Η ιστορία ξεκινάει ως τραγωδία και καταλήγει τραγωδία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΩΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΓΕΙ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

 Αναλύοντας τις κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις της εποχής τους, δύο μεγάλοι διανοητές και επαναστάτες, ο Γερμανός Καρλ Μαρξ και ο ημέτερος Σεραφείμ Μάξιμος* μας δίνουν μιαν ακριβή περιγραφή των όρων που συνθέτουν την επίθεση του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας απέναντι στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα των υποτελών τάξεων.

Δεν νομίζω ότι βρίσκομαι σε τροχιά υπερβολής αν ισχυριστώ ότι η δύναμη της ανάλυσής τους διεμβολίζει τον χρόνο διατηρώντας εντυπωσιακή αμεσότητα παρ’ όλες -φυσικά- τις διαφορετικές αναλογίες.
   Ας δούμε πώς περιγράφει ο Μαρξ την κατάσταση που κυριαρχούσε στην Γαλλία του 1848.
   «Η ομάδα της αστικής τάξης που κυβερνούσε και νομοθετούσε με τις Βουλές, είχε άμεσο συμφέρον στην καταχρέωση του κράτους. Το κρατικό έλλειμμα, αυτό ήταν ίσα-ίσα το καθαυτό αντικείμενο της κερδοσκοπίας της και η κύρια πηγή του πλουτισμού της. Κάθε χρόνο κι από ένα νέο έλλειμμα. Ύστερα από κάθε τέσσερα-πέντε χρόνια κι από ένα νέο δάνειο. Και κάθε νέο δάνειο πρόσφερε στη χρηματική αριστοκρατία μια καινούργια ευκαιρία να κατακλέβει το κράτος, που κρατιόταν τεχνικά στο χείλος της χρεωκοπίας – και που ήταν υποχρεωμένο να διαπραγματεύεται με τους τραπεζίτες κάτω από τους πιο δυσμενείς όρους.
Τα τεράστια ποσά που κυλούσαν έτσι μέσα από τα χέρια του κράτους, έδιναν επί πλέον ευκαιρίες για δόλια συμβόλαια προμηθειών, για δωροδοκίες, καταχρήσεις και για κάθε λογής μπαγαμποντιές. Η εξαπάτηση του κράτους, όπως γινόταν χοντρικά με τα δάνεια, επαναλαμβανόταν και λιανικά στα δημόσια έργα. Οι σχέσεις ανάμεσα στη Βουλή και στην κυβέρνηση πολλαπλασιάζονταν σα σχέσεις ανάμεσα σε ξεχωριστές διαχειρίσεις και σε ξεχωριστούς εργολάβους.
Η άρχουσα τάξη εκμεταλλευόταν την κατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών με τον ίδιο τρόπο που εκμεταλλευόταν τις κρατικές δαπάνες γενικά και τα κρατικά δάνεια. Οι Βουλές φορτώνανε στο κράτος τα κύρια βάρη και εξασφάλιζαν στην κερδοσκοπική αριστοκρατία του χρήματος τους χρυσούς καρπούς.
Ενώ η αριστοκρατία του χρήματος έκανε τους νόμους, διεύθυνε το κράτος, είχε στη διάθεσή της όλες τις οργανωμένες δημόσιες εξουσίες, και με βάση αυτά τα ίδια τα γεγονότα και με τον Τύπο εξουσίαζε την κοινή γνώμη και ενώ σ’ όλες τις σφαίρες, από την αυλή ως το Café Borgne συνεχιζόταν η ίδια πορνεία, η ιδία ξετσίπωτη απάτη, η ίδια μανία πλουτισμού, όχι με την παραγωγή, αλλά με το επιτήδειο τσέπωμα του έτοιμου πλούτου των άλλων, ξέσπασαν, ιδιαίτερα στις κορυφές της αστικής κοινωνίας, και επικράτησαν αχαλίνωτα νοσηρές και έκλυτες ορέξεις που κάθε στιγμή έρχονταν σε σύγκρουση με τους ίδιους τους αστικούς νόμους – ορέξεις όπου ο πλούτος που προερχόταν απ’ το παιχνίδι γύρευε φυσικά την ικανοποίησή του εκεί που η απόλαυση γίνεται ακολασία, εκεί που γίνονται ένα το χρήμα, η βρωμιά και το αίμα».
   Ως αυθεντικός μαθητής του, με χαρακτηριστική ενάργεια ο Σεραφείμ Μάξιμος παίρνει την σκυτάλη και αναλύει τις πολιτικές προεκτάσεις του οικονομικού και κοινωνικού οδοστρωτήρα, εκεί όπου το χρήμα, η βρωμιά και το αίμα γίνονται ένα, μεταφέροντάς μας στην Ελλάδα του 1926.
