπειρία δείχνει, όπως και σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. Λάρκο 1977 στην Ελλάδα κ.ά.), ότι ο λαός δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται «χύδην», αλλά να βρίσκονται οι βαθύτεροι αρμοί που ενώνουν τα διάφορα λαϊκά στρώματα και υπερβαίνουν τις τυχόν συγκρούσεις που προκύπτουν και καλλιεργεί ο κοινωνικός αντίπαλος.
Τρίτον, όπως δείχνει η πληθώρα των επιτόπιων ρεπορτάζ, μέσω της απεργίας συνειδητοποιείται βαθύτερα ότι, εντός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διέξοδος από την κρίση υπέρ των εργαζομένων είναι ανέφικτη. Δεν διαφεύγει καθόλου της προσοχής των Ισπανών εργαζομένων ότι ενώ κατ’ επιταγή των Βρυξελλών περικόπτονται 190 εκατ. που θα αφανίσουν επιπλέον 40.000 θέσεις εργασίας και θα οδηγήσουν στον κοινωνικό θάνατο ολόκληρες περιοχές, το ισπανικό κράτος ετοιμάζεται να πάρει δάνειο 100 δισ. ευρώ για να σώσει τις τράπεζες, που κερδοσκόπησαν ασυστόλως με τα ακίνητα και τώρα καταρρέουν, προκειμένου να μην κλυδωνιστεί ακόμη περισσότερο η Ευρωζώνη.
Μ.Ν.