Το κείμενο που δημοσιεύουμε αποτελεί απόσπασμα από τις απαντήσεις που έδωσε ο Δημήτρης Γληνός σε έρευνα της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος τον Οκτώβριο του 1926. Η έρευνα της εφημερίδας είχε τίτλο «Τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής ζωής».
Περιελάμβανε συνεντεύξεις διανοούμενων της εποχής με σκοπό να φωτιστούν μια σειρά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα εν όψει των εκλογών που διεξήχθησαν στις 7 Νοεμβρίου του 1926.
Ο Δ. Γληνός απαντώντας στις ερωτήσεις της εφημερίδας, εξετάζει το πρόβλημα της γενικότερης κρίσης της ελληνικής κοινωνίας του μεσοπολέμου, επικεντρώνοντας στο ρόλο της άρχουσας τάξης και της πνευματικής ελίτ. Οι απαντήσεις του δημοσιεύτηκαν σε τρία συνεχόμενα φύλλα της εφημερίδας και λίγο μετά, υπό τη μορφή άρθρου και με τον τίτλο «Η ελληνική αρρώστεια», στην «Αναγέννηση» (τόμος 1 – 1926), περιοδικό το οποίο διηύθυνε ο ίδιος ο Γληνός. Από εκεί προέρχεται και το απόσπασμα που αναδημοσιεύουμε από το τετράτομο έργο του Δημήτρη Γληνού «Εκλεκτές σελίδες» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στοχαστής. Οι λόγοι που το επιλέξαμε, παραπάνω από προφανείς. Η πνευματική φτώχεια της ιθύνουσας τάξης, ο τυφλός μιμητισμός σε όλους τους τομείς, ο ραγιαδισμός απέναντι στους Ευρωπαίους διατηρούν, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, την επικαιρότητά τους. Με εξαίρεση τον τίτλο του άρθρου, διατηρήσαμε αυτούσια την ορθογραφία και τη γλώσσα του συγγραφέα.
Ο Γληνός, σπουδαίος δάσκαλος και από τους πρωτεργάτες της γλωσσικής και εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, υπήρξε τα χρόνια πριν το 1926 γραμματέας του υπουργείου Παιδείας σε κυβερνήσεις του Ελ. Βενιζέλου. Όταν δίνει αυτή τη συνέντευξη δεν κατέχει κάποια κρατική θέση, αφού τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου έχει απολυθεί από την δικτατορία του Πάγκαλου. Δεν θα δεχτεί ξανά τέτοιου είδους θέση, ενώ λίγα χρόνια αργότερα θα προσεγγίσει το ΚΚΕ, με το οποίο, ως συνεργαζόμενος, θα εκλεγεί βουλευτής τον Ιανουάριο του 1936. Για μόλις 6 μήνες, αφού θα ακολουθήσει η δικτατορία Μεταξά που θα τον εξορίσει, κάτι που το 1935 είχε κάνει και η δικτατορία του Κονδύλη. Περισσότερο γνωστός, βέβαια, είναι ο ρόλος του στα χρόνια της κατοχής και στην ίδρυση του ΕΑΜ, του οποίου την ιδρυτική διακήρυξη θα συγγράψει ο ίδιος. Ο Δ. Γληνός πέθανε στα τέλη του 1943, λίγο πριν μεταβεί στην Ελεύθερη Ελλάδα για να αναλάβει την ηγεσία της «κυβέρνησης του βουνού».
«Η ελληνική αρρώστια»
Του Δημήτρη Γληνού
Η τάξη που άρχει και διευθύνει είναι ο κύριος φορέας του πολιτισμού ενός λαού. Και την πιο ξεχωριστή και υπεύθυνη θέση στην ενέργεια αυτή κατέχει φυσικά ο διανοούμενος κόσμος. Οι πολιτικοί άρχοντες, οι δημόσιοι λειτουργοί, ο κλήρος, οι επιστήμονες, οι δάσκαλοι, οι λόγιοι, οι καλλιτέχνες, αυτό που λένε αλλού η «ιντελλιγκέντσα».