   Ας δούμε και την δική του προσέγγιση:
   «Το χαρακτηριστικότερο και το πιο σημαντικό γνώρισμα της Βουλής του 1926 ήτανε ότι δίνοντας, από διαφόρους λόγους και για διαφόρους σκοπούς, κατά παμψηφία σχεδόν, την ψήφο της υπέρ της «Οικουμενικής» μεταβίβασε ουσιαστικά τα δικαιώ¬ματά της ως νομοθετικό σώμα στην εκτελεστική εξουσία. Δεν ελέγχει πια τώρα το κοινοβούλιο την κυβέρνηση, αλλά η  κυβέρνηση το κοινοβούλιο.
Η νομοθετική εργασία έχει συγχωνευθεί με την εκτελεστική εξουσία κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η Βουλή να ψηφίζει υποχρεωτικά όλα τα νομοσχέδια πού έχουν εγκριθεί προηγουμένως από τους αρ¬χηγούς των αστικών κομμάτων ως κυβέρνηση, από την Οικουμε¬νική και να συζητεί εκείνα μονάχα, που η κυβέρνηση, τα μέλη της, δίνουν την άδεια να συζητήσει. Μια κυβερνητική δικτατο¬ρία στη Βουλή και διά της Βουλής στο λαό. Μια συγκέντρωση, μια απαλλοτρίωση των δικαιωμάτων της Βουλής υπέρ της εκτελεστικής εξουσίας. Αυτή είναι η κατάσταση της Οικουμενικής. Κατάσταση που δεν μπορεί να ανατραπεί από την ίδια την Βουλή, παρά μονάχα αν τα κόμματα διασπάσουν το κοινό μέτωπο, από λόγους που δε θα οφείλονται ασφαλώς στην ελαττωματική λειτουργία του κοινοβουλίου.
Με την Οικουμενική κυβέρνηση η Βουλή του 1926 διαιρέ¬θηκε σε δυο στρατόπεδα: ένα κυβερνητικό — όλα τα αστικά κόμματα — και ένα αντικυβερνητικό, η κοινοβουλευτική ομάδα του «Ενιαίου Μετώπου», οι κομμουνιστές.
Η διαίρεση αυτή ούτε τυχαία ήτανε, ούτε στενά κοινοβουλευτική.  Απέρρεε από το νέο ταξικό διαφορισμό που δημιούρ¬γησε η μεταπολεμική εξέλιξη, φανέρωνε υπεροχή του ταξικού στο κομματικό στοιχείο. Όλα τα κυβερνητικά κόμματα ήτανε κόμματα αστικά, το μόνο αντικυβερνητικό κόμμα ήτανε το επανα¬στατικό κόμμα. Τάξη και κόμμα, κόμμα και εκτελεστική εξουσία, τάξη και εκτελεστική εξουσία συγχωνευθήκανε σε μια νέα αντινομία που μια κοινωνική ανάγκη, βαθύτερα αστική, την επέβαλε.
Ψηφίζοντας ασυζητητί κάθε κυβερνητικό νομοσχέδιο η Βουλή του 1926 έφερε σε αντίθεση προς τις λαϊκές εργατοχωρικές μάζες, όχι μόνο τα κόμματα, μα και τον ίδιο τον εαυτό της, ως Βουλή.
Εφ’ όσον η γραμμή τάξεως που τα κόμματα, ως κυβέρνηση, είχανε υιοθετήσει, προκάλεσε γενική κατακραυγή μέσα στις μεγάλες μάζες του έθνους, ήτανε αδύνατο να παραμείνουν, όχι μόνο η Οικουμενική, όχι μόνο η «κυβέρνηση συνασπισμού», μα και η Βουλή. Ολόκληρο το συγκρότημα: νομοθετικό σώμα και εκτελεστική εξουσία, κόμματα και κυβέρνηση, αρχίσανε να καταπίπτουν.  Η διάλυση της Οικουμενικής κατέληξε, στο τέλος, σε διάλυση της Βουλής».
Είναι, φρονώ, προφανή τα κοινά και συγκλίνοντα στοιχεία, ο κοινός τόπος και οι «κοινές αξίες» που διαχρονικά, από την κυριαρχία της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού στην συνέχεια, διέπουν τις συμπεριφορές της αριστοκρατίας του χρήματος και των εντολοδόχων της.
Αυτό, βέβαια, δεν παραπέμπει σε κάποιο ιστορικό ριμέικ, ούτε αίρει το υπαρκτό των τότε με τις τώρα διαφορές, όσον αφορά τον τόπο, τον χρόνο αλλά και την εν γένει εξέλιξη των πραγμάτων.
Θα σταθώ ενδεικτικά και μόνον σε μια σημαντική διαφορά στα διαδραματισθέντα στην τότε Γαλλία και τα διαδραματιζόμενα στην σημερινή Ελλάδα.
Η Γαλλία του τότε ήταν μια μεγάλη αποικιοκρατική δύναμη και σήμερα είναι μια σημαντική ιμπεριαλιστική χώρα. Η Ελλάδα τόσο του 1926 όσο και του 2011 ήταν και είναι το ακριβώς αντίθετο. Ως εκ τούτου στην μεν Γαλλία του 1848 η κυρίαρχη τάξη ως γαλλική αριστοκρατία του χρήματος επιτίθεται στις γαλλικές λαϊκές τάξεις χωρίς όμως η ενέργειά της αυτή να οδηγεί σε διακύβευση της εθνικής ανεξαρτησίας της Γαλλίας. Τουναντίον στην Ελλάδα του σήμερα αλλά και του 1926 η εξαρτημένη και υποταγμένη στον ιμπεριαλισμό άρχουσα τάξη επιτίθεται κατά των λαϊκών τάξεων όχι μόνον ως κυρίαρχη τάξη στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και ως πρακτορεύουσα-υποτακτική τάξη ξένων κελευσμάτων και επιταγών. Επιταγών που συνεπάγονται την ολοκληρωτική εξάρτηση-υποταγή της χώρας στα ξένα κέντρα που ουσιαστικά κυβερνούν την χώρα μέσω κυβερνήσεων ανδρεικέλων.
Γιατί τι άλλο συμβαίνει στην σημερινή Ελλάδα εκτός από το γεγονός ότι το καθεστώς της ξενοκρατίας υπηρετείται με τον καλύτερο τρόπο από τα εθελόδουλα τμήματα των κυρίαρχων τάξεων που με τη σειρά τους ενεργοποιούν ως εντολοδόχους τους τα δύο μεγάλα κόμματα και τους δορυφόρους τους σχηματίζοντας μια νέα Οικουμενική του 2011, μια νέα συγκυβέρνηση του «ρεαλιστικού μετώπου» ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ, ΔΗΣΥ και ΔΗΜΑΡ, συγχωνεύοντας την νομοθετική με την εκτελεστική εξουσία με έναν τέτοιο τρόπο που η Βουλή σε στρατιωτική στοίχιση (Στρατηγέ Βαν Φλητ ιδού ο στρατός σου) να επικυρώνει απλώς χωρίς καν να συζητεί τα κυβερνητικά coup d’ état.
Tι διαφορετικό, αλήθεια, υπάρχει στην πολιτική ζωή αυτού του τόπου από τα όσα διαδραματίστηκαν από το 1926 ως την κατοχή; Δεν είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση απτή πραγματικότητα το γεγονός ότι η κρατούσα κατάσταση δεν είναι παρά μια κυβερνητική δικτατορία στην Βουλή και διά της Βουλής στον λαό; Αποτελεί υπερβολή ο ισχυρισμός ότι έχουμε να κάνουμε με μια κατάσταση πλήρους απαλλοτρίωσης των δικαιωμάτων της Βουλής υπέρ της εκτελεστικής εξουσίας που μόνο κατ’ επίφασην και τύποις αντιπροσωπεύει τον ελληνικό λαό;
Πρέπει, άραγε, να περάσουνε τα δέκα χρόνια από το 1926 για να φτάσουμε στην δικτατορία Μεταξά και στην γερμανική κατοχή στην συνέχεια για να αντιληφθούμε τι συμβαίνει σε αυτόν τον τόπο ή μήπως η δικτατορία των αγορών, η κατοχή δηλαδή από το χρηματιστικό κεφάλαιο, είναι ήδη στο τιμόνι της εξουσίας;
Ο Καρλ Μαρξ διατύπωσε την άποψη ότι η ιστορία γράφεται ως τραγωδία και καταλήγει ως φάρσα. Υποθέτω όμως ότι αν ζούσε στην σημερινή Ελλάδα, έστω κατ’ εξαίρεσιν, θα αναθεωρούσε την άποψή του αναδιατυπώνοντας το συμπέρασμα ή με δυο λόγια θα έγραφε ότι «για την Ελλάδα, κατ’ εξαίρεσιν, η ιστορία ξεκινάει ως τραγωδία και καταλήγει ΤΡΑΓΩΔΙΑ».

*Βλέπε Καρλ Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, εκδ. «Αναγνωστόπουλος», Αθήνα 1964 και Σεραφείμ Μάξιμος, Κοινοβούλιο ή δικτατορία;, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1975.

Του Λουκά Αξελού