Παρατήρησα λοιπόν, τι έγινε στην Ελλάδα. Οι πνευματικοί «ηγήτορες» του Ελληνικού λαού μετά την πολιτική του απελευθέρωση στάθηκαν ανίκανοι να συλλάβουν στην ουσία του και στο βάθος του το πρόβλημα του νεοελληνικού πολιτισμού. Δεν υψώθηκαν στο νόημα μιας αναγεννημένης, σύγχρονης, ζωντανής Ελλάδας. Πρώτα πρώτα περιφρόνησαν την αληθινή και ζωντανή Ελλάδα θεωρώντας όλα τα στοιχεία της ζωής του λαού της για προϊόντα δουλείας. Ξιππάζονται σαν αρχοντοχωριάτες και χάσκουν θαμπωμένοι μπροστά στην κλασική αρχαιότητα. Ανίκανοι όμως να μπουν και στο βάθος του αρχαίου πολιτισμού, νομίζουν πως θα την ξαναζωντανέψουν, αν μιμηθούν κάποιες εξωτερικές μορφές.
Το ίδιο όμως ανίκανοι στάθηκαν να κατανοήσουν το σύγχρονο πολιτισμένο κόσμο. Τους σκέπασε το κύμα της εξωτερικής μίμησης του Ευρωπαϊκού κόσμου. Τυφλοί και μπροστά στους αρχαίους, τυφλοί και μπροστά στους Ευρωπαίους, με μια κούφια οίηση, με μια κενόλογη αυταρέσκεια έγιναν χωρίς να το καταλάβουν αρλεκίνοι των αρχαίων και αρλεκίνοι των Ευρωπαίων. Αυτή η καταφρόνεση του δικού μας ζωντανού εγώ, αυτός ο ανόητος και εξωτερικός όλως διόλου θαυμασμός των αρχαίων και η τυφλή αντιγραφή των Ευρωπαίων, χαραχτηριστικά κατώτερης διανοητικότητας, κυριαρχούν σε όλα τα φανερώματα της νεοελληνικής ζωής, επιστήμη, τέχνη, παιδεία, θεσμούς και δίνουν στον Ελληνικό πολιτισμό του τελευταίου αιώνα χαραχτήρα καθαρά μιμητικό.
Και η κατάσταση αυτή εξακολουθεί ως σήμερα. Σας φέρνω ένα παράδειγμα. Πριν λίγες μέρες ακόμη στην εφημερίδα «Εστία», ένας φιλελεύθερος πανεπιστημιακός, δηλαδή καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπερασπίζοντας την Ακαδημία Αθηνών έφερε το επιχείρημα, ότι ο οργανισμός της είναι «πιστόν αντίγραφον του οργανισμού της Ακαδημίας των Βρυξελλών». Και αυτό δεν το είπε με συστολή και ζητώντας συγγνώμη, αλλά νόμισε, ότι έτσι αποστομώνει οριστικά κάθε αντιλογία. Είναι γι’ αυτόν ο οριστικός «αποχρών λόγος». «Η πιστή αντιγραφή» ενός ξένου πράματος αρκεί, για να είναι αυτό αναντίρρητα καλό και για την Ελλάδα. Αυτή είναι η διανοητικότητά των. Δεν τους περνά από το νου, ότι χρειάζεται να μελετηθούν οι δικοί μας όροι και από μέσα τους οργανικά να δημιουργηθεί το νέο, ότι το ξένο μπορεί να μας χρησιμέψει μόνο για οδηγητικό παράδειγμα, για να ιδούμε με ποιο τρόπο οι άλλοι δημιούργησαν ένα θεσμό από τους δικούς τους όρους ζωής.
(…) Στην παιδεία κατωρθώσαμε ύστερα από εκατό χρόνια ελεύθερη ζωή να έχουμε τον περιούσιο ελληνικό λαό «τον ένδοξο κληρονόμον της κλασικής παραδόσεως» στην τελευταία βαθμίδα του αναλφαβητισμού ανάμεσα στους Ευρωπαϊκούς λαούς.
Στην τέχνη παραδέρνομε αδιάκοπα μέσα στην παρδαλή μίμηση εξωτερικών μορφών της αρχαίας τέχνης ή των τεχνοτροπιών, που δημιουργεί ο δυτικός πολιτισμός.
Στην επιστήμη κυριαρχεί ο παπαγαλισμός. Μεταξύ δημιουργίας και αντιγραφής καμιά διάκριση. Όποιος κατορθώσει ν’ αντιγράψη ένα οποιοδήποτε κεφάλαιο από την Ευρωπαϊκή επιστήμη, ακούει αμέσως το «άξιος, άξιος». Οι τιμητικές εξαιρέσεις υπάρχουν βέβαια, μα δεν αναιρούν τον κανόνα. Το χειρότερο εφόδιο, που μπορεί να έχει ένας επιστήμονας στην Ελλάδα, είναι η πρωτοτυπία. Όσο πιότερο παπαγαλίζει, τόσο λιγώτερο προσβάλλει τους προκατόχους του. Σας φέρνω ένα μόνο μα χαραχτηριστικώτατο παράδειγμα. Ο μακαρίτης Σβορώνος, ένα από τα πρωτοτυπώτερα και δημιουργικώτερα μυαλά της σύγχρονης Ελλάδας, δε βρήκε για τυπικούς λόγους θέση στο Πανεπιστήμιο, όπου φλυαρούσαν ανενόχλητα και ασύδοτα οι κλασικώτερες μετριότητες.
Τα οργανωτικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας καθώς και τα προβλήματα της κοινωνικής και πολιτικής θεσμοθεσίας και του δικαίου λύθηκαν γενικά με τον ίδιο άνετο τρόπο του αντιγραφικού μωσαϊκού.
Στη θρησκευτική ζωή δεσπόζει μια υπέρτατη αρχή, η ακινησία. Όπου παρουσιάστηκε ζωντανή θρησκευτική μορφή κατασυντρίφτηκε με το σκληρότερο τρόπο. Η αληθινή θρησκευτική ζωή χάνεται μέσα σε νεκρούς τύπους.
Το εθνικό πρόβλημα, δηλαδή το πρόβλημα της εθνικής ελευθερίας, της εθνικής ολοκλήρωσης και της εθνικής ενότητας μπορεί να πη κανείς, πως απασχόλησε μόνο αυτό ολόκληρη την ελληνική σκέψη τα τελευταία εκατό χρόνια. Η λύση του ήταν ευνοημένη σε μας, γιατί είχαμε μακραίωνη, ένδοξη, ζωντανή και δυναμικώτατη παράδοση, που η αχτινοβολία της είχεν αγκαλιάσει ολόκληρο το νεώτερο κόσμο. Η κυρίαρχη τάξη είχε μαζί της ολόψυχα αφωσιωμένο στο εθνικό πρόβλημα όλο το λαό, πρόθυμο για θυσίες υπέρτατες. Και όμως πόσα τεράστια λάθη δεν έγιναν; Πόση έλλειψη ειλικρίνειας, πόση ανικανότητα προσαρμογής στα πραγματικά δεδομένα δεν έδειξεν η κυρίαρχη τάξη, πόση στέρηση πολιτικού ρεαλισμού και πόση αφάνταστη οργανωτική αδυναμία; Αφού πολλά χρόνια κράτησαν το πρόβλημα μέσα στη σφαίρα της άγονης ονειροπόλησης και του πολιτικού φενακισμού, τη στιγμή που από συνδρομή ποικιλώτατων ευνοϊκών όρων κορυφώθηκεν η προσπάθεια για την τελική λύση του, η κυρίαρχη τάξη δουλεύοντας στον άγριο ατομικισμό και τα πάθη της και στην αμάθειά της, το έσπρωξε σε λύση εκτρωτική και δημιούργησε μια από τις μεγαλύτερες συμφορές στην ιστορία του Ελληνισμού, τη Μικρασιατική καταστροφή. Και τώρα μπροστά στα ερείπια, που σωριάστηκαν, στέκεται ανίδεη, έτοιμη να καταφύγει πάλι σε ρωμαντικά ονειροπολήματα, σε πεισματάρικο κλείσιμο των ματιών και αχαλίνωτη μαύρη αντίδραση. Δεν τολμά να ιδή κατάματα τη ζωή, δεν τολμά και δεν μπορεί να διανοηθή και να δράση αναπλαστικά